Ο Φερνάντο Αραμπούρου (Σαν Σεμπαστιάν, 1959) χρειάστηκε τρία χρόνια για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα ‘Πατρίδα’ στο οποίο απεικονίζει την πορεία δύο οικογενειών κατά τη διάρκεια των ετών της δράσης της ΕΤΑ στη χώρα των Βάσκων. Ένα βιβλίο μοναδικό!
Το 2011 η αυτονομιστική οργάνωση των Βάσκων, η Euskadi Ta Askatasuna, παγκόσμια γνωστή με τα αρχικά ΕΤΑ, µε πάνω από 800 δολοφονίες και δεκάδες απαγωγές στο ενεργητικό της, αποφασίζει να αναστείλει τη δράση της. Η ΕΤΑ που ξεκίνησε σαν ένα κίνημα για τη διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς των Βάσκων, συνέχισε με την αντίσταση κατά του φρανκικού καθεστώτος και εξελίχθηκε σε παραστρατιωτική, τρομοκρατική οργάνωση που έδρασε για σαράντα περίπου χρόνια.
Ένα χωριό στη Χώρα των Βάσκων, εξελίσσεται σε μια διαιρεμένη κοινωνία μετά από μια ένοπλη σύγκρουση που πλήττει δυο οικογένειες. Ο πόνος των οικογενειών, τόσο του θύματος όσο και του δράστη, πρέπει να ξεπεραστεί για να κλείσουν τα τραύματα και να οικοδομηθεί μια κοινωνία όπου όλοι θα μπορούν να ανεχθούν τον εαυτό τους και να ζήσουν ειρηνικά.
Στην καρδιά της ιστορίας είναι οι μητέρες των δύο οικογενειών, η Μπιττόρι και η Μίρεν, δύο αχώριστες παιδικές φίλες που στα νιάτα τους είχαν σκεφτεί να μπουν σε μοναστήρι μαζί και οι οποίες έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των ισχυρών γυναικών της περιοχής των Βάσκων.
«Πριν από εκείνο με τον Τσάτο πίστευε, τώρα όμως δεν πιστεύει. Κι ας ήταν τόσο ευσεβής στα νιάτα της. Αφού παρά τρίχα να γίνει καλόγρια. Αυτή κι εκείνη η φίλη της από το χωριό, που καλύτερα να μην τη θυμάται. Υπαναχώρησαν και οι δύο την τελευταία στιγμή, όταν βρίσκονταν κιόλας με το ένα πόδι στην περίοδο δοκιμασίας. Τώρα όλ’ αυτά τα περί ανάστασης νεκρών και αιώνιας ζωής και Δημιουργού και Αγίου Πνεύματος της φαίνονται παραμύθια. Την εκνεύρισαν πολύ κάποια λόγια του επισκόπου που έκανε λες και. Δεν τόλμησε να μη δώσει το χέρι σ’ έναν κύριο τόσο σημαντικό. Το ένιωσε σαν κάτι ιξώδες. Πάντως τον κοίταξε καταπρόσωπο για να τον ενημερώσει σιωπηλά, με το φως των ματιών της, πως δεν ήταν πια θρησκευόμενη. Μόλις αντίκρισε τον Τσάτο στο φέρετρο, η πίστη της στον Θεό έσκασε σαν φούσκα.»
Τελικά παντρεύτηκαν και οι σύζυγοι τους συνδέθηκαν επίσης με δυνατούς δεσμούς φιλίας. Ο Τσάτο και ο Χοσίαν βρίσκονται τακτικά μαζί στην τοπική ταβέρνα πίνοντας και παίζοντας χαρτιά και μετέχουν στην ποδηλατική λέσχη του χωριού τους. Οι δύο οικογένειες είναι αχώριστες μέχρι που τα παιδιά τους αρχίζουν να μεγαλώνουν και οι διαφορές τους παρεμβαίνουν στις σχέσεις των οικογενειών· διαφορές που εξελίσσονται σε αγεφύρωτα χάσματα όταν ο επιχειρηματίας-σύζυγος της Μπιττόρι, ο Τσάτο, δέχεται εκβιαστικά μηνύματα από την ΕΤΑ, ενώ ο γιος της Μίρεν, Χοσέ Μάρι συντάσσεται με τους τρομοκράτες. Η δολοφονία του Τσάτο από τους Βάσκους αυτονομιστές έρχεται να σφραγίσει τη διάλυση της μακρόχρονης φιλίας.
Χρόνια μετά το θάνατο του Τσάτο, και ενώ η ΕΤΑ έχει ανακοινώσει ότι σταματάει τον ένοπλο αγώνα, η χήρα του Τσάτο, η Μπιττόρι επιστρέφει στο χωριό απαιτώντας με ήσυχη αξιοπρέπεια την αναγνώριση της κατάστασης της και μια απλή πράξη μετάνοιας από την πλευρά του γιού της Μίρεν, ώστε να κλείσει την τραγωδία που έχει σημαδέψει τη ζωή της.
Η Μίρεν διχασμένη ανάμεσα στους ρόλους της μάνας και της φίλης, βρίσκει αδύνατο να κατηγορήσει τον γιο της και προτιμά να τον δει σαν έναν εθνικό ήρωα κρύβοντας τα συναισθήματά της και προβάλλοντας σαν ασπίδα τον πατριωτισμό και τη μεγάλη ιδέα που έριξαν τον γιό της Χοσέ Μάρι στη φυλακή.
Και ο Χοσέ Μάρι, ο δολοφόνος, ο πατριώτης, ο γιός, ο άνθρωπος με τα ματαιωμένα όνειρα, μετά από 17 χρόνια φυλάκισης εγκαταλείπει την ETA, τσακισμένος από τη μοναξιά της φυλακής και τις αμφιβολίες. Και όταν η οργάνωση αποφασίσει να τερματίσει τον ένοπλο αγώνα της, η ανακοίνωση τον αφήνει ψυχρό, σαν να ήταν ένα θέμα που δεν τον αφορούσε. Όταν όμως η αδελφή του τον παροτρύνει να συμφιλιωθεί με την Μπιττόρι, συνειδητοποιεί ότι «για να ζητήσεις συγγνώμη, απαιτείται περισσότερη παλικαριά παρά για να πυροβολήσεις με ένα όπλο, παρά για να ενεργοποιήσεις μια βόμβα. Αυτό το κάνει ο καθένας. Φτάνει να είσαι νέος, εύπιστος και να βράζει το αίμα σου.»
Ο καθένας από τους χαρακτήρες κουβαλάει τον δικό του σταυρό, το βάρος της προδοσίας στο φίλο ο ένας, τη μοναξιά που επιβάλει στον εαυτό του ο άλλος γιατί πιστεύει ότι δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, τις τύψεις για τη λιγοψυχία του κάποιος άλλος, και κάποιοι αντιδρούν με ανελέητο θυμό και πείσμα, ενώ άλλοι προσπαθούν να αγνοήσουν την πραγματικότητα με το να κλείνονται στον εαυτό τους ή να φεύγουν μακριά. Ο Αραμπούρου όμως δείχνει ότι αυτοί οι ίδιοι χαρακτήρες μπορούν τελικά να εξελιχθούν, να μάθουν και να αλλάξουν, να ανεβούν πάνω από τα συναισθήματά τους για να βρουν κάποιο μέτρο κατανόησης, ελέους και συγχώρεσης στην καρδιά τους. Με λίγα λόγια, τους παρουσιάζει ως ανθρώπινα όντα, με όλη την πολυπλοκότητα που αυτό συνεπάγεται αποφεύγοντας όλες τις παγίδες του καταγγελτικού λόγου, τον διδακτισμό και το ανούσιο μελόδραμα που θα υπονόμευαν τη λογοτεχνική ποιότητα της ιστορίας του.
Η πολύπλευρη ιστορία, ωστόσο, λέγεται χωρίς διαδοχική χρονολογική σειρά μέσα από τις προσωπικές αναμνήσεις των χαρακτήρων όπου το παρόν ηττάται από την τυραννία του παρελθόντος· ένα μοτίβο αλληλένδετων ιστοριών που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα και να οραματιστούμε τις ζωές των θυμάτων και των θυτών και τις συνθήκες που όρισαν τις ζωές τους.
Η γλώσσα του Αραμπούρου, σε αντίθεση με την αφηγηματική του δομή, είναι απλή και με αρκετές λέξεις από τη βασκική γλώσσα. Ενδιαφέρον έχουν και οι ημιτελείς προτάσεις του στις οποίες παραλείπει κάτι που εννοείται εύκολα «Μόλις με ενημέρωσαν πως, πρέπει να μάθεις πως», αλλά και τα σημεία που βάζει δύο χωρισμένες λέξεις για έμφαση «Τη Μίρεν μην τη ρωτάς ·ο θυμός/το μίσος τη ζέσταινε».
Αν και η ιστορία του βιβλίου επικεντρώνεται στην περιοχή των Βάσκων, η περιγραφή των διαδικασιών που οδηγούν στον πολιτικό ριζοσπαστισμό δεν έχει σύνορα. Είτε είναι η Ισπανία, η Παλαιστίνη ή η Ελλάδα και παρόλο που η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, οι εδαφικές διαμάχες και η διάσπαση ενός κράτους σχεδόν πάντα οδηγούν σε συγκρούσεις και θανάτους. Θέματα όπως η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η τρομοκρατία, η πολιτιστική ταυτότητα και τα οικογενειακά και κοινωνικά χάσματα σαν συνέπεια του ιδεολογικού φονταμενταλισμού αντικατοπτρίζονται στην πρόσφατη ιστορία πολλών εθνών.
Οι πληγές ενός τέτοιου αιματηρού αγώνα παραμένουν ζωντανές στη χώρα των Βάσκων και ο Αραμπούρου στο βιβλίο του ‘Πατρίδα’ καλεί την ιστορική μνήμη να γιατρέψει τα τραύματα της ανθρώπινης εμπειρίας σκιαγραφώντας αυτά τα 40 χρόνια της ισπανικής ιστορίας, με την τρομοκρατία και το νόημα της, τη σχέση μεταξύ πολιτικής και καθημερινής ζωής, με τους μεγάλους μικρούς ανθρώπους και τις αγάπες, τις επιθυμίες, τους φόβους, την πίστη και τις απώλειές τους προβάλλοντας την ανθρώπινη διάσταση στην κατανόηση του φίλου, στη θλίψη και τη χαρά.
Η ‘Πατρίδα’ είναι ένα βιβλίο ενάντια στο μίσος και μια έκκληση για συγχώρεση και συμφιλίωση. Μία από τις μεγαλύτερες αρετές του είναι η παρουσίαση διαφορετικών οπτικών που χαρίζει σε αυτή την ιστορία αντικειμενικότητα δίνοντας χώρο σε όλες τις εμπλεκόμενες φωνές.
Το βιβλίο ‘Πατρίδα’ του Φερνάντο Αραμπούρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη.
«Έγραψα λοιπόν ενάντια στα δεινά που προκάλεσαν κάποιοι άνθρωποι σε άλλους, επιχειρώντας να καταδείξω σε τι συνίστανται τα εν λόγω δεινά, και ασφαλώς ποιος τα δημιουργεί και σε ποιες σωματικές και ψυχικές συνέπειες οδηγούν τα επιζώντα θύματα. […] Επίσης έγραψα εναντίον του εγκλήματος που διαπράττεται με πολιτικό πρόσχημα, στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιος πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί. Έγραψα χωρίς μίσος εναντίον της γλώσσας του μίσους και εναντίον της λησμονιάς και της λήθης που μηχανεύονται όσοι προσπαθούν να επινοήσουν μια ιστορία στην υπηρεσία του σχεδίου τους και των ολοκληρωτικών πιστεύω τους. […] Επίσης όμως έγραψα, με κίνητρο να προσφέρω κάτι θετικό στους ομοίους μου, υπέρ της λογοτεχνίας και της τέχνης επομένως υπέρ του καλού και του ευγενούς που κρύβει μέσα του το ανθρώπινο ον. Και υπέρ της αξιοπρέπειας των θυμάτων της ΕΤΑ στην ατομική, ανθρώπινη υπόστασή τους, όχι ως απλών αριθμών μιας στατιστικής όπου χάνονται το όνομα του καθενός τους, τα συγκεκριμένα πρόσωπά τους και τα μη μεταβιβάσιμα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους. […] Επιχείρησα να αποφύγω τους δύο κινδύνους που θεωρώ σοβαρότερους σ’ αυτό το είδος λογοτεχνίας· τους σπαρακτικούς, συναισθηματικούς τόνους από τη μια· από την άλλη τον πειρασμό να σταματήσω την αφήγηση για να πάρω με απερίφραστο τρόπο πολιτική θέση. Γι’ αυτό υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, οι συνεντεύξεις, τα άρθρα στις εφημερίδες και οι δημόσιες συζητήσεις όπως αυτή εδώ. […]Θέλησα να απαντήσω σε συγκεκριμένες ερωτήσεις. Πώς βιώνει κανείς ενδόμυχα τη δυστυχία της απώλειας ενός πατέρα, ενός συζύγου, ενός αδερφού σε μια δολοφονική επίθεση; Πώς αντιμετωπίζουν τη ζωή, ύστερα από ένα έγκλημα της ΕΤΑ, η χήρα, το ορφανό, ο ακρωτηριασμένος;»
Εκδόσεις : ΠΑΤΑΚΗΣ
Πράγματι εξαιρετικό βιβλίο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!