
Το βιβλίο «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» του ιρλανδού Κολμ Τομπίν είναι μια ανατομία μιας δυσλειτουργικής οικογένειας που προσπαθεί να ξαναχτίσει τις από χρόνια γκρεμισμένες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της.
Κάπου στη δεκαετία του’90 στην επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας Ένισκόρθι – που είναι και η γενέτειρα του συγγραφέα – τρεις γυναίκες, η Ντόρα Ντέβερο, η κόρη της Λίλι και η εγγονή της Έλεν, συναντιούνται μετά από σχεδόν δέκα χρόνια αποξένωσης, όταν αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι ο αδελφός της Έλεν, ο Ντέκλαν, το αγαπημένο παιδί της οικογένειας, πεθαίνει από AIDS.
Ο Τομπίν σ’ αυτό το μυθιστόρημα – που ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker το 1999- διερευνά τις διαφορές μεταξύ των τριών γυναικών, τις παρεξηγήσεις, τις ανεκπλήρωτες γονικές προσδοκίες και τα κρυμμένα τους συναισθήματα.
Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται αρχικά στην Έλεν, η οποία ζει μια τακτοποιημένη ζωή με τη δουλειά της σαν διευθύντρια σχολείου, ένα καλό γάμο με έναν άντρα, τον Χιού, που την αγαπάει και τους δύο μικρούς της γιούς. Ένας φίλος του αδελφού της εμφανίζεται μια μέρα στο σπίτι της με πολύ άσχημα νέα. Ο Ντέκλαν είναι στο νοσοκομείο, σε άσχημη κατάσταση και θέλει να τη δει. Το γεγονός ότι ο αδελφός της έχει προσβληθεί από καιρό από τον ιό του AIDS είναι άγνωστο στην οικογένειά του και η Έλεν πρέπει να τα βγάλει πέρα με το σοκ που της προκάλεσαν τα νέα από τη μια και με την υποχρέωση να ενημερώσει τη μητέρα και τη γιαγιά της από την άλλη.
Η γιαγιά, η Ντόρα Ντέβερο, είναι μια δύσκολη, κακότροπη και ανεξάρτητη γυναίκα. Η μητέρα, η Λίλι, είναι μια δυναμική επιχειρηματίας, η οποία, μετά το πρόωρο θάνατο του συζύγου της, έστησε μια μεγάλη εταιρεία υπολογιστών. Η ίδια η Έλεν είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας στο χώρο της εκπαίδευσης. Κάθε μια τους είναι αποξενωμένη από την κόρη της. Η σχέση της Έλεν με τη μητέρα της έχει διαταραχθεί από την εποχή που η Λίλι άφησε χωρίς πολλές εξηγήσεις τα παιδιά της στη μητέρα της για όσο διάστημα νοσηλευόταν ο πατέρας τους, χωρίς ποτέ να τους επισκεφθεί και να τους προετοιμάσει για το θάνατό του. Η Έλεν ερμήνευσε αυτή την απουσία ως εγκατάλειψη και οι σχέσεις μητέρας και κόρης έγιναν με τον καιρό όλο και πιο τυπικές. Αλλά και η σχέση της Έλεν με τη γιαγιά της δεν είναι πολύ καλύτερη αφού σπάνια επικοινωνούν και η γιαγιά δεν έχει επισκεφθεί ποτέ το σπίτι της εγγονής.
Τώρα με τον Ντέκλαν στο νοσοκομείο και χωρίς ελπίδα να γίνει καλά οι τρεις γυναίκες πρέπει να παραμερίσουν τα τραύματα και το θυμό τους για να δαμάσουν τις τεταμένες τους σχέσεις.
Ο Ντέκλαν θέλει να μείνει για λίγες μέρες στο σπίτι της γιαγιάς του στο Γουέξφορντ, κοντά στη θάλασσα. Η Έλεν ενημερώνει πρώτα τη γιαγιά της και μετά τη μητέρα της. Καμία από τις δύο δεν φαίνεται να ήξερε ότι ο Ντέκλαν ήταν ομοφυλόφιλος αλλά η στιγμή δεν επιτρέπει και περισσότερες εξηγήσεις.
«Δε μπορούσε να φανταστεί ποια θα ήταν η αντίδραση της γιαγιάς της όταν τους έβλεπε να καταφθάνουν. Συνειδητοποιούσε ότι για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια – μπορεί και δέκα – γινόταν ξανά μέλος αυτής της οικογένειας, που είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο ν’ αφήσει πίσω της. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια θα βρίσκονταν όλοι κάτω από την ίδια στέγη, σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Αντιλαμβανόταν επίσης ότι τα άρρητα μεταξύ τους συναισθήματα στη διάρκεια του ταξιδιού και η αίσθηση ότι για μιάν ακόμη φορά οι τρεις τους ήταν ομάδα, τώρα που υπήρχε κρίση, έδειχναν φυσικότατα, αληθινός καταλύτης. Επέστρεφε εκεί όπου είχε ελπίσει ότι δε θα ξαναγύριζε ποτέ, στην πατρική της οικογένεια, κι άθελά της ένιωθε ανακουφισμένη.»
Ο Ντέκλαν μεταφέρεται στο σπίτι της γιαγιάς και μαζί του έρχονται και οι δύο φίλοι του που του έχουν σταθεί σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας του και δείχνουν να βρίσκονται πιο κοντά του απ’ ό,τι η οικογένειά του. Όλοι προσπαθούν να κάνουν τη διαμονή του όσο πιο άνετη γίνεται παραμερίζοντας τις διαφορές τους και τη στενοχώρια τους. Η αρρώστια και ο επικείμενος θάνατος του αγαπημένου τους γιου, αδελφού και εγγονού λειτουργεί σαν καταλύτης και βοηθά τα μέλη αυτής της δυσλειτουργικής οικογένειας να αρχίσουν να αναθεωρούν τη στάση τους στη ζωή και να συνειδητοποιούν τι είναι πραγματικά σημαντικό.
Οι δύο φίλοι του Ντέκλαν, ο Λάρι και ο Πολ βοηθούν εκτός των άλλων και στο να ισορροπήσει η ένταση ανάμεσα στις τρεις γυναίκες της οικογένειας. Η Έλεν και η Λίλι έχουν ανάγκη για αμοιβαία υποστήριξη και αγωνίζονται να επικοινωνήσουν ενώ η Λίλι προσπαθεί να καταλάβει γιατί ο Ντέκλαν μοιράζεται περισσότερα με τους φίλους του και όχι με την οικογένειά του. Οι τρεις άνδρες κάθονται στο υπνοδωμάτιο του Ντέκλαν με την πόρτα κλειστή, μιλούν και χαχανίζουν, ενώ οι τρεις γυναίκες κάθονται γύρω από το τραπέζι της κουζίνας προσπαθώντας να σκεφτούν κάτι να πουν η μία στην άλλη. Το μόνο κοινό που έχουν είναι το παρελθόν τους και αυτό είναι ανίκανες να το συζητήσουν. Ο Λάρι με το χιούμορ του και ο Πολ με την ειλικρίνεια με την οποία αφηγείται την προσωπική του ιστορία τις βοηθούν να αποδεχτούν και να διαχειριστούν την κατάσταση με φυσικότητα και ηρεμία.
Το ‘Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό’ είναι ένα βιβλίο για τη μητρότητα αλλά και ένας ύμνος στη φιλία. Οι γυναίκες της ιστορίας παζαρεύουν τα μητρικά δικαιώματα με τους δύο φίλους του Ντέκλαν που είναι πιο κοντά του γιατί ξέρουν τι να κάνουν. Ο Ντέκλαν το μόνο που θέλει από εκείνες είναι να τον αγαπούν.
Ο Τομπίν χρησιμοποιεί αρκετές αντιθέσεις στην αφήγησή του όπως η απουσία και το τραύμα, η παράδοση και ο νεωτερισμός, η ομοφυλοφιλία και ο καθολικισμός, η οικογένεια και οι φίλοι και πάνω απ’ όλα το Ιρλανδικό τοπίο. Ο βράχος που σιγά σιγά υποχωρεί στη δύναμη της θάλασσας, το γκρεμισμένο σπίτι που προοιωνίζει την τύχη που περιμένει και το σπίτι της γιαγιάς και οι δύο φάροι. Ο παλιός και ο νέος, ο φάρος του Τάσκαρ και το Καραβοφάναρο του Μπλάκγουότερ. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος· μια σύγκρουση γενεών και μια έντονη υπενθύμιση του πόσο πολύ έχει αλλάξει ο κόσμος.
«Κάποτε υπήρχαν εδώ δυό φάροι», είπε η μητέρα της. «Δεν ξέρω τί τον θέλανε τον δεύτερο, υποθέτω ότι η Ιρλανδική Θάλασσα είχε πολλή κίνηση και ορισμένα τμήματά της ήταν επικίνδυνα. Λίγο πιο έξω ήταν – όχι, λίγο πιο βόρεια, προς το Κους και το σπίτι της γιαγιάς σου. Τον θυμάσαι, Έλεν;»
«Ναι, μαμά, αλλά μιλάμε για τότε που ήμασταν μικρά».
«Η Άιρις Λάιτς διέκοψε τη λειτουργία του, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς», είπε η μητέρα της.
«Πώς λεγόταν;» ρώτησε ο Πολ.
«Καραβοφάναρο του Μπλάκγουότερ. Δεν ήταν τόσο δυνατός όσο του Τάσκαρ. Ο φάρος του Τάσκαρ χτίστηκε πάνω σε βράχο για να βαστήξει, φαντάζομαι. Όπως κι αν είναι, μου άρεσε που υπήρχαν δύο φάροι. Τέλος πάντων, η τεχνολογία εξελίχθηκε, από την άλλη μπορεί και η ναυτιλία να μην είναι όπως ήταν. Καραβοφάναρο του Μπλάκγουοτερ. Νόμιζα ότι θα ήταν πάντα εκεί».

Όλη η αφήγηση έχει μια ηρεμία και μια άνεση που παρασύρει τον αναγνώστη σ’ αυτή την ατμόσφαιρα θλίψης και επιθυμίας για επικοινωνία, με τους χαρακτήρες να προσπαθούν σκληρά να δεχτούν και να συγχωρέσουν ο ένας τον άλλον ενώ παραμένουν ενωμένοι στην κοινή τους τραγωδία.
Το βιβλίο ‘Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό’ κυκλοφορεί από τη σειρά ALDINA των εκδόσεων Gutenberg σε εκπληκτική μετάφραση και επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου.
Εκδόσεις : GUTENBERG
Το βιβλίο ‘Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading στις 18 Δεκεμβρίου 2019.
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Happy New Year!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο