ΕΠΤΑ ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ

στις

‘Επτά άδεια σπίτια’ είναι ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων της Σαμάντα Σβέμπλιν (Samanta Schweblin, Μπουένος ΄Άιρες 1978 -) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου. Επτά σπίτια που κατοικούνται από χαρακτήρες που αγκαλιάζουν τον πόνο  και τους φόβους τους για το θάνατο, την ασθένεια, τις προκαταλήψεις και τη λησμονιά.

Το νόημα κα ο συνδετικός κρίκος αυτών των ιστοριών είναι η εικόνα του άδειου, εγκαταλειμμένου σπιτιού, μια μεταφορά για την ανθρώπινη ψυχή (;) και επισημαίνονται στα δύο αποσπάσματα που έχει επιλέξει η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου της. Και είναι αυτά τα δύο αποσπάσματα που χαρακτηρίζουν, πέρα από κάθε άλλο, τις επτά ιστορίες του βιβλίου : το σβήσιμο της διαδρομής και της εγγύτητας των ανθρώπων.

‘Πριν η πεντάχρονη κόρη του  ξεστρατίσει μεταξύ της τραπεζαρίας και της κουζίνας, εκείνος την είχε προειδοποιήσει : «αυτό το σπίτι δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό, αλλά στην παραμικρή απροσεξία, θα σβηστούν τα σημάδια των διαδρομών, και από αυτή τη ζωή, τελικά, θα έχεις χάσει κάθε ελπίδα».’ ΧΟΥΑΝ ΛΟΥΙΣ ΜΑΡΤΙΝΕΘ, ‘Η εξαφάνιση μιας οικογένειας’

‘Α: Μου αρέσει αυτό το διαμέρισμα. Β: Ωραίο είναι, αλλά μετά βίας φτάνει για έναν άνθρωπο, ή, εντάξει, για δύο ανθρώπους που είναι πραγματικά κοντά ο ένας στον άλλον. Α: Γνωρίζεις δύο ανθρώπους που να είναι πραγματικά κοντά ο ένας στον άλλον;’ ΑΝΤΥ ΓΟΥΟΡΧΟΛ, ‘Η φιλοσοφία του Άντυ Γουόρχολ’

Στην πρώτη ιστορία  της συλλογής που έχει τίτλο «Τίποτε από όλα αυτά» μια κόρη βρίσκεται μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο που οδηγεί η μητέρα της και τριγυρίζουν χωρίς σαφή προορισμό σε μια γειτονιά. Η μητέρα βρίσκεται σε σύγχυση, είναι αβέβαιη για το τι ψάχνει και η κόρη προσπαθεί να την πείσει να γυρίσουν στο σπίτι, να την αφήσει να οδηγήσει εκείνη το αυτοκίνητο, να της εξηγήσει τι αναζητά. Τελικά το αυτοκίνητο κολλάει στις λάσπες και οι δύο γυναίκες βρίσκονται μέσα σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Η μητέρα περιφέρεται αδιάκριτα σε όλο το σπίτι μπροστά στην απελπισμένη κόρη της και  την αμήχανη ιδιοκτήτρια. Κλείνεται σε δωμάτια, διορθώνει κατά την κρίση της τη θέση των αντικειμένων και τελικά φεύγει έχοντας στην τσέπη της μια μικρή ζαχαριέρα, το μόνο από τα αντικείμενα του πλούσιου σπιτιού που είχε πραγματική αξία για την ιδιοκτήτρια.

Στη δεύτερη ιστορία μια γυναίκα προσκαλεί τον πρώην σύζυγό της και τους γονείς του για να δουν τα παιδιά. Οι ηλικιωμένοι παπούδες βρίσκονται σύντομα στον κήπο του σπιτιού γυμνοί να περιφέρονται και να επικοινωνούν μεταξύ τους με μια παράξενη παντομίμα την οποία υιοθετούν σύντομα και τα εγγόνια τους. Μια άλλη γυναίκα βλέπει να προσγειώνονται στον κήπο της για πολλοστή φορά τα ρούχα του νεκρού αγοριού των γειτόνων της. Ρούχα που πετάει η μητέρα και έρχεται μετά από λίγο ο πατέρας για να τα μαζέψει. Η αφηγήτρια της ιστορίας έχει αποφασίσει να μιλήσει στον γείτονά της αλλά τελικά παραδέχεται ότι μπροστά στις σοβαρές απώλειες τα λόγια δεν έχουν και πολύ νόημα.

Κοινός παρονομαστής όλων των ιστοριών τα σπίτια. Σπίτια που είναι μόνο μεταφορικά άδεια αφού όλα κατοικούνται από ανθρώπους που βιώνουν μια απώλεια· ένα παιδί, μια σχέση, τη συνείδηση της πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα αυτής της απώλειας είναι ότι δεν ξέρουν πια πώς να ζήσουν. ‘Τώρα δεν είχε για ποιόν να πεθάνει’ σκέφτεται η ηρωίδα της μεγαλύτερης από τις ιστορίες του βιβλίου. Η ηλικιωμένη ηρωίδα στην ιστορία «Η σπηλαιώδης αναπνοή» γλιστρά σε έναν κόσμο ψευδαίσθησης μετά τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της.  Εύχεται να πεθάνει και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει είναι να ‘οργανώσει τα πάντα προς αυτή την κατεύθυνση, να σμικρύνει την ίδια της τη ζωή, να συρρικνώσει τον χώρο της μέχρι να τον εξαλείψει εντελώς.’ Συσκευάζει συνεχώς κουτιά  και ανατρέχει σε λίστες που τη βοηθούν να μην αποσπάται. Η έλλειψη πραγματικότητας, οι δυσκολίες της ηλικίας, οι ουλές από τις παλιές αλλά και τις πιο πρόσφατες απώλειες  καθώς και η μάχη ενάντια στη μοναξιά και την καθημερινότητα  περιγράφονται σπαρακτικά από τη Σβέμπλιν σε μια ιστορία που χαρακτηρίζεται από τον ρυθμό της αναπνοής της ηρωίδας της.

Στις άλλες ιστορίες βρίσκουμε μια γυναίκα που φεύγει από το διαμέρισμά της φορώντας μόνο ένα μπουρνούζι για να αποφύγει μια συζήτηση με τον σύντροφό της και, τέλος, ξεκινάει μια διαδρομή στο Μπουένος Άιρες με το αυτοκίνητο του συντηρητή του κτιρίου, και μία άλλη που βγαίνει το βράδυ για να αγοράσει ασπιρίνες για την πεθερά της  και καταλήγει σε έναν έρημο σταθμό του μετρό χωρίς να ξέρει πού να πάει.

‘Η πεθερά μου λέει ότι θυμάται τα πάντα, τα θυμάται τόσο που μπορεί να περιγράψει καθένα από τα πράγματα που κουβαλούσαν οι άνθρωποι. Αλλά εκείνη  είχε τα χέρια της άδεια. Και δεν πήγαινε πουθενά. Είπε ότι ήταν καθισμένη σε σαράντα τετραγωνικά εκατοστά, αυτό είπε. Άργησα να καταλάβω. Είναι δύσκολο να σκεφτώ την πεθερά μου να λέει κάτι τέτοιο, αν και αυτό ακριβώς είπε : ότι ήταν καθισμένη σε σαράντα τετραγωνικά εκατοστά, και ότι αυτός ήταν όλος κι όλος ο χώρος που καταλάμβανε το σώμα της στον κόσμο. […] Πιστεύω πως θα έπρεπε να σηκωθώ, πως αν φτάσω στην αποθήκη, θα αναγνωρίσω την κούτα που χρειάζομαι. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ καν να κουνηθώ. Αν σηκωθώ, θα αναγκαστώ να δω πόσο χώρο καταλαμβάνει πραγματικά το σώμα μου. Και αν κοιτάξω τον χάρτη – ο ζητιάνος τον πλησιάζει τώρα λίγο περισσότερο, μήπως αυτό βοηθήσει -, θα ανακαλύψω ότι, σε όλη την πόλη, δεν υπάρχει κανένας τόπος που να μπορώ να του δείξω.’

Στο διήγημα «Ένας άτυχος άντρας» η καλή θέληση που δεν αναγνωρίζεται από το συμβατικό κοινωνικό πλαίσιο και η παρερμηνεία των καλών πράξεων με τις πιο διεστραμμένες ιδέες, είναι συντριπτική. Τα όρια μεταξύ του φυσιολογικού και αυτού που δεν είναι, εκείνο το εύθραυστο περίγραμμα που χωρίζει το αποδεκτό από την τρέλα, το συνηθισμένο από το παράξενο, το κοινό από το σπάνιο, το κανονικό από το εξαιρετικό, η αθωότητα του διεστραμμένου  είναι στην άλλη πλευρά των ορίων που δεν περνάμε. Και όλα αυτά αποδίδονται, με λεπτό, απλό τρόπο, δημιουργώντας την απαραίτητη ατμόσφαιρα για να δει ο αναγνώστης πιο πέρα, να διαισθανθεί και να νιώσει αυτό που υπάρχει ενώ δεν είναι ξεκάθαρα ορατό.

Η Σαμάντα Σβέμπλιν ωθεί τους χαρακτήρες της να εξερευνήσουν και να αναλύσουν τους καθημερινούς φόβους τους, κυρίως αυτούς που τους προκαλούν τον περισσότερο πόνο. Οι ιστορίες της διατηρούν ένα αναγνωρίσιμο τόνο παρόλο που σε κάθε μια από αυτές αναλαμβάνει την αφήγηση ένας διαφορετικός χαρακτήρας και προσεγγίζονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η απόγνωση των χαρακτήρων, το αίσθημα του κενού και της απροθυμίας μπροστά στη ζωή, οι  ενοχές, ο φόβος, η νοσταλγία, η μελαγχολία, αλλά και η αγάπη και η επιθυμία είναι παρόμοια και αποτυπώνονται στις περιπλανήσεις τους σε πόλεις, κήπους σπιτιών, σε διαμερίσματα μόλις 40 τετραγωνικών, σε σταθμούς μετρό, σε ανελκυστήρες.

Τα διηγήματα του βιβλίου ‘Επτά άδεια σπίτια’  προκαλούν ένα εύρος συναισθημάτων στον αναγνώστη, μπαίνουν στο μυαλό του και παραμένουν εκεί για καιρό. Με παραπλανητική απλότητα, που κάπου χρωματίζει με μια πινελιά γλυκόπικρου χιούμορ, η Σβέμπλιν αφηγείται καταστάσεις άσχημες, δύσκολες ή απλά λυπητερές, διατηρώντας την ένταση του κάθε διηγήματός της με σαφήνεια και καθαρότητα ενώ δίνει ταυτόχρονα χώρο στον αναγνώστη της να δώσει τις δικές του ερμηνείες και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα για τις προθέσεις ή την έκβαση της κάθε ιστορίας.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.