Το βιβλίο ‘Κυριακή της Μητέρας’ του Βρεττανού συγγραφέα Γκράχαμ Σουίφτ (Graham Swift, Λονδίνο 1949-) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, είναι μια μικρή αλλά γεμάτη δύναμη ιστορία· ένας ιδιαίτερος στοχασμός για τη λογοτεχνία, και τη συγγραφή, για όσα μας ωθούν να γράφουμε, για το πώς επεξεργαζόμαστε το παρελθόν μας, για το πώς αφηγούμαστε ο ένας στον άλλο τη ζωή μας.

‘Μια φορά κι έναν καιρό, πριν να σκοτωθούν τα αγόρια, όταν υπήρχαν περισσότερα άλογα από αυτοκίνητα, πριν εξαφανιστούν οι υπηρέτες αναγκάζοντας τους κυρίους στο Άπλι και το Μπίτσγουντ να τα φέρνουν βόλτα μόνο με μια μαγείρισσα και μια καμαριέρα, οι Σέρινγκαμ δεν είχαν μόνο τέσσερα άλογα στον στάβλο τους, αλλά και ένα που θα μπορούσε να θεωρηθεί γνήσιος κέλης – ένα άλογο κούρσας, ένα καθαρόαιμο’.
Με αυτή την πρόταση ο συγγραφέας εισάγει στην ιστορία του τον αναγνώστη δίνοντάς του το στίγμα του χρόνου και του περιβάλλοντος, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα και τα κύρια θέματα της αφήγησής του με πρώτο τη σχέση μεταξύ ευγενών και υπηρετών στην Αγγλία του μεσοπολέμου· τότε που η καταγωγή- είτε αφορούσε άλογα είτε ανθρώπους – ήταν το παν. Την ίδια εποχή που η Βρετανία οδηγείτο σε μια περίοδο αλλαγών, με τις γυναίκες να έχουν πρόσφατα αποκτήσει δικαίωμα ψήφου αλλά και να διεκδικούν καλύτερες θέσεις εργασίας. Το χάραμα μιας εποχής που οι υπηρέτες μπορούσαν να φροντίσουν και τη δική τους ζωή, να ζητήσουν συστάσεις για καλύτερες εργασίες, να περάσουν μια μέρα μακριά από τους εργοδότες τους, να κάνουν όνειρα για κάτι καλύτερο.
Την ιστορία αφηγείται η Τζέιν Φέαρτσάιλντ, διάσημη συγγραφέας, η οποία σε μεγάλη ηλικία πια, κοιτάζει αρκετά χρόνια πίσω σε όσα έχει ζήσει μια ιδιαίτερη, ηλιόλουστη μέρα του 1924, μια μέρα που άλλαξε τη ζωή της· την Κυριακή 30 Μαρτίου 1924, όταν στη Βρετανία γιορταζόταν η Κυριακή της Μητέρας.
Η Τζέιν τότε ήταν μόλις 22 ετών και εργαζόταν σαν υπηρέτρια στην οικογένεια Νίβεν. Εκείνη την ημέρα που παραδοσιακά οι υπηρέτες όλων των σπιτιών απείχαν από τα καθήκοντά τους για να μπορέσουν να επισκεφθούν τις οικογένειές τους και ιδιαίτερα τις μητέρες τους, οι Νίβεν ξεκίνησαν για μια εκδρομή στο Χένλεϊ μαζί με δύο φιλικές οικογένειες. Η μέρα ήταν συναισθηματικά φορτισμένη -ιδιαίτερα για τις μητέρες της παρέας – αφού και οι τρεις οικογένειες είχαν χάσει παιδιά στον Μεγάλο Πόλεμο. Οι μόνοι επιζώντες αυτής της δεύτερης γενιάς ήταν ο Πολ Σέρινγκαμ και η Έμμα Χόμπντει που ετοιμαζόντουσαν να παντρευτούν, χαρίζοντας μεν ελπίδα στις τρεις οικογένειες αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας τις μεγάλες κληρονομιές τους.
Για την Τζέιν, ωστόσο, αυτός ο γάμος σήμαινε το τέλος της επί χρόνια σεξουαλικής της σχέσης με τον Πολ. Ενώ η Τζέιν ήταν αναμφίβολα ερωτευμένη με τον Πολ εντούτοις δεν έτρεφε καμία αυταπάτη για τα δικά του αισθήματα. Απολάμβανε την έλξη που του προκαλούσε και ενώ -τουλάχιστον στην αρχή της σχέσης τους – δεχόταν δώρα και χρήματα από αυτόν, αργότερα βρισκόταν μαζί του ‘εντελώς δωρεάν, καθώς το αμοιβαίο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις δοσοληψίες ακύρωνε κάθε έννοια αγοραπωλησίας’. Όλα αυτά τα χρόνια οι δύο εραστές συναντιόντουσαν με ‘μυστικότητα, διακινδύνευση, πονηριά και την αμοιβαία ικανότητα να τα καταφέρνουν και στα τρία’. Αυτή τη φορά όμως που όλα τα σπίτια είναι βολικά άδεια λόγω της αργίας, μπορούσαν να βρεθούν στο σπίτι του Πολ και η Τζέιν να διασχίσει την μπροστινή είσοδο του σπιτιού σαν πραγματική κυρία.
Οι δύο εραστές βρέθηκαν στην ηλιόλουστη κρεβατοκάμαρα του Πολ για πρώτη αλλά και για τελευταία φορά αφού ο επικείμενος γάμος του Πολ έδινε σ’ αυτή τη συνάντηση τον χαρακτήρα του αποχαιρετισμού. Και ήταν ένας αποχαιρετισμός πιο οριστικός από αυτόν που φαντάστηκαν οι δύο νέοι αφού ο Πολ φεύγοντας για να συναντήσει τη μνηστή του στο Χένλεϊ σκοτώθηκε σ’ ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Σε μεγάλη ηλικία πια η Τζέιν αφηγείται με σχολαστική λεπτομέρεια όσα συνέβησαν εκείνη τη μοιραία μέρα του 1924. Είναι μια ιστορία που δεν έχει πει ποτέ, ούτε καν στον άνδρα με τον οποίο ήταν για χρόνια παντρεμένη αλλά και δεν συμπεριέλαβε σε κανένα από τα μυθιστορήματα που έγραψε. Είναι μια ιστορία ωστόσο που διαπότισε όλη της την πορεία ανεξίτηλα. Γιατί η Τζέιν επέλεξε να μην κρυφτεί πίσω από την τραγωδία αλλά να ξεπεράσει τις ταξικές διαφορές και να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της. Γιατί εκείνη τη μέρα όταν ο Πολ είχε φύγει και η Τζέιν γυμνή περιφερόταν στα δωμάτια του τεράστιου σπιτιού του μεταμορφωνόταν απωθώντας την ορφάνια και τη χαμηλή της κοινωνική θέση σε μια γυναίκα που ήταν αποφασισμένη να πάρει τον έλεγχο της ζωής της.
‘Ω ναι, θα έλεγε, με τη λάμψη στο βλέμμα, ήταν τυχερή που γεννήθηκε χωρίς τίποτε στο όνομά της. Για την ακρίβεια, χωρίς καν ένα όνομα. Χωρίς καν την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της. Οπότε δεν ήταν μόνο χωρίς όνομα, αλλά και χωρίς ηλικία.’
Από μια σύμπτωση που προέκυψε από την επιλογή του ορφανοτροφείου από την μητέρα της – που δεν την γνώρισε ποτέ-, η Τζέιν ξέρει να διαβάζει και να γράφει και γίνεται αυτή η δυνατότητα το κλειδί που θα της ανοίξει την πόρτα σε έναν άλλο κόσμο από αυτόν που της είχε προδιαγραφεί. Η Τζέιν διαβάζει και η αγάπη της για τα βιβλία την εξελίσσει, της δίνει γνώση κι έκφραση και τη βοηθά να εδραιώσει μια νέα ταυτότητα. Μια ταυτότητα που επέλεξε η ίδια και όχι κάποιος άλλος γι’ αυτή.

Ο Γκράχαμ Σουίφτ σ’ αυτό το μικρό βιβλίο δεν αφηγείται μια ιστορία αγάπης μιας 22χρονης υπηρέτριας, ούτε εμπλέκεται σε μια αέναη απεικόνιση του ταξικού χάσματος και των επιπτώσεών του σε άτομα και κοινωνίες. ‘Η Κυριακή της Μητέρας’ είναι μια ιστορία για την αποφασιστικότητα μιας γυναίκας να ξεφύγει από μια ζωή που δεν επέλεξε δίνοντας σε ό,τι την καθόρισε ένα νόημα πέρα από το φύλο και τον χρόνο.
‘Τι είναι λοιπόν η εξιστόρηση της αλήθειας; Πάντοτε θα θέλουν να τους εξηγηθεί ακόμα και η εξήγηση! Κάθε συγγραφέας άξιος του ονόματός του θα τους καθοδηγούσε, θα τους σκανδάλιζε, θα τους κατηύθυνε στο μονοπάτι του κήπου. Δεν ήταν ολοφάνερο, διάολε; Η εξιστόρηση της αλήθειας συνίσταται στο να παραμένεις πιστός στην ύλη της ζωής, να προσπαθείς να συλλάβεις, αν και ποτέ δεν το καταφέρνεις απόλυτα, αυτή καθαυτή την αίσθηση ότι είσαι ζωντανός. Συνίσταται στο να βρεις μια γλώσσα. Και στο να είσαι πιστός στο γεγονός, στο μόνο συνεπές γεγονός, ότι πολλά πράγματα στη ζωή – ω, πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε – είναι αδύνατον να εξηγηθούν.’
Σ ευχαριστώ πολύ για την αποστολή!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο