Ο ΦΙΛΟΣ

στις

Μια συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής είναι η αφηγήτρια του μυθιστορήματος ‘Ο Φίλος’ με το οποίο συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας η Αμερικανίδα Σίγκριντ Νιούνεζ (Sigrid Nunez 1951-). Στο  βιβλίο, που κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ για το 2018, η αφηγήτρια, alter ego της συγγραφέως, καταγράφει, σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση τις σκέψεις της για τη ζωή και το θάνατο, υπό το πρίσμα της αυτοκτονίας του πιο στενού της φίλου.

Σε ένα κείμενο όπου τα όρια μεταξύ μυθιστορήματος, δοκιμίου και απομνημονευμάτων είναι ρευστά η ηρωίδα απευθύνει αυτό τον απολογισμό στον πρώην καθηγητή της, συγγραφέα, παντρεμένο τρεις φορές και  για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της καλύτερο φίλο της, ο οποίος αυτοκτόνησε, απευθυνόμενη σ’ αυτόν με ένα άμεσο ‘εσύ’ που δίνει μια ξεχωριστή αληθοφάνεια στην αφηγηματική της έκφραση.

Μέσα στον πόνο της απώλειας και αναζητώντας παρηγοριά, ανατρέχει στο παρελθόν και θυμάται την τελευταία συζήτηση μαζί του, τον τρόπο που γνωρίστηκαν, τη μοναδική φορά που έκαναν έρωτα, την απογοήτευσή της όταν της είπε ότι είναι λάθος να προσπαθήσουν να γίνουν κάτι παραπάνω από φίλοι. Θυμάται τις πολυάριθμες σχέσεις του με τις φοιτήτριές του, τις συζύγους του και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τη φιλία τους αλλά και τη βοήθειά του στην καλλιέργεια και διαμόρφωση του δικού της τρόπου σκέψης και γραφής.

‘Δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα παρηγορείσαι για τη θλίψη σου γράφοντας, προειδοποιεί η Ναταλία Γκίνζμπουργκ’.

Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια  να επεξεργαστεί το πένθος της και να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο την παρουσία του φίλου της στη ζωή της, η αφηγήτρια καταφεύγει σ’ αυτές τις ασύνδετες καταγραφές στις οποίες παρεμβάλλονται αμέτρητα φιλοσοφικά ερωτήματα για την ανάγνωση και τη γραφή.

Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία του ανελέητου πορτρέτου ενός ανθρώπου που δεν είναι τέλειος, ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να περάσει μια νύχτα μόνος του, ενός καθηγητή που εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να συλλέξει ερωμένες, ενός ανθρώπου καταθλιπτικού, που όμως είχε προβληματιστεί αρκετά για την τέχνης της συγγραφής, τον δαιδαλώδη λογοτεχνικό κόσμο και το αμφισβητούμενο επίπεδο των ομάδων δημιουργικής γραφής.

‘Κανένα γράψιμο δεν πάει χαμένο, έλεγες συχνά. Ακόμα κι αν κάτι δεν λειτουργεί και καταλήξεις να το πετάξεις, ως συγγραφέας πάντα μαθαίνεις κάτι.

Να τι έμαθα εγώ: Η Σιμόν Βέιλ είχε δίκιο. Το φανταστικό κακό είναι ρομαντικό, ποικίλο, το πραγματικό κακό σκοτεινό, μονότονο, ερημικό, ανιαρό.’

Όταν η τρίτη σύζυγος του αυτόχειρα καλεί την αφηγήτρια να αναλάβει τον σκύλο του, έναν μεγάλο Δανό που ζυγίσει σχεδόν 80 κιλά και υποφέρει από τον αποχωρισμό από το αφεντικό του, εκείνη αισθάνεται μια υποχρέωση γι’ αυτό το σκυλί που δεν της επιτρέπει να το εγκαταλείψει και έτσι συμφωνεί να τον πάρει στο μικρό της διαμέρισμα, παρόλο που στο συγκρότημα που μένει τα κατοικίδια δεν επιτρέπονται και απειλείται με έξωση. Κι έτσι μπαίνει στη ζωή της ο Απόλλωνας∙ ο μόνος χαρακτήρας του βιβλίου που δεν είναι ανώνυμος.

Η σχέση της αφηγήτριας με τον Απόλλωνα εξελίσσεται όπως και οι γνωριμίες μεταξύ δύο ανθρώπων. Στην αρχή αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με επιφύλαξη και κανένας δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να εμπιστευθεί τον άλλο. Σιγά σιγά όμως  ο Απόλλωνας τη βλέπει μέσα από τη θλίψη και τη μοναξιά της κι εκείνη τον βλέπει μέσα από το εξίσου ισχυρό πένθος του που προσθέτει μια νέα διάσταση στο τοπίο της απώλειας, και κάπως έτσι τη θέση της αρχικής επιφύλαξης παίρνει τελικά η κατανόηση, η εμπιστοσύνη και η αγάπη. Δύο μοναχικές ψυχές που προστατεύονται, αγγίζονται και γίνονται η άγκυρα που χρειάζεται ο καθένας τους για να συνεχίσουν να ζουν.

Η αφηγήτρια παρατηρεί  σχεδόν με δέος τη θλίψη του Απόλλωνα και βγαίνοντας από το δικό της κουκούλι του πόνου αρχίζει να αναρωτιέται για την αντίληψη και τα συναισθήματα των ζώων. 

‘Καταλαβαίνει ένα σκυλί την προδοσία;’

‘Τι ξέρουμε πραγματικά για την οδύνη των ζώων;’

‘Γιατί οι άνθρωποι συχνά αποδέχονται δυσκολότερα την οδύνη των ζώων από την οδύνη άλλων ανθρώπων;’

‘Ξέρουμε ότι τα σκυλιά σκέφτονται, έχουν όμως γνώμη;’

Ο Απόλλωνας πλέον κοιμάται στο κρεββάτι της, την περιμένει πίσω από την πόρτα όταν γυρίζει από τα μαθήματά της και την κοιτάζει στα μάτια όλο προσμονή όταν του διαβάζει. Κι εκείνη αναρωτιέται :

‘Μήπως σ’ αυτό έγκειται ουσιαστικά η τρέλα; Μήπως πιστεύω πως αν είμαι καλή μαζί του, αν ενεργώ ανιδιοτελώς και κάνω θυσίες γι’ αυτόν, μήπως πιστεύω πως αν αγαπώ τον Απόλλωνα – τον όμορφο γηράσκοντα, μελαγχολικό Απόλλωνα – θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα βρω στη θέση του εσένα, που θα έχεις επιστρέψει από τους νεκρούς;’

Ο Απόλλωνας όμως είναι ήδη μεγάλος σε ηλικία και η αφηγήτρια καλείται να προετοιμαστεί για άλλη μια απώλεια. Όλοι όσοι έχουμε την εμπειρία της συγκατοίκησης με κάποιο ζώο αντιμετωπίζουμε κάποτε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Είναι όμως μικρό τίμημα για όσα έχουμε κερδίσει από τη σχέση μαζί τους. Όταν η αφηγήτρια αναφωνεί ‘Αχ φίλε μου, φίλε μου!’ στο τέλος του βιβλίου, θα μπορούσε να απευθύνεται τόσο στον παλιό της φίλο όσο και στον νέο, στον Απόλλωνα, απεικονίζοντας μ’ αυτή την πρόταση τη δύναμη των δεσμών τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και των δεσμών που αναπτύσσονται με ένα ζώο συντροφιάς.

‘Ως ειδυλλιακή περιγράφει ο Κούντερα τη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα. Ειδυλλιακή επειδή τα ζώα δεν εκδιώχθηκαν μαζί μ’ εμάς από τον Παράδεισο. Παραμένουν εκεί, ανενόχλητα από περιπλοκές όπως η διάκριση σώματος και ψυχής, κι εμείς μόνο μέσω της αγάπης και της φιλίας μαζί τους κατορθώνουμε να επανασυνδεθούμε με τον Παράδεισο, αν και μονάχα από μια κλωστή.’

Sigrid Nunez

Με μια αφηγηματική φωνή που άλλοτε είναι μελαγχολική, άλλοτε χαρούμενη και άλλοτε σχεδόν θυμωμένη η συγγραφέας τριγυρίζει στις αναμνήσεις της, ενσωματώνοντας ένα μεγάλο αριθμό λογοτεχνικών υπαινιγμών, προβληματιζόμενη για τη φιλία, τη γραφή, τα ζώα, τους ανθρώπους, το θάνατο, την αυτοκτονία, τη διδασκαλία της συγγραφής  για να συνθέσει τελικά μια βαθιά εξομολόγηση για το νοιάξιμο  για τους άλλους, για την ανάγκη να φροντίσουμε κάποιον που το έχει ανάγκη, έτσι ώστε να φροντίσουμε εκείνο το μέρος της δικής μας ψυχής που δεν παραδεχόμαστε πρόθυμα ότι κατέχουμε. 

Το βιβλίο ‘Ο Φίλος’ της Sigrid Nunez κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε υπέροχη μετάφραση και κατατοπιστική εισαγωγή από τον Γιώργο Λαμπράκο.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.