Ο Γκρεγκόρ φον Ρετσόρι (1914-1998) στο πιο γνωστό του έργο με τίτλο ‘Αναμνήσεις ενός αντισημίτη’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ σε υπέροχη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, παρουσιάζει μέσα από τα διαφορετικά στάδια της ζωής του κύριου χαρακτήρα του το κλίμα αντισημιτισμού της μεταβαλλόμενης Κεντρικής Ευρώπης κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου.

Γιος Ιταλού-Αυστριακού δημόσιου υπαλλήλου με αριστοκρατικές καταβολές, ο Ρετσόρι γεννήθηκε τις τελευταίες ημέρες της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας ως Γκρεγκόρ Άρνολφ Χίλαριους ντ ‘Αρέτσο, στο Τσερνίτσι, την πολυεθνική πρωτεύουσα της τότε αυστριακής επαρχίας της Μπουκοβίνα, το ανατολικότερο σύνορο της αυτοκρατορίας των Αψβούργων όπου οι Ρουμάνοι, οι Αυστριακοί, οι Γερμανοί, οι Ουκρανοί, οι Ούγγροι και οι Εβραίοι κάτοικοί του επικοινωνούσαν σε οκτώ γλώσσες.
Η γενέτειρα του συγγραφέα επηρεάστηκε όσο καμιά άλλη από τα διαδοχικά παλιρροϊκά κύματα της ιστορίας. Το 1918 με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας η Μπουκοβίνα παραχωρήθηκε στη Ρουμανία. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρασε στον σοβιετικό έλεγχο. Από το 1991, το Τσερνοβίτσι και η γύρω περιοχή ανήκουν πλέον στην Ουκρανία.
Αυτό το κομμάτι της Ευρώπης που χάθηκε ο Ρετσόρι το αναβιώνει σ’ αυτό το βιβλίο μαθητείας για την ιστορία και την ετερότητα. Ένα βιβλίο που μιλάει για επικίνδυνα πάθη, νοσηρές εμμονές και ανομολόγητα εγκλήματα, για ξεριζωμούς και περιπλανήσεις σε μια εποχή που ‘οι άνθρωποι δεν είχαν τότε εθνικό συναίσθημα, έτσι όπως το εννοούμε σήμερα. Ακολουθούσαν τη σημαία τους κι αυτό ήταν όλο.‘, με έναν ήρωα που περιφέρει τον κατακερματισμένο του εαυτό με απόλυτη ελαφρότητα αντανακλώντας την αμεριμνησία του ίδιου του περιβάλλοντος. ‘Μυθιστόρημα σε πέντε ιστορίες’ είναι ο υπότιτλος του βιβλίου∙ μια προφανής αντίφαση στις ‘Αναμνήσεις’ του τίτλου που επισημαίνει ότι όσα γράφει ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο είναι μυθοπλασία, παρότι ο κύριος χαρακτήρας των ιστοριών, μεγάλωσε στο ίδιο αριστοκρατικό περιβάλλον στη Μπουκοβίνα και αρκετά από τα βιώματά του συμπίπτουν με αυτά που βίωσε ο συγγραφέας.
Οι πέντε ιστορίες του βιβλίου δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους και μπορούν να διαβαστούν η μία ανεξάρτητα από την άλλη. Πέντε ιστορίες μεταξύ Βουκουρεστίου, Βιέννης, Τσερνίτσι και Βερολίνου, όλες υποθετικές παραλλαγές της ζωής του ίδιου του συγγραφέα. Σ’ αυτές τις ιστορίες, μέσα από γλαφυρές περιγραφές για τις πόλεις και τα χωριά, για την πολυγλωσσία τους, τις συνήθειες και τις προκαταλήψεις τους, ο ήρωας του βιβλίου αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο την εξέλιξη του αρχικά πολιτιστικού αντισημιτισμού που οδήγησε την ανθρωπότητα στην πιο μαύρη της σελίδα. Ο αντισημιτισμός στις διάφορες εκδοχές του – άλλοτε ως βασικό κοινωνικό πρότυπο και άλλοτε ως ανοιχτό μίσος – είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου.
‘Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, δεν ήταν αλήθεια ότι τους Εβραίους τους μισούσαμε. Τρόπος του λέγειν ήταν. Γιατί και το μίσος είναι μια άμεση ανθρώπινη σχέση. Αν είχαμε πραγματικό μίσος για τους Εβραίους, θα ήταν σαν να τους αγαπούσαμε. Όχι, οι Εβραίοι ήταν πολύ απλά άνθρωποι από άλλο άστρο – συγκεκριμένα από το άστρο του Δαβίδ και της Σιών. Που μπορεί να ήταν λαμπρότατο, αλλά για εμάς δυστυχώς βρισκόταν πιο κάτω από τον ορίζοντα. Ως εκ τούτου, το να ερωτευτεί κανείς Εβραία δεν μπορούσε να θεωρηθεί μία συγγνωστή διαστροφή όπως, ας πούμε, η ομοφυλοφιλία. Επρόκειτο για κάτι απολύτως ακατανόητο, μια ψυχική απονέκρωση, για κάτι χειρότερο κι από προδοσία, χειρότερο κι από παράβαση των όρκων.’
Η πρώτη ιστορία έχει για τίτλο τη ρωσική λέξη Σκούτσνο, μια λέξη που σημαίνει ‘τη μελαγχολική πλήξη, αλλά και κάτι παραπάνω: ένα ψυχικό κενό που σε ρουφάει σαν απροσδιόριστη αλλά σφοδρή λαχτάρα’. Σ’ αυτή την ιστορία ο ήρωας είναι δεκατριών χρονών, ένα δύσκολο παιδί μεγαλωμένο σε ένα τοξικό περιβάλλον∙ ένα παιδί που έχει αποβληθεί από όλα τα σχολεία της Στυρίας και πηγαίνει να μείνει για λίγο κοντά στον θείο Χούμπερτ και τη θεία του Ζοφί, σε έναν οικισμό κοντά στο Τσέρνοβιτς. Οι θείοι του ‘πρότυπα αριστοκρατών της επαρχίας’ είναι -όπως επιβάλει η κοινωνική τους τάξη – και φανατικοί αντισημίτες. Ο μικρός πιάνει σύντομα φιλία μ’ ένα συνομήλικό του αγόρι, τον Βολφ που είναι ο γιός του Εβραίου γιατρού της περιοχής, μια φιλία που όμως τελειώνει άδοξα με μια σκληρή φάρσα που αναστατώνει τις οικογένειες και των δύο παιδιών.

Πηγή φωτο : http://www.emersonkent.com/map_archive/europe_1914.htm
Στη δεύτερη ιστορία που έχει τίτλο ‘Νιότη’ ο ήρωας είναι πια δεκαεννέα ετών και αποφασίζει να πάει στο Βουκουρέστι κυρίως για να απομακρυνθεί από τον δεσποτικό πατέρα του. Εκεί τον μαγεύει η ανατολίτικη ατμόσφαιρα της πόλης αλλά ενώ το όνειρό του αρχικά είναι να κάνει καριέρα καλλιτέχνη και να έχει επιτυχία με τις γυναίκες, στο τέλος ξεκινά να εργάζεται σαν πωλητής∙ μια δουλειά που είναι μακριά από αυτό που ήθελε να κάνει και επιπλέον θεωρείται κατώτερη για την κοινωνική τάξη από την οποία προέρχεται. ‘Κι έτσι παρέμεινα στη θέση μου, όχι από φιλοδοξία, ούτε από κάποιο ψωροπερήφανο ‘Τώρα θα δείτε!’, αλλά από μια βαθιά ριζωμένη δειλία, μια άνευ όρων υποτακτικότητα, απόλυτα χαρακτηριστική της κοινωνικής μου τάξης και προϊόν της υποτίμησης του εαυτού μου, την οποία μου είχαν ενσταλάξει από τότε που ήμουν παιδί.’ Στην ιστορία αυτή εξιστορεί τις σεξουαλικές του αναζητήσεις, τις επαφές του με ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων και τελικά την ταραχώδη σχέση του με μία Εβραία χήρα.
Στα τριάντα του τον ξαναβρίσκουμε στο Βουκουρέστι να μένει στην πανσιόν Λέβινγκερ που ανήκει σε μια εβραϊκή οικογένεια και να συναναστρέφεται μια ομάδα ανδρών που μένουν στην ίδια πανσιόν. ‘Όπως συμβαίνει παντού και πάντα, όποτε βρίσκονται μαζί άντρες με όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής, ο τόνος των συζητήσεων στην Πανσιόν Λέβινγκερ ήταν – ας το θέσουμε έτσι – τραχύς. Κανείς δεν λάμβανε υπόψη τις γυναίκες της οικογένειας, τις οποίες, επειδή ήταν Εβραίες, δεν θεωρούσαν καν κυρίες.’ Η αδιαφορία και η επιπολαιότητα του ήρωα γίνεται αιτία για ένα συμβάν που έχει τραγικές συνέπειες για την νεαρή Εβραία δασκάλα που έμεινε για λίγο στην ίδια πανσιόν.
Η επόμενη ιστορία διαδραματίζεται στη Βιέννη το 1938, τη χρονιά που η Αυστρία προσαρτήθηκε στο τρίτο Ράιχ. Ο ήρωας ζει στο διαμέρισμα της αριστοκράτισσας γιαγιάς του και γνωρίζεται με την Μίνκα, μια ελκυστική εβραιοπούλα που μένει στο διαμέρισμα του επάνω ορόφου. Η Μίνκα, τον κατευθύνει να ανοίξει σιγά σιγά τα μάτια του σε έναν άγνωστο σε αυτόν κόσμο, όπως αυτόν της πολιτισμικά ταραγμένης Βιέννης, όπου ο νεαρός τότε Φον Κάραγιαν ξεκινούσε την πορεία του ενώ ταυτόχρονα η ναζιστική τραγωδία πλησίαζε και οι Εβραίοι σύντομα θα βρισκόντουσαν σε κίνδυνο. Και είναι μέσω αυτής της Εβραίας φίλης του που ο ήρωας έρχεται στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους που περιφρονεί όταν μετά τον πόλεμο αναγκάζεται να πουλήσει τα ρούχα που του έχει δώσει η Μίνκα για να μπορέσει να συντηρηθεί.
Σε όλα αυτά τα επεισόδια που περιγράφονται στο βιβλίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τον ήρωα του Ρετσόρι να αλληλεπιδρά με Εβραίους, να δημιουργεί φιλίες μαζί τους να έχει Εβραίες ερωμένες, ενώ το θέμα της εβραϊκότητάς τους μοιάζει να τον γοητεύει παρά τον ριζωμένο αντισημιτισμό του. Μια αντίφαση που ο ίδιος μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται και όμως τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
‘Ο πατέρας μου μισούσε τους Εβραίους, όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και τους ηλικιωμένους, ακόμα και τους πιο ταπεινούς. Επρόκειτο για ένα μίσος αρχαίο, πατροπαράδοτο, βαθύρριζο, για το οποίο δεν χρειαζόταν να δοθούν εξηγήσεις· ό,τι επιχείρημα κι αν έφερνες για να το δικαιολογήσεις, όσο παράλογο κι αν ήταν, θεωρούνταν θεμιτό. Φυσικά, κανείς δεν πίστευε στα σοβαρά πως οι Εβραίοι ήθελαν όντως να κυριαρχήσουν στον κόσμο επειδή τάχα αυτό τους είχαν υποσχεθεί οι προφήτες τους (αν και όντως αποκτούσαν όλο και περισσότερα πλούτη και ισχύ, ιδίως στην Αμερική). Ιστορίες περί μοχθηρών συνομωσιών, σαν αυτές που περιγράφονται στα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, θεωρούνταν μπαρούφες, όπως κι όλα αυτά περί κλοπών της όστιας και τελετουργικής δολοφονίας παιδιών (αν και η εξαφάνιση της μικρής Έστερ Σολυμοσσιάν παρέμεινε ανεξιχνίαστη). Όλα αυτά ήταν παραμύθια που λέγαμε στις υπηρέτριες όταν δεν μας άντεχαν άλλο και απειλούσαν πως θα πάνε να δουλέψουν σε καμιά οικογένεια Εβραίων, όπου και περισσότερα χρήματα θα έβγαζαν και καλύτερη μεταχείριση θα είχαν. Και, βέβαια, τους υπενθυμίζαμε παρεμπιπτόντως ότι οι Εβραίοι είχαν όντως σταυρώσει τον Σωτήρα μας. Πάντως οι άνθρωποι του δικού μας φυράματος, οι άνθρωποι με παιδεία και αγωγή, δεν χρειαζόμασταν τέτοια βαρύγδουπα επιχειρήματα για να βλέπουμε τους Εβραίους σαν ανθρώπους δευτέρας διαλογής. Ήταν πολύ απλό: δεν μας αρέσανε – ή τέλος πάντων μας άρεσαν λιγότερο απ’ ό,τι οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Κι αυτό ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο και το να σ’ αρέσουν τα σκυλιά περισσότερο απ’ τις γάτες ή οι μέλισσες περισσότερο απ’ τους κοριούς. Και διασκεδάζαμε πολύ παρουσιάζοντας τα πιο παράλογα επιχειρήματα που μπορούσαμε να φανταστούμε για να δικαιολογήσουμε την αντιπάθειά μας.’
Στην τελευταία ιστορία του βιβλίου που έχει τον τίτλο ‘Πράβντα’ ο αναγνώστης διακρίνει από τη μια τη σύγχυση του συγγραφέα για τις αντισημιτικές του πεποιθήσεις ενώ από την άλλη η αποστασιοποίηση, η απουσία ενοχών ή ξεκάθαρης αναγνώρισης της ευθύνης από πλευράς του, είναι σοκαριστική. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εβδομήντα και η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο. Ο ήρωας είναι πιά μεσήλικας και θυμάται τον σύντομο γάμο του με μια Εβραία ενώ επισκέπτεται μια υπερήλικη Ρωσίδα συγγενή της τελευταίας του συζύγου και ανακαλεί το παρελθόν του αναζητώντας σ΄αυτό ενδόμυχα την ταυτότητά του.
‘Δεν έπαψε ποτέ ωστόσο καθώς τα ζούσε όλα αυτά, να αποκαλεί με ακλόνητη σιγουριά τον εαυτό του «Εγώ»· δεν ένιωσε ποτέ αμφιβολία για την ταυτότητά του, ανασήκωνε ειρωνικά τα φρύδια όποτε άκουγε ή διάβαζε τη φράση πως κάποιος «αναζητά την ταυτότητά του», λες και πρόκειται για ένα αντικείμενο που σου ανήκει δικαιωματικά αλλά που το ‘χεις χάσει ή που δεν το είχες ποτέ στην κατοχή σου· και τον καταδιασκέδαζε να ρωτά με τέλεια βαριά αμερικάνικη προφορά όσους έσπευδαν να δηλώσουν πόσο αποπροσανατολισμένοι, πόσο ανολοκλήρωτοι, πόσο μετέωροι ένιωθαν : «You’re lookin’ for your lost identity, aren’tcha?» – μολονότι κι ο ίδιος μάλλον δεν θα ήταν σε θέση να πει συγκεκριμένα σε τι συνίστατο η δική του ταυτότητα.’

‘Οι Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη’ είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται εύκολα, ένα βιβλίο που για να ‘πιάσει’ κανείς όλα τα μηνύματά του θα χρειαστεί σίγουρα και δεύτερη προσεκτική ανάγνωση. Παρόλα αυτά όμως δεν είναι ένα κουραστικό βιβλίο, αντίθετα οι ζωντανές περιγραφές του Ρετσόρι, ιδίως όταν αναφέρεται στην πολύχρωμη κουλτούρα της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και το χιούμορ και οι αντιφάσεις του χαρακτήρα του κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στις τέσσερεις από τις πέντε ιστορίες του βιβλίου, κάθε τόσο ξεβολεύει τον αναγνώστη και τον κάνει να αναρωτιέται ποια είναι ή ποιά θα έπρεπε να είναι η στάση του ήρωα απέναντι στις εγγενείς φανατικές του πεποιθήσεις για τους Εβραίους. Είναι τελικά ο ήρωας του Ρετσόρι πραγματικά κακός; Γιατί γοητεύει τον αναγνώστη με την ευφράδεια, τον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής του, γιατί κάπου τον συγχωρούμε και ψάχνουμε να δικαιολογήσουμε την σκληρή του συμπεριφορά και τα ακραία πιστεύω του;
Όμως όπως αναρωτιέται και η Ντέμπορα Άιζενμπεργκ στην εκπληκτική εισαγωγή του βιβλίου ‘Πόσοι πραγματικά κακοί άνθρωποι χρειάζονται για να συμβεί μια γενοκτονία και να μετατραπεί μια ολόκληρη ήπειρος σε στάχτη;’
Το βιβλίο ‘Οι Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη’ συζητήθηκε και αναλύθηκε από τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Passe Partout Reading στη συνάντηση του Σεπτεμβρίου ’21 με την πολύτιμη βοήθεια της μεταφράστριας κυρίας Ζαχαριάδου.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
J’ai bien lu votre article que j’ai trouvé intéressant, et vous y mettez toutes les précautions nécessaires, mais je ne peux lire ce genre d’ouvrages, et je ne pense pas malheureusement qu’il faille beaucoup de personnes mauvaises pour qu’un génocide se produise, «simplement» des personnes ignorantes incapables de saisir l’ambivalence de ce qui les anime, le sujet est complexe et l’antisémitisme cache si souvent ce que l’on veut pas voir, ce semblable différent, je vous souhaite une très bonne journée. / Διάβασα το άρθρο σας, το οποίο μου φάνηκε ενδιαφέρον, και λαμβάνετε όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω τέτοιου είδους εργασία και δυστυχώς δεν νομίζω ότι χρειάζονται πολλοί κακοί άνθρωποι για να συμβεί. «Συμβαίνει μια γενοκτονία , «απλά» αδαείς άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν την αμφιθυμία του τι τους οδηγεί, το θέμα είναι περίπλοκο και ο αντισημιτισμός τόσο συχνά κρύβει αυτό που δεν θέλουμε να δούμε, αυτού του διαφορετικού είδους, σας λέω εύχομαι μια πολύ καλή μέρα.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο! Είναι ένα βιβλίο που μαγεύει με τη γλαφυρή αφήγηση αλλά κυρίως προβληματίζει τον αναγνώστη με τη ελαφρότητα που αντιμετωπίστηκε αυτό το αδικαιολόγητο μίσος προς τους Εβραίους. Είναι ένας προβληματισμός όμως και για την εποχή μας, για το πόσο αμέτοχοι μπορούμε να είμαστε σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. / Merci beaucoup pour le commentaire ! C’est un livre qui enchante par sa brillante narration mais intéresse surtout le lecteur par la légèreté avec laquelle cette haine injustifiée envers les Juifs a été traitée. Mais c’est aussi le reflet de notre époque, de la façon dont nous pouvons être peu impliqués dans ce qui se passe autour de nous.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
C’est peut-être cette légèreté qui m’inquiète… et oui comme vous le dites si bien c’est aussi le reflet de notre époque, merci beaucoup pour votre réponse, très bonne soirée / Perhapsσως αυτή η ελαφρότητα να με ανησυχεί … και ναι, όπως τα λέτε τόσο καλά, είναι επίσης μια αντανάκλαση της εποχής μας, σας ευχαριστώ πολύ για την απάντησή σας, πολύ καλησπέρα
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Αναμνήσεις ενός αντισημίτη-γκρέγκορ φον ρετσόρι
Ξεκινώντας περίπου εβδομήντα χρόνια μ.Χ. το κυνήγι των Εβραίων μετά την αποτυχημένη επανάστασή τους εναντίον των ρωμαίων κατακτητών, φθάνουμε στο σήμερα συζητώντας το θέμα, πράγμα το οποίο σημαίνει πως η πραγματικότητα αυτή έχει συνέχεια από τότε μέχρι σήμερα. Αδιάλειπτη συνέχεια.
Η άμυνα ενός κυνηγημένου είναι η προσαρμογή του σε διαρκώς εναλλασσόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και η μείωση επίσης αυτής της αβεβαιότητας, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει.
Έγγειος περιουσία που σημαίνει δέσιμο με τον τόπο, αποτέλεσε απαγορευτική λύση για τον εβραϊκό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να επιδοθεί στο εμπόριο(κουβαλάω το εισόδημά μου), στις επιστήμες(κουβαλάω την γνώση μου), και σκέψη που σημαίνει είμαι διανοούμενος.
Εμπόριο σημαίνει κοινωνική και πνευματική εγρήγορση, επιστήμη σημαίνει καλλιέργεια γνώσεων και νου.
Σε ιστορικές περιόδους που η κοινωνίες ήταν φεουδαλικές, μόνο φθόνο και μίσος προκαλούσαν αυτές οι πρακτικές.
Ως γνωστό οι αγροτικές κοινωνίες είναι συντηρητικές, αρνητικές σε νεωτερισμούς και μέσα από την στέρηση οι μάζες δείχνουν σκληρή άρνηση και απόρριψη σε αυτά που δεν μπορούν να ενσωματώσουν.
Βάσει των ανωτέρω γίνεται κατανοητό το μίσος εναντίον των Εβραίων, κάτι που περνάει στο αίμα ολόκληρων κοινωνιών, χωρίς καν να προβληματίζονται (αμεριμνησία) για την ιστορική διαδικασία. Είναι αποδεκτό σαν κοινωνικό δεδομένο.
Αυτό το δεδομένο έρχεται να μας θυμίσει ο γκρέκορ φον ρετσόρι με το βιβλίο του και να μας ξυπνήσει την σκέψη, όπως να μας ωριμάσει και την κρίση για το φαινόμενο, που δεν αφορά προφανώς μόνο τους Εβραίους, αλλά και άλλες ομάδες ή πληθυσμούς.
Είμαστε αυτό που μας «φοράνε», και συμπεριφερόμαστε με το υποσυνείδητο, που με τους αιώνες γίνεται συνειδητό, γιατί τελικά θέλουμε να στιγματίζουμε και να δημιουργούμε εχθρούς για τα προβλήματά μας και αποδιοπομπαίους τράγους όταν δεν μπορούμε να λύσουμε αυτά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!