Η ΜΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

στις

Τα τελευταία χρόνια η φόρμα του  αστυνομικού μυθιστορήματος ακολουθεί την πρακτική του ευφυούς ντετέκτιβ που ξεδιαλύνει πέραν πάσης αμφιβολίας ένα έγκλημα – που συνήθως είναι ένας φόνος. Η ένταση σ’ αυτά τα μυθιστορήματα συνήθως φωλιάζει στις έρευνες του προικισμένου αστυνομικού για την διαλεύκανση του μυστηρίου και στον ρεαλισμό των περιγραφών, κεντρίζοντας έτσι την περιέργεια και την αγωνία του αναγνώστη που ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη του ενόχου. Μια αποκάλυψη που αρκετές φορές επιδρά στην  εκάστοτε κοινωνία που συχνά έρχεται αντιμέτωπη και με τα δικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της παθογένειες.

‘Η μέρα χωρίς όνομα’ του βραβευμένου Γερμανού συγγραφέα Φρίντριχ Άνι (Friedrich Ani, Kochel 1959 -) είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα  που δεν ακολουθεί αυτή τη συμβατική γραμμή. Σ’ αυτό η ένταση κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των, ως επί το πλείστον, κλειστών χαρακτήρων που καλούνται να βοηθήσουν στην ανάλυση των συνθηκών μιας αυτοκτονίας που συνέβη πριν από είκοσι χρόνια. Ο ήρωας – ντετέκτιβ δεν είναι ένα σκληροτράχηλος αστυνομικός αλλά ένας μοναχικός συνταξιούχος επιθεωρητής που ζει στοιχειωμένος από τις αναμνήσεις των υποθέσεων που τον απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της μακράς επαγγελματικής του πορείας.

Επί σειρά ετών ο επικεφαλής της ομάδας ανθρωποκτονιών, επιθεωρητής Γιάκομπ Φρανκ είχε ασχοληθεί με κάθε είδους έγκλημα, είχε ξεδιαλύνει δύσκολες υποθέσεις, είχε παρατηρήσει μεγάλο αριθμό θυμάτων. Καμία υπόθεση όμως δεν την άφησε πραγματικά πίσω του μετά την επίλυσή της. Πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν ήταν αυτός που είχε αναλάβει το δύσκολο καθήκον να ανακοινώνει στους οικείους του θύματος τη δυσάρεστη είδηση. Ένα καθήκον που εκτελούσε για χρόνια με στωικότητα, συμπόνια και ανθρωπιά. Ο Φράνκ ήξερε πώς να ηρεμήσει τους ανθρώπους που βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με μια σκληρή απώλεια, έβρισκε πάντα τις σωστές λέξεις παρηγοριάς, έκανε πάντα τις σωστές κινήσεις. Όπως συνέβη και στην περίπτωση της αυτοκτονίας της δεκαεπτάχρονης Έστερ.

Αυτός, ήταν αυτός ο ίδιος, σκέφτηκε ξαφνικά ο Φρανκ, τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης προς τη δεκάτη Πέμπτη Φεβρουαρίου – και τρόμαξε όταν κοίταξε για Τρίτη φορά το ρολόι του -, αυτός ήταν που ήθελε την εγγύτητα, την παρηγοριά, τη σιωπή, τη στήριξη και την υπομονή· τις θεοσκότεινες εκείνες ώρες τη συμπεριφορά του δεν την κανόνιζε ούτε η ανιδιοτέλεια, ούτε η συμμόρφωση με την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον (που άλλωστε δεν υπήρχε γραμμένη σε κανέναν κανονισμό της αστυνομίας) – κι αν ακόμα έπαιζαν κάποιο ρόλο αυτός ο αλτρουισμός κι αυτή η ευγένεια, ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος και μικρός. Βασικά και προπάντων αναγνώριζε τον εαυτό του στους αγνώστους που εξαιτίας της δουλειάς του αναγκαζόταν να επισκεφθεί. Του άνοιγαν την πόρτα τους, κι αυτός δεν έμπαινε απλά στο δικό τους σύμπαν της απώλειας – στη συνέχεια επέστρεφε στο δικό του. Στα δωμάτια και στους διαδρόμους αυτών που δεν ήταν πια συγγενείς αλλά πενθούντες, άνθρωποι σημαδεμένοι από το χαμό και το θάνατο, ένιωθε περισσότερο σαν στο σπίτι του, ήξερε τα κατατόπια καλύτερα απ’ ό,τι στη δική του ζωή, στο δικό του σπίτι, στο δικό του γάμο.

Ο Φρανκ πήγε να ανακοινώσει στη μητέρα της Έστερ ότι η κόρη της βρέθηκε κρεμασμένη στα κλαδιά ενός δέντρου στο κοντινό πάρκο και κατέληξε να την κρατάει στην αγκαλιά του για πάνω από επτά ώρες χωρίς να της πει λέξη.  Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ο πατέρας της Έστερ, ο Λούντιχ Βίντερ εμφανίζεται στην πόρτα του Φρανκ και τον προτρέπει να ασχοληθεί πάλι με την υπόθεση για να αποδείξει ότι ο θάνατος της κόρης του δεν ήταν αυτοκτονία αλλά φόνος. 

Ο Φρανκ που οι νεκροί του τον ακολουθούν ακόμη και τώρα που είναι συνταξιούχος, θυμάται την υπόθεση, θυμάται τη μητέρα του κοριτσιού, την Ντόρις,  την ποδιά που φορούσε, τη μυρωδιά της μηλόπιτας που ψηνόταν στην κουζίνα, τον τρόπο που άλλαξε το βλέμμα της όταν συνειδητοποίησε για ποιο λόγο ήταν οι αστυνομικοί στο σπίτι της. Θυμάται επίσης ότι ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν πλήρως οι λόγοι που οδήγησαν την Έστερ στην αυτοκτονία καθώς και ότι η μητέρα της ένα χρόνο αργότερα επέλεξε να ακολουθήσει την κόρη της στο θάνατο.

Ο Φρανκ αποφασίζει να επανεξετάσει τα στοιχεία της υπόθεσης και να προσπαθήσει για άλλη μια φορά να φωτίσει τα σκοτεινά της σημεία. Για να ερευνήσει τη ζωή της Έστερ από την αρχή ταξιδεύει από το Μόναχο στο Βερολίνο και συναντά φίλους, συγγενείς και συμμαθητές της· όλους κρυμμένους στη σιωπή σκέψεων που μετά από τόσα χρόνια έχουν παγιωθεί σε βεβαιότητες.  Βεβαιότητες που δημιούργησε ο καθένας από αυτούς από ανάγκη να καλύψει το δικό του κενό και οι οποίες κατέληξαν να γίνουν η δική τους παρηγοριά.

Friedrich Ani

Αυτή είναι και η πραγματική ιστορία που λέει ο Άνι· μια ιστορία για τη δύναμη των μυστικών όπου ο ήρωάς του επισημαίνει τις παραπλανητικές περιγραφές και τις εντυπώσεις που έχουν σχηματίσει οι εμπλεκόμενοι και αναζητά την αλήθεια στην υποκειμενικότητα των αναμνήσεών τους. Όλοι έχουν μυστικά που δεν αποκαλύφθηκαν εκείνη την εποχή αφήνοντας σημαντικά ερωτήματα αναπάντητα. Στις συζητήσεις του ο Φρανκ στοχεύει ευθέως στα γεγονότα που έχουν κρυφτεί πίσω από το χρόνο που πέρασε και μπορούν να αναγνωριστούν τώρα που όλοι έχουν πάρει μια απόσταση από αυτά ενώ κατευθύνει το βλέμμα πιο έντονα σε ό, τι κρύβεται πίσω από το προφανές και το επιφανειακό για να αποκαλυφθεί σταδιακά η εικόνα ενός μοναχικού κοριτσιού και μιας δυσλειτουργικής οικογένειας. 

Γραμμένο σε μια γλώσσα πλούσια και ποιητική που αφήνει χώρο στο ανείπωτο – ασυνήθιστη γι’ αυτό το είδος της λογοτεχνίας – το βιβλίο ‘Η μέρα χωρίς όνομα’ είναι μια βαθιά μελέτη χαρακτήρων, για την αντιμετώπιση της απώλειας και του θανάτου, για τη μοναξιά και την απόγνωση. 

‘Ως ένα βαθμό η αστυνομική έρευνα σε μια υπόθεση θανάτου είχε πάντα, σύμφωνα με την πείρα του Φρανκ, και μια διάσταση προσβολής του νεκρού, μια δόση νεκροτομικής ασέβειας· πράγμα, ωστόσο, που δεν είχε σχέση με τη δουλειά των ιατροδικαστών, που οι συχνά ανατριχιαστικές και μακάβριες αλλά πάντα ψυχρές αναφορές τους αποτελούσαν τη βάση κι έδιναν τις απαραίτητες αποδείξεις για τη διαλεύκανση πολλών υποθέσεων.

Αυτό που εννοούσε ο Φρανκ ήταν το δικό του κομμάτι της δουλειάς : ο τρόπος που επαγγελματικά και στην ανάγκη αμείλικτα διαμέλιζε τις περιστάσεις, ξέθαβε μισοσαπισμένες αλήθειες, έφερνε στο φως κατανοητά (αλλά και συχνά βρόμικα) κόλπα επιβίωσης.

Η εξιχνίαση μιας δολοφονίας ή ενός αμφίβολων αιτίων θανάτου έδινε στον επιθεωρητή το δικαίωμα να κάνει φύλλο και φτερό τον κόσμο του ανθρώπου που είχε πεθάνει με βίαιο τρόπο και να τραντάξει συθέμελα τους ενοίκους του, να συνεχίσει να τους ταρακουνάει αλύπητα, να τους στερεί απ’ όποια στηρίγματα και σταθερές είχαν στη ζωή τους, ώσπου να βρεθούν γυμνοί κι εκτεθειμένοι στο κρύο, συνειδητοποιώντας την αθλιότητα και τη δυστυχία τους. Μόνο τότε, ο Φρανκ ήταν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, μόνο τότε μπορούσε το θύμα να πάρει το δρόμο της αιώνιας ανάπαυσης.’

Το βιβλίο ‘Η μέρα χωρίς όνομα του Φριντριχ Άνι κυκλοφορεί από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε ωραία μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και εισαγωγικό σημείωμα της Ζωής Μπέλλα Αρμάου.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.