Μια ιστορία που είχε ακούσει όταν ήταν μικρός ο συγγραφέας Γιώργος Ν. Παπαδάκης, για έναν ταχυδρόμο που παντρεύτηκε με προξενιό και του έδωσαν άλλη νύφη από αυτή που αρχικά του είχαν δείξει, ήταν η αφετηρία για τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού ήρωα που νομίζω δύσκολα κανείς θα λησμονήσει.
Το βιβλίο είναι ο ‘Ο Ταχυδρόμος’ που κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας το 2018 και κατέκτησε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2019 και είναι η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έχει καταδικαστεί σε θάνατο επειδή έφτασε στο αδιανόητο από αγάπη!

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου – όπως λέει και ο τίτλος- είναι ένας Ταχυδρόμος, ο Αλέξης Δαφέρμος που στα 27 του χρόνια ετοιμάζεται να παντρευτεί με τη βοήθεια της προξενήτρας της περιοχής για να ανακαλύψει όμως την ημέρα του γάμου του ότι εξαπατήθηκε και οδηγήθηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα από εκείνη που είχε δει αρχικά.
Ο Ταχυδρόμος είναι μια μορφή πράου έως υποταγμένου ανθρώπου που συμβιβάζεται και ακολουθεί τις κοινωνικές επιταγές χωρίς αντιδράσεις. Ένας έξυπνος άνθρωπος αποφασισμένος να υπηρετεί κάθε φορά το όποιο καθήκον του με υπομονή και αρχές. Συμβιβάστηκε να μην ζήσει με τη γυναίκα που αγαπούσε, συμβιβάστηκε με το χαμένο όνειρο να γίνει δάσκαλος γιατί δεν ήταν αρκετά ψηλός, συμβιβάστηκε με την επιθυμία της οικογένειάς του να παντρευτεί με προξενιό. Ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων που αντιμετωπίζει με σεβασμό όχι μόνο τους γονείς του αλλά και όλους τους μεγαλύτερους ή αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη. Αγωνιά να φτάσει και στο πιο απομακρυσμένο σπίτι για να παραδώσει συντάξεις και γράμματα στην ώρα τους, παρατηρεί με βαθιά ενσυναίσθηση τους κόπους και την φροντίδα που του παρέχουν οι γονείς του, βοηθάει την ηλικιωμένη γειτόνισσα που έχει απομονωθεί από το υπόλοιπο χωριό λόγω της ασχήμιας της. Στο γάμο εντοπίζει αμέσως τα σημάδια της εξαπάτησής του αλλά από μια έντονη, εσωτερική αξιοπρέπεια, δεν αντιδρά. Ανέχεται τους άσχημους τρόπους των αδελφών της γυναίκας του και ακόμη και στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του, εκεί που έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα, αποδεικνύει ένα μεγαλείο ψυχής που εντυπωσιάζει.
‘Ήξερα πως αυτή η μακαριότητα που με διέκρινε, εξόργιζε τους ανθρώπους. Με θεωρούσαν αδιάφορο, μπορεί και αλαζόνα. Έτυχε να το ακούσω πολλές φορές στη ζωή μου αυτό. Και είχα καταλάβει πως οι άνθρωποι θέλουν να τους πληρώνεις με το ίδιο νόμισμα. Όταν οργίζονται, ζητούν οργή. Όταν θυμώνουν, ζητούν θυμό. Για να μπορούν να δικαιολογήσουν το κακό που σκοπεύουν να κάνουν. Εγώ δεν μπορούσα.’
Η γυναίκα του από την άλλη είναι μια γυναίκα μεγαλωμένη στα βουνά της Κρήτης κάτω από τον ίσκιο των αδελφών και του πατέρα. Μια γυναίκα που αποδέχεται την απάτη που οργανώνει η οικογένειά της προκειμένου να παντρευτεί και να γίνει μητέρα.
Δύο άνθρωποι αντίθετοι σε αρχές, μεγαλωμένοι με διαφορετικά πρότυπα, οι οποίοι βρίσκονται παντρεμένοι, κάνουν σύντομα οικογένεια και μαθαίνουν να συνυπάρχουν και να αγαπούν, με κάποιο τρόπο, ο ένας τον άλλο.
Είναι δύσκολο για τον αναγνώστη που παρακολουθεί την πορεία του ταχυδρόμου και βλέπει ότι ο ίδιος αφήνεται στα γεγονότα έχοντας πλήρη γνώση του τι συμβαίνει, να μην αισθανθεί από αμηχανία έως θυμό για την στάση του και την παθητικότητά του. Είναι δύσκολο όμως και να μην τον συμμεριστεί, να μην τον συμπονέσει όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ψυχική ασθένεια του ίδιου του παιδιού του, κρυφή κληρονομιά από την οικογένεια της γυναίκας του. Κι εκεί ο στωικός ταχυδρόμος αλλάζει, γίνεται θηρίο που συγκλονίζει με τον πόνο του και προκαλεί έκπληξη και φόβο με την αποφασιστικότητά του. Αντιδρά για πρώτη φορά στη ζωή του και δηλητηριάζει το παιδί του, αλλάζοντας την τύχη του, ελευθερώνοντάς το από μια μοίρα σκληρή σε μια κοινωνία ανελέητη.
Όταν οι αρχές τον ρωτούν για το κίνητρο εκείνος αποστασιοποιημένα απαντάει ότι φταίνε ‘οι περιστάσεις’. Γιατί εκείνος ξέρει πως ό,τι έκανε το έκανε όχι από ντροπή, όχι σαν μια πράξη τιμωρητική ή εν βρασμό ψυχής αλλά από αγάπη· είναι μια ενέργεια λυτρωτική προς κάποιον αγαπημένο και αυτή την απάντηση δεν την οφείλει σε κανέναν. Είναι ο δικός του πόνος, η δική του απώλεια, ο δικός του θρήνος που δεν μπορεί να μοιραστεί με κανέναν και την εξομολογείται, σαν δώρο,στον ‘μόνο άνθρωπο που τον σεβάστηκε’.
Όταν με έφερνε πίσω στο κελί, δεν μιλούσαμε, αλλά εγώ ένιωθα ξαφνικά να με κατακλύζει μια ακατανίκητη νοσταλγία για το παιδί μου, που μου έκοψε την ανάσα. Έγινε αυτό μέσα μου, δεν μπορούσα να το ελέγξω, μου πήρε το μυαλό. Το παιδί μου ήθελα να ξαναδώ, αλλά όχι εδώ, όχι στη γη, αλλού, στον κόσμο που δεν βλέπουμε, στον κόσμο που δεν μαραίνονται τα λουλούδια, και να του πω πως για όλα έφταιγε η αγάπη, τούτη η αγάπη η δική μου, που ‘ναι δύσκολη, δύσκολη π’ ανάθεμά τη.’
Το βιβλίο αποτελεί σε ένα βαθμό ηθογραφία εποχής στην οποία όμως εντοπίζονται και έντονα στοιχεία ρεαλισμού. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με κριτική ματιά την κοινωνία των ορεινών χωριών του Ρεθύμνου κατά τη δεκαετία του ’50, μια κοινωνία κλειστή, μητριαρχική με αυστηρούς ηθικούς κανόνες που όμως παραβιάζονται ανενδοίαστα όταν το επιβάλλει το προσωπικό συμφέρον, μια κοινωνία που δεν ακολουθεί την εποχή της και εύκολα στιγματίζει τον ψυχικά άρρωστο και την οικογένειά του. Αποτυπώνει έτσι τη νοοτροπία της εποχής στην περιγραφή των γεμάτων υποκρισία εθίμων με τις αρχέγονες καταβολές και καταδεικνύει τις εξωτερικές επιρροές ή τις εσωτερικές παρορμήσεις που επιβάλλουν τις πράξεις των χαρακτήρων του.
Με τη λιτή, προσεγμένη γλώσσα του – που κάπου γίνεται προφορική όταν χρησιμοποιούνται οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί της Κρήτης, την έντονη πλοκή με τις εντάσεις που είναι καλυμμένες περισσότερο στις σιωπές από ότι στις εξάρσεις των χαρακτήρων – και την προσεκτική επιλογή των λέξεων είναι ένα βιβλίο που μένει για καιρό στο μυαλό του αναγνώστη ο οποίος βρίσκεται να στέκεται στο πλευρό του θύτη κατανοώντας – και όχι φυσικά δικαιολογώντας – την πράξη του.

Ο Γιώργος Ν. Παπαδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ’ όπου απέκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα Φιλοσοφίας. Έχει ειδικευθεί στη μεσαιωνική τέχνη και στην τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης. Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και σήμερα είναι Διευθυντής Σχολείου στην Αθήνα.
Αρκετές από τις θέσεις που αναφέρονται στο πιο πάνω κείμενο διατυπώθηκαν από τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Passe Partout Reading κατά τη συζήτηση και ανάλυση του βιβλίου στη συνάντηση της Λέσχης τον Ιούνιο 2021.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!