Το βιβλίο ‘Ο Μονάρχης των Σκιών’ του Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Θέρκας (Javier Cercas, 1962-) είναι ένα ασυνήθιστο βιβλίο. Ο συγγραφέας καταπιάνεται για άλλη μια φορά με το θέμα του Ισπανικού εμφύλιου αλλά τώρα ανασκαλεύει και τη συμμετοχή της οικογένειάς του σ’ αυτόν. Ο Μανουέλ Μένα, ο μακρινός θείος του συγγραφέα είναι το κεντρικό πρόσωπο αυτής της αφήγησης. Ένας νέος που πέθανε στα δεκαεννιά του χρόνια υπηρετώντας τους φαλαγγίτες και τον Φράνκο και όταν σκοτώθηκε, για πολλά χρόνια, ήταν ‘ο επίσημος ήρωας’ της οικογένειάς του. Μέσα από την καταγραφή της πορείας του Μένα, σε ένα κείμενο που παραπέμπει περισσότερο σε ρεπορτάζ, ο Θέρκας συνθέτει ένα έργο που δεν είναι μυθοπλασία αλλά μια ιστορική αναδρομή μέσα στην ιστορία μιας έρευνας, αναζητώντας τις σχέσεις της πραγματικότητας και της φαντασίας, της ιστορίας και της αφήγησης, και πάνω απ’ όλα τη σκοτεινή ιδέα της αλήθειας.
Ο Μονάρχης των Σκιών είναι ένα βιβλίο που με αφορμή τον θάνατο ενός νέου που σκοτώθηκε σε μια μάχη και με φόντο τη δύσκολη πορεία της Ισπανίας στον διχασμό, θέτει προβληματισμούς για την πορεία όχι μόνο αυτών που χάθηκαν στον πόλεμο αλλά και των επιζώντων.
‘Λεγόταν Μανουέλ Μένα και πέθανε στα δεκαεννιά του χρόνια στη μάχη του ποταμού Έβρου‘. Μ’ αυτή την πρόταση ξεκινά η ιστορία. Μια ιστορία που ο συγγραφέας απέφευγε να την αφηγηθεί για πολλά χρόνια παρά τις πιέσεις που δεχόταν από τη μητέρα του, η οποία θυμόταν πάντα με αγάπη τον θείο της και αναφερόταν σ’ αυτόν με στενοχώρια επειδή η ζωή του και η θυσία του πέρασαν στη λήθη. Μόνο στο χωριό που ζούσε η οικογένεια, στο Ιμπαερνάντο, στην περιοχή Καθερες, κοντά στα πορτογαλικά σύνορα, υπάρχει πια ένας κεντρικός δρόμος με το όνομά του· τον ίδιο όμως, τον Μανουέλ Μένα, δεν τον θυμάται πια κανείς.

Ο λόγος που ο συγγραφέας ανέβαλε τη συγγραφή αυτού του έργου ήταν η ντροπή του για το πολιτικό παρελθόν της οικογένειάς του, αλλά παρόλα αυτά συσσώρευσε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του Μένα και τις συνθήκες του θανάτου του. Βρήκε πολύ λίγα αδιάσειστα στοιχεία για τη ζωή του, απευθυνόμενος κυρίως σε μαρτυρίες της οικογένειάς του αλλά και στους ελάχιστους ηλικιωμένους που ζούσαν ακόμη στο Ιμπαερνάντο.
Η ιστορία του Μανουέλ Μένα είναι μια αρκετά σύντομη ιστορία όπως ήταν και η ζωή του. Όπως πολλοί νέοι της εποχής ο Μένα προσελκύσθηκε από την τοπική ομάδα νεολαίας της Φάλαγγας, ενός κόμματος νεωτεριστικού, που υπερασπιζόταν τις κατώτερες τάξεις και εναντιωνόταν τόσο στην ολιγαρχία όσο και στον κομμουνισμό. Στα μάτια του Μένα η Φάλαγγα εκπροσωπούσε την πρόοδο και την εξέλιξη πατώντας ωστόσο σταθερά στην παράδοση. Το 1936 σε ηλικία δεκαεπτά ετών και ενώ η Φάλαγγα πολεμούσε στην εθνικιστική πλευρά εναντίον της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, ο Μένα κατετάγη εθελοντικά και πολέμησε σε διάφορες μάχες. Σκοτώθηκε το 1938 σε ηλικία δεκαεννέα ετών στη μάχη του Έβρου στην Καταλονία. Το σώμα του μεταφέρθηκε πίσω στο Ιμπαερνάντο για να ταφεί. Η κηδεία του ήταν ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για το χωριό και ένα από τα καθοριστικά γεγονότα της ζωής της μητέρας του συγγραφέα που τον κράτησε στη μνήμη της σαν ένα άνδρα που ευλογήθηκε με αυτό που στην Ιλιάδα αποκαλείται ‘καλός θάνατος’ ‘ο τέλειος θάνατος, ο θάνατος ενός ευγενούς και αγνού νέου σαν τον Αχιλλέα της Ιλιάδας, που αποδεικνύει την ευγένεια και την αγνότητά του αψηφώντας παντελώς τον κίνδυνο και παίζει τη ζωή του πολεμώντας στην πρώτη γραμμή της μάχης για αξίες σημαντικότερες από τον ίδιο, ή που τις θεωρεί σημαντικότερες, και πεθαίνει στη μάχη και εγκαταλείπει τον κόσμο των ζωντανών στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και του σφρίγους του και ξεφεύγει από τη φθορά του χρόνου και δε γνωρίζει την ανημποριά που εξουθενώνει τους ανθρώπους’.
Το βιβλίο που έγραψε τελικά ο Θέρκας είναι μια ιστορία βασισμένη σε γεγονότα, αλλά και ένα έργο που ανασκάπτει την ιστορία και την τοποθετεί με φαντασία στο παρόν. Η ιστορία του Μένα αν και είναι αρκετά απλή, εντούτοις είναι κάπως δύσκολο να την παρακολουθήσει ο εκτός Ισπανίας αναγνώστης λόγω των αναφορών σε λεπτομέρειες της πολιτικής και της γεωγραφίας της χώρας. Ο Θέρκας συνοδευόμενος από τον φίλο του και σκηνοθέτη Νταβίδ Τρουέμπα (ο οποίος είχε σκηνοθετήσει και τη μεταφορά στον κινηματογράφο του γνωστού έργου του Θέρκας ‘Οι στρατιώτες της Σαλαμίνας’), κάνει μια σειρά από ταξίδια στο Ιμπαερνάντο και παίρνει συνεντεύξεις από εκείνους που γνώριζαν τον Μανουέλ Μένα, ή κάτι από την ιστορία του. Μαζεύει πληροφορίες για τις συνθήκες του θανάτου του βυθίζοντας τον εαυτό του σε λεπτομέρειες πολιτικών κινημάτων και μαχών, γλιστρώντας έτσι σε ένα διαλογισμό για την προσωπική και την οικογενειακή του ιστορία, καθώς και σε μια αναζήτηση για το αν είναι ποτέ δυνατό να ξεφύγει κανείς πραγματικά από το παρελθόν. Σε όλα αυτά όμως, υπάρχουν κρίσιμοι προβληματισμοί για τη μνήμη και την ιστορία και κυρίως για το πώς η προσωπική και η οικογενειακή ιστορία ταιριάζει μαζί με τις άλλες ιστορίες ενός χωριού ή μιας χώρας.Παρόλο όμως που υπενθυμίζει συνεχώς σε όλο το βιβλίο ότι γράφει για πραγματικά γεγονότα τα οποία πρέπει να προσέχει να μην τα δραματοποιεί ή να καταγράφει εικασίες εντούτοις δεν το αποφεύγει. Γράφει σε ένα σημείο : ‘Αν ήμουν λογοτέχνης, θα μπορούσα, για παράδειγμα, να φανταστώ τον Μανουέλ Μένα κουλουριασμένο, λίγες ώρες πριν από την επίθεση, στο πρόχειρο νυχτερινό αμπρί του μέσα στο χιόνι, ξάγρυπνο από το πολικό κρύο και από τη βεβαιότητα ότι είχε φτάσει η ώρα που θα έπαιζε τη ζωή του σε μια ζαριά‘.

Αλλά γιατί κάνει τόσο μεγάλες προσπάθειες για να συναρμόσει τις τελευταίες μέρες του μακρινού του θείου; Καθώς το βιβλίο εξελίσσεται, ο Θέρκας αρχίζει να γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών. Ήταν η Μένα ο σημαντικότερος ανάμεσα στους νεκρούς, με το γενναίο πορτρέτο του και τις φήμες για το θάνατο ενός ήρωα, να είναι όλα όσα απέμειναν απ’ αυτόν; Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου. Και είναι επίσης το κεντρικό ερώτημα για τόσους πολλούς που έχουν επιβιώσει από τον πόλεμο και έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους και, αφού καταφέρουν να επανενταχθούν στην κανονική ζωή, αφήνονται να αναρωτιούνται αν θα ήταν καλύτερα να μην είχαν επιστρέψει καθόλου.
Για τον Θέρκας η απάντηση σε αυτή την ερώτηση βρίσκεται στην Οδύσσεια από όπου έχει αντλήσει και τον τίτλο του βιβλίου του· στο μοναδικό σημείο του Ομηρικού έπους όπου εμφανίζεται ο Αχιλλέας όταν, νεκρός πια, τον επισκέπτεται μετά από χρόνια στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας.
‘Ο Αχιλλέας είναι ο ήρωας τη σύντομης ζωής και του ευκλεούς θανάτου, που πεθαίνει στο απόγειο της νεανικής ομορφιάς και της ανδρείας του, εξασφαλίζοντας έτσι την αθανασία, ο άνθρωποος που νικάει το θάνατο μέσω του καλού θανάτου, ενός όμορφου θανάτου που είναι το επιστέγασμα μιας όμορφης ζωής. Ο Οδυσσέας από την άλλη, είναι στον αντίθετο πόλο· είναι ο άνθρωπος που επιστρέφει στο σπίτι για να ζήσει μια μακρά κι ευτυχισμένη ζωή, πιστός στην Πηνελόπη, στην Ιθάκη και στον ίδιο του τον εαυτό, αν και στο τέλος έρχονται τα γεράματα και ύστερα απ’ αυτή τη ζωή δεν τον περιμένει καμία άλλη. Βρισκόμουν ακόμη υπό την επίδραση αυτής της αποκάλυψης, όταν έφτασα, προς το τέλος της ενδέκατης ραψωδίας, στο μοναδικό επεισόδιο όπου εμφανίζεται ο Αχιλλέας στην Οδύσσεια. Τον επισκέπτεται ο Οδυσσέας στον κάτω κόσμο των νεκρών και του λέει πως εκείνος, που ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας και που νίκησε το θάνατο με τον όμορφο θάνατό του, ο τέλειος άνθρωπος που τον θαύμαζαν όλοι, που στο φως της ζωής ήταν σαν τον ήλιο, τώρα θα είναι μονάρχης στο βασίλειο των σκιών και δεν πρέπει να θλίβεται για τη χαμένη του ύπαρξη. Τότε ο Αχιλλέας του απαντάει:
Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου,
Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας
ξενοδούλευα σε κάποιον
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιός,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο
των νεκρών.
Διάβασα αυτούς τους στίχους. Τους ξαναδιάβασα. Σήκωσα τα μάτια από το βιβλίο και για λίγη ώρα σκεφτόμουν τον μετανιωμένο ήρωα της Ιλιάδας. Ύστερα έσβησα το φως και αποκοιμήθηκα καθώς αναρωτιόμουν αν, σαν εκείνον, ο Μανουέλ Μένα (ο Μανουέλ Μένα της μεταθανάτιας ζωής, αλλά επίσης ο Μανουέλ Μένα των τελευταίων του ημερών, ο λιγομίλητος, απορροφημένος στις σκέψεις, απογοητευμένος, ταπεινός, νηφάλιος και γερασμένος Μανουέλ Μένα, που είχε μπουχτίσει πια από τον πόλεμο) δε θα προτιμούσε να είναι ζωντανός, κι ας ήταν σκλάβος ενός άλλου σκλάβου, κι όχι νεκρός και μονάρχης, καθώς αναρωτιόμουν αν στο βασίλειο των σκιών είχε κι εκείνος καταλάβει ότι δεν υπήρχε άλλη ζωή από τη ζωή των ζωντανών, ότι η πρόσκαιρη ζωή της μνήμης δεν είναι η αιώνια ζωή, αλλά απλώς ένας εφήμερος θρύλος, ένα κενό υποκατάστατο της ζωής, και ότι μονάχα ο θάνατος είναι βέβαιος.’
Η προπαγάνδα του Φράνκο ενστάλαξε στους νεαρούς αξιωματικούς του στρατού του, όπως ο Μανουέλ Μενά, την ψευδαίσθηση της ‘επικής φήμης’ που αποδίδεται στους ήρωες. Ο θάνατος του Μένα, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου όμορφος, και μπορεί να μην είχε πεθάνει καν για τα ιδανικά του, όπως πίστευε η οικογένειά του για χρόνια. Ή τελικά ίσως και να αγωνίστηκε για έναν άδικο σκοπό και να πέθανε στη λάθος πλευρά της ιστορίας.

Είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι επειδή η δεκαετία του 1930 ήταν μια τόσο ιδεαλιστική περίοδος, ο καθένας που πήρε τα όπλα το έκανε με μια σταθερή πίστη σε έναν σκοπό. Ορισμένοι, ωστόσο, απλώς φοβήθηκαν το πολιτικό χάος της εποχής. Ο ξάδελφος του Θέρκας, ο Αλεχάντρο, λέει ότι ο παππούς τους – ο οποίος πολέμησε με τη Φάλαγγα – ήταν ‘ένας άνθρωπος που τον πλήγωνε η αταξία, ο φόβος και η αδυναμία να συνυπάρχουν όλοι μαζί ειρηνικά. […] Κανένας τους δεν πήγε στον πόλεμο από πολιτικό πάθος ή επειδή ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ή να κάνουν την εθνικο-συνδικαλιστική επανάσταση, αυτό πρέπει να το καταλάβεις Χάβι. Πήγαν στον πόλεμο επειδή ένιωσαν ότι ήταν υποχρέωσή τους, επειδή δεν έβλεπαν άλλη λύση. Και ξέρεις τι κέρδισαν από τον πόλεμο; Τίποτε.’
Ο Μανουέλ Μένα πολέμησε και πέθανε. Και παρόλο που η άποψη του ‘καλού θανάτου’ δύσκολα θα μπορούσε να πείσει όταν αυτός επέρχεται από τη συμμετοχή σε έναν εμφύλιο, εντούτοις η θυσία σε συνδυασμό με την αναζήτηση ενός υπερβατικού στόχου έχει μια θέση σημαίνουσα σε κάθε κοινωνία που πηγαίνει οπουδήποτε.
Το βιβλίο του Χαβιέ Θέρκας, ‘Ο μονάρχης των σκιών’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε μετάφραση Γεωργίας Ζακοπούλου.
Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗΣ
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο