‘Ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι’ είναι το ημερολόγιο που κράτησε η συγγραφέας Εμιλί ντε Τυρκέμ (‘Emilie de Turckheim, 1980 -) όταν αποφάσισε με την οικογένειά της ν’ ανοίξουν την πόρτα τους και να καλωσορίσουν στην ζωή τους έναν νεαρό μετανάστη από το Αφγανιστάν.

Ο Ρεζά στα είκοσι δύο του χρόνια βρίσκεται άστεγος στο Παρίσι έχοντας ταξιδέψει με τους πιο απίστευτους τρόπους τον μισό πλανήτη για να βρεθεί μακριά από τον πόλεμο. Έντεκα χρονών ήταν όταν έφυγε από τη πατρίδα του. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε μέσα στο φορτηγό με το οποίο εργαζόταν κάνοντας μεταφορές κι ο Ρεζά με τα αδέλφια του ακολούθησαν τη μητέρα τους σε μια πολλά υποσχόμενη φυγή. Από την Τουρκία βρέθηκε στην Ελλάδα, μετά στην Αλβανία και στη συνέχεια αφού διέσχισε όλη την Ευρώπη κρατημένος από τον άξονα κάτω από ένα φορτηγό, κατέληξε στη Νορβηγία.
Όλη η παράνομη διαφυγή του από τη φρίκη του πολέμου κάτω από την επίμονη σκιά του φόβου γίνεται γνωστή λίγο λίγο καθώς αρχίζει να ανακτά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους που τον φιλοξενούν. Είναι η ανιδιοτελής αγάπη με την οποία τον περιβάλει η οικογένεια που τον φιλοξενεί το κλειδί που ανοίγει τις πόρτες του παρελθόντος του. Η εξαφάνιση της μητέρας του και των αδελφών του, τα λίγα χρόνια που πήγε στο σχολείο, η νοσταλγία για τα βουνά της πατρίδας του, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της οικογένειάς του, αποκαλύπτονται σιγά σιγά και περισσότερο συμπεραίνονται από την οικοδέσποινα και τους αναγνώστες της και είναι όλα ντυμένα με φόβο, ανασφάλεια αλλά και ανέλπιδη δύναμη. Μια δύναμη απίστευτη που σε κάνει να τον θαυμάζεις και να τον εκτιμάς.
Μέσα σ’αυτή την απόγνωση που αισθάνεται ένας νέος με τέτοια ιστορία, ο οποίος τελικά καταλήγει να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα, εμφανίζεται μια οικογένεια (η οικογένεια της νεαρής συγγραφέως) και του προσφέρει για ένα χρόνο στέγη, τροφή, αγάπη, υποστήριξη κι ελπίδα.
Τα παιδιά της οικογένειας, του παραχωρούν το δωμάτιο των παιχνιδιών τους και τον αγκαλιάζουν σαν μεγάλο τους αδελφό. Ο Ρεζά παραμένει για μεγάλο διάστημα μαγκωμένος, επιφυλακτικός και σε απόλυτη εγρήγορση. Φοβάται μήπως ενοχλήσει, μήπως προκαλέσει τον θυμό της οικογένειας, μήπως χάσει το μεγάλο δώρο που του έκαναν. Φεύγει για τη δουλειά του πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι, χωρίς να ανάψει το φως, ακροπατώντας για να μην κάνει θόρυβο. Η πρόνοια του έχει αναθέσει για ένα χρόνο να εργάζεται στην καθαριότητα ενός κέντρου επανένταξης και τα χρήματα που βγάζει τα χρησιμοποιεί για να αγοράζει τρόφιμα για τους άστεγους φίλους του. Βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού με μια ζέση που θα μπορούσε να θεωρηθεί και προσβλητική. Καθαρίζει με μανία τα πάντα και το σπίτι αποκτά μια λάμψη που δεν έχει ξαναγνωρίσει. Αγοράζει δώρα στη συγγραφέα – μια ντουλάπα βιβλιοθήκη για να τακτοποιήσει τα άπειρα βιβλία της, μια ανθοδέσμη, μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο – παίζει με τα παιδιά επιτραπέζια, προσπαθεί να προχωρήσει στην εκμάθηση των γαλλικών για να συνεννοείται καλύτερα. Κι όταν επιστρέφει από τη δουλειά του φτιάχνει δύο φλιτζάνια τσάι, τα σερβίρει στα πορσελάνινα φλιτζάνια που η οικογένεια δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ πριν και κάθεται μαζί με την οικοδέσποινά του για να το πιεί.
‘Κάθε μέρα, όταν ο Ρεζά επιστρέφει από τη δουλειά, μου προτείνει να πιούμε τσάι. «Θέλετε πιεις τσάι;» Ένα τσάι πολλές φορές σουρωμένο, μάρκας Do Ghazal που σημαίνει «δύο γαζέλες» στα περσικά. Ο Ρεζά λέει «dohazal» με φωνή μαλακιά, άναρθρη και μαντεύω ότι αυτό το όνομα του είναι οικείο κι ανηφορίζει μακριά, πίσω, στο ποτάμι της ζωής του. Ο Ρεζά βάζει πάντα το τσάι σε ντελικάτα φλιτζάνια ζωγραφισμένα στο χέρι που προέρχονται από την οικογένεια του Φαμπρίς και αποτελούν το μοναδικό πολύτιμο σερβίτσιο μας. Αυτά τα τέσσερα φλιτζάνια, που έχουν έρθει από τη γαλλική Ινδοκίνα τη δεκαετία του ’50, δείχνουν κατά περίεργο τρόπο κομψά ανάμεσα στις κούπες από το Monoprix και τα μπολάκια Duralex (που διαθέτουν το χάρισμα να έχουν πέσει είκοσι φορές κάτω χωρίς να σπάσουν). Όσο για τα πράσινα και ροζ πιάτα μας, είναι αυτά που έπαιρνες πριν από είκοσι πέντε χρόνια στα βενζινάδικα, όταν γέμιζες με βενζίνη το αυτοκίνητό σου, καθ’ οδόν για τις καλοκαιρινές διακοπές. Προτού έρθει ο Ρεζά, δεν είχαμε ποτέ χρησιμοποιήσει αυτά τα εύθραυστα φλιτζανάκια που ήταν κρυμμένα στο πάνω ράφι ενός ντουλαπιού. Ούτε και τα πανέμορφα ασορτί πιατάκια τους πάνω στα οποία ο Ρεζά ακουμπάει κάθε μέρα τρία μπισκότα για μένα και τρία μπισκότα για κείνον.
Θυμάμαι το παραμύθι του Άντερσεν Η Πριγκίπισσα και το μπιζέλι. Μια νεαρή κοπέλα ντυμένη με κουρέλια, μούσκεμα στη βροχή, χτυπάει την πόρτα ενός πύργου μέσα στη νύχτα. Για να καταλάβουν αν το αναμαλλιασμένο και κακοντυμένο κορίτσι είναι πράγματι η πριγκίπισσα που ισχυρίζεται ότι είναι, τη βάζουν να κοιμηθεί πάνω σε μια στοίβα από είκοσι πολύ μαλακά στρώματα, κάτω από τα οποία έχουν φροντίσει να χώσουν ένα μπιζέλι. Όταν ξύπνησε, ρωτάνε τη μυστηριώδη φιλοξενούμενή τους αν είχε μια ευχάριστη νύχτα. «Φριχτή!» απαντάει εκείνη που υποφέρει από έναν τρομερό πόνο στην πλάτη και αναρωτιέται γιατί το κρεβάτι της ήταν τόσο άβολο. Κανείς πιά δεν αμφιβάλλει ότι πρόκειται για πριγκίπισσα.
Ο Ρεζά είναι ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι. Εκείνος που έφαγε το φαΐ του μέσα στις λάσπες των προσφυγικών καταυλισμών, εκείνος που από τη στιγμή που έφτασε στους οικοδεσπότες του δεν μπορεί να πιεί το τσάι του παρά μόνο μέσα σε φλιτζάνι από φίνα πορσελάνη και ξαναγίνεται ο πρίγκιπας που δεν έπαψε ποτέ να είναι. ‘
Αυτός, με λίγα λόγια, είναι ο Ρεζά, ο πρίγκιπας-ήρωας της ιστορίας. Μιας ιστορίας που δεν επικεντρώνεται τόσο στο παρελθόν ή στην πορεία του αλλά στον κρυφό του αγώνα να αποκτήσει εμπιστοσύνη και πρόσβαση σε μια νέα χώρα, σε έναν άγνωστο πολιτισμό και σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική από τη δική του.
Η ιστορία όμως της Τυρκέμ είναι και για την ίδια και την οικογένειά της. Για την ανησυχία τους να μην προσβάλλουν άθελά τους τον φιλοξενούμενό τους, να μην πουν κάτι που θα τον φέρει σε αμηχανία, να μην ξυπνήσουν άγχη και αγωνίες σχετικά με το παρελθόν του, να σεβαστούν τις συνήθειες, τις ιδιαιτερότητες και τις απόψεις που κουβαλάει.
‘Πώς να φιλοξενήσεις κάποιον σπίτι σου;
Τι να κάνεις για να αισθανθεί ο Ρεζά σπίτι του; Πώς να του πεις, αλλά χωρίς να του το πεις, ότι είναι ελεύθερος να τραγουδάει στο μπάνιο; Ελεύθερος να έχει μούτρα όταν η διάθεσή του είναι κακή; Ελεύθερος να είναι τσαπατσούλης, εγωιστής και αγενής, όπως είμαστε όλοι μας καμιά φορά;
Για να φιλοξενήσεις κάποιον θα έπρεπε να κάνεις όπως ο Ρεζά: να συρρικνωθείς. Να μην τον φιλοξενείς με τρόπο πολύ φασαριόζικο. Να μη συνθλίψεις τον φιλοξενούμενο με ηχηρά καλωσορίσματα. Να τον αφήσεις να πάρει τη θέση του, κάνοντας λίγο χώρο εσύ ο ίδιος, μαλακά, όπως δύο χορευτές που χορεύουν μαζί για πρώτη φορά.’
Κι όταν τελικά τον γνωρίζουν είναι δύσκολο να κρύψουν τη συγκίνησή τους για το πόσο εκτίμησε την εμπιστοσύνη που του έδειξαν, τη στενοχώρια τους όταν διαπιστώνουν αυτό τον συμπαγή, ενστικτώδη φόβο που φαίνεται να τον διαπερνά όταν συναντάει αστυνομικούς, το δέος μπροστά στη μεγάλη του καρδιά.
‘Ο Ρεζά αγόρασε δύο σκηνές για μια οικογένεια Ρουμάνων που έχει εγκατασταθεί στην έξοδο του μετρό στην πλατεία Μονζ. Ένας άνδρας, μια γυναίκαι καμιά τριανταριά χρονών και δύο αγόρια σε ηλικία πρώτης δημοτικού.
-Χάρηκαν που τους έδωσες τις σκηνές;
-Ναι είμαι πολύ ευχαριστημένος!
Πόσα πολλά λέει αυτή η ωραία ασυνεννοησία!’

Το συναίσθημα είναι έντονο και κατακλύζει όλες τις σελίδες του βιβλίου μέσα από στιγμιότυπα από την συγκατοίκηση της οικογένειας με τον Ρεζά. Οι συζητήσεις των μικρών παιδιών με τον ξένο που ζει μαζί τους, οι σκέψεις των ενηλίκων σχετικά με τη ζωή αυτού του νεαρού άνδρα, η αντιπαράθεση των ζωών τους, οι αναμνήσεις τους, η ανταλλαγή πεποιθήσεων και συνηθειών, φέρνουν τόσο στη συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη πολλά γέλια, πολλά δάκρυα και αρκετή ποίηση.
‘Ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι’ είναι ένα βιβλίο φωτεινό κι ευκολοδιάβαστο, που ξυπνά συνειδήσεις και ζεσταίνει την καρδιά του αναγνώστη με την ελπίδα που του μεταδίδει.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Ρούλας Γεωργακοπούλου.
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!