Το 1958 η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπορίς Παστερνάκ για τη σημαντική του συνεισφορά στη σύγχρονη λυρική ποίηση καθώς και στη μεγάλη ρωσική επική παράδοση. Ο Παστερνάκ αρχικά αποδέχτηκε το βραβείο για να το αποποιηθεί λίγο αργότερα, μετά από τις ασφυκτικές πιέσεις των σοβιετικών αρχών.
Δύο χρόνια νωρίτερα το έργο ζωής του ποιητή, το μυθιστόρημα ‘Δόκτωρ Ζιβάγκο’ μετά από δουλειά περίπου είκοσι ετών είχε ολοκληρωθεί. Η έκδοσή του όμως δεν επιτράπηκε στη Σοβιετική Ένωση επειδή θεωρήθηκε επικριτικό για την Οκτωβριανή επανάσταση.

Ήδη από το 1932 στη Ρωσία είχε επιβληθεί ο «Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός» ως ο μοναδικός αποδεκτός τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης και η Ρωσική Ένωση Συγγραφέων είχε οριστεί από το κομμουνιστικό καθεστώς ως ο αποκλειστικός εκφραστής και υπερασπιστής της «ορθοδοξίας» αυτής. Οι λογοτέχνες της εποχής έπρεπε να υποβάλουν τα έργα τους σε πολλαπλά στρώματα γραφειοκρατικής λογοκρισίας και όταν ο συγγραφέας, ποιητής ή καλλιτέχνης τολμούσε να αντιδράσει στο σύστημα, αυτό επέφερε δυσβάσταχτες συνέπειες τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον του. Άλλοι όμως δεν είχαν αυτή την τύχη. Ο Οσίπ Μαντελστάμ και η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ήταν δύο από αυτούς που οι τύχες τους βασάνιζαν τον Παστερνάκ. Παρόλο που ο Παστερνάκ αρχικά είχε αποκτήσει μια μορφή ασυλίας λόγω του ότι ο Στάλιν ήταν λάτρης της ποίησής του, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του Δόκτορα Ζιβάγκο και ενώ ο συγγραφέας είχε αρχίσει ήδη να διαβάζει αποσπάσματα των γραπτών του σε λογοτεχνικές συναντήσεις, τα μηνύματα που περνούσαν μέσα από την ιστορία του γιατρού Γιούρι Ζιβάγκο και της αγαπημένης του Λάρα θεωρήθηκαν εμπρηστικά και αντιρωσικά και ανησύχησαν το καθεστώς.
Ο Μπορίς κάθεται στο γραφείο του. Από το ψάθινο καλάθι στα πόδια του, παίρνει τις σελίδες που έγραψε την προηγούμενη μέρα. Συνοφρυώνεται και διαγράφει με την πένα του μια πρόταση, μετά μία παράγραφο, μετά μία σελίδα. Παίρνει μια λευκή σελίδα και προσπαθεί να ξαναγράψει τη σκηνή.
Το γραφείο ανήκε στον Τιτσιάν Ταμπίτζε, τον μεγάλο γεωργιανό ποιητή και αγαπημένο του φίλο. Το ’37, στο αποκορύφωμα της Εκκαθάρισης, ο Τιτσιάν συνελήφθη στο σπίτι του ένα φθινοπωρινό βράδυ. Η γυναίκα του, η Νίνα, βγήκε στον δρόμο και κυνήγησε το μαύρο αυτοκίνητο ξυπόλητη. Όταν τον κατηγόρησαν για προδοσία και αντισοβιετική δραστηριότητα, ο Τιτσιάν κατονόμασε ως μοναδικό του συνεργάτη τον Μπεσίκι, αγαπημένο του ποιητή του δέκατου όγδοου αιώνα.
Ο Μπορίς είχε φανταστεί πολλές φορές τι είχε συμβεί στον Τιτσιάν αφού τον πήρε το μαύρο αμάξι, θεωρώντας ότι αν δεν φανταζόταν τη μοίρα του φίλου του, ο Τιτσιάν θα υπέφερε μόνος. Συχνά λέει στον εαυτό του πως υπάρχει πιθανότητα ο φίλος του να είναι ακόμη ζωντανός, αλλά η Νίνα έχει εγκαταλείψει αυτή την ελπίδα προ πολλού. Όταν έδωσε στον Μπορίς το γραφείο του άντρα της, του είπε ότι πρέπει να συνεχίσει το καλό έργο του Τιτσιάν. «Γράψε το μεγάλο μυθιστόρημα που ονειρεύεσαι» του είπε. Ο Μπορίς δέχτηκε το δώρο της Νίνας, αλλά δεν πίστεψε ποτέ ότι το άξιζε.
Ο Τιτσιάν δεν ήταν ο πρώτος φίλος του που έπιασαν. Ο Μπορίς τους σκέφτεται συχνά τη νύχτα, όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί, και φαντάζεται τη μοίρα του καθενός ξεχωριστά. Ο Οσίπ, να τρέμει σε ένα στρατόπεδο διερχομένων, ξέροντας ότι το τέλος του είναι κοντά. Ο Πάολο, να ανεβαίνει τα σκαλιά της Ένωσης Συγγραφέων και να στέκει ακίνητος για μια στιγμή, πριν σηκώσει το πιστόλι στο κεφάλι του. Και η Μαρίνα, να δένει τη θηλιά και μετά να πετάει το σκοινί πάνω από το δοκάρι του ταβανιού.
Ήταν πασίγνωστο ότι η ποίηση του Μπορίς άρεσε στον Στάλιν. Τι σήμαινε όμως το ότι ένας τέτοιος άνθρωπος ένιωθε κάπως κοντά στα λόγια του; Τι ήταν αυτό που άγγιζε τον Κόκκινο Τσάρο; Ήταν οδυνηρή η γνώση ότι οι λέξεις του δεν του ανήκαν πια αφού έβγαιναν στον κόσμο. Αφού δημοσιεύονταν, ήταν διαθέσιμες σε όλους, οποιοσδήποτε μπορούσε να τις διεκδικήσει, ακόμα και ένας παράφρων.
Και ήταν ακόμα πιο οδυνηρή η γνώση ότι ο Στάλιν τον είχε διαγράψει από τη λίστα των εκτελέσεων. Ο παράφρων είπε στους υποτακτικούς του να αφήσουν ήσυχο τον Σαλό, τον Νεφελοβάτη.
Το 1949 οι μυστικές υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης συλλαμβάνουν την Όλγκα Ιβίνσκαγια, την επί χρόνια ερωμένη του Παστερνάκ, σε μια προσπάθεια να βρουν πληροφορίες για το θέμα του μυθιστορήματος και να αποδυναμώσουν την αποφασιστικότητα του Παστερνάκ να ολοκληρώσει το έργο του. Μετά από εβδομάδες σκληρής ανάκρισης στη διάρκεια των οποίων η Όλγκα έχασε το μωρό που κυοφορούσε, την καταδίκασαν σε πέντε χρόνια καταναγκαστικών έργων σε ένα γκουλάγκ στη Σιβηρία.

Τα χρόνια φυλάκισης της Όλγκα, η λογοκρισία που χειροτέρευε κάθε μέρα αλλά και τα βασανιστήρια και οι θάνατοι φίλων και συναδέλφων του Παστερνάκ, επιδείνωσαν την υγεία του. Αποτραβήχτηκε με τη δεύτερη σύζυγό του, Ζινάϊντα στο Περεντέλκινο, όπου στην άνεση του απομακρυσμένου σπιτιού του ολοκληρώνει το βιβλίο του.
Το 1956 ο Παστερνάκ υπέβαλε με πολλές ελπίδες το χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Δόκτωρ Ζιβάγκο» στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό της Μόσχας «Novy Mir» («Νέος Κόσμος»), αλλά το έργο απορρίφθηκε με την κατηγορία ότι συκοφαντούσε την Οκτωβριανή Επανάσταση, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και τον σοβιετικό λαό. Ο Παστερνάκ σε μια σπάνια κρίση θάρρους και ανυπακοής, παρέδωσε το χειρόγραφο του βιβλίου του κρυφά στον Ιταλό εκδότη Τ. Φελτρινέλι και έτσι η διάσημη πια ιστορία του Γιούρι και της Λάρα βρήκε το δρόμο της για τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αρχικά της Ιταλίας και στη συνέχεια της υπόλοιπης Ευρώπης και της Αμερικής.

Στο πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο ‘Όσα κρατήσαμε κρυφά’ η Αμερικανίδα συγγραφέας Λάρα Πρέσκοτ (Lara Prescott), καταγράφει τις λεπτομέρειες αυτής της σημαίνουσας στιγμής της παγκόσμιας λογοτεχνίας με συναρπαστική ιστορική ακρίβεια. Πέρα όμως από τα ιστορικά γεγονότα και τη σκιαγράφηση μέρους της ζωής του μεγάλου ποιητή, η Πρέσκοτ προβάλει και την ιστορία της γυναίκας που αποτέλεσε την έμπνευσή του, το πρότυπο για την ηρωίδα του θρυλικού βιβλίου, την επί πολλά χρόνια σύντροφο του Παστερνάκ την Όλγκα Ιβίνσκαγια. Η Ιβίνσκαγια σε πείσμα του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού και στο όνομα της αγάπης και της αφοσίωσής της στον Παστερνάκ, παραμέλησε τα παιδιά της, αδιαφόρησε για την ασφάλεια τόσο τη δική της όσο και της οικογένειάς της, έγινε δακτυλογράφος του χειρόγραφου, συνήγορος, πράκτορας και μάρτυρας, καθώς φυλακίστηκε δύο φορές στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας για τη σχέση της με τον Παστερνάκ.
Η Πρέσκοτ με το βιβλίο της αποκαθιστά τη σύντροφο κα μούσα του Παστερνάκ, το ρόλο της στη ζωή του αλλά και στην έκδοση και διάδοση του magnum opus του, της δίνει φωνή και ψάχνει βαθιά μέσα της να βρει από πού άντλησε όλη αυτή τη δύναμη που χρειάστηκε για να ανταπεξέλθει στις συνέπειες της σχέσης της με τον συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα της Πρέσκοτ αποκαλύπτει όμως και την ενδιαφέρουσα ιστορία κατασκοπείας που συνδέεται με το διάσημο βιβλίο του Παστερνάκ.
Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης μπαίνουν σε μια περίοδο γνωστή ως Ψυχρός Πόλεμος. Μία από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά το διάστημα αυτό ήταν μια προπαγανδιστική εκστρατεία των ΗΠΑ έναντι του κομμουνισμού με όπλο τη δύναμη των τεχνών. Έτσι όταν έγινε γνωστό ότι ο αγαπημένος Ρώσος ποιητής, Μπορίς Παστερνάκ είχε ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα για τη δημοσίευση του οποίου το Κρεμλίνο είχε σοβαρές αντιρρήσεις, οι Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκτήσουν το περιβόητο βιβλίο χωρίς καλά καλά να γνωρίζουν το θέμα του.
Δύο δακτυλογράφοι των μυστικών υπηρεσιών επιστρατεύθηκαν με σκοπό να προωθήσουν το απαγορευμένο βιβλίο στο Ρωσικό κοινό. Η Ιρίνα με καταγωγή από τη Ρωσία, ήσυχη και εσωστρεφής και η Σάλι, γοητευτική και έμπειρη εμπλέκονται σ’ αυτή την ιστορία που είχε επιπτώσεις όχι μόνο στη διάδοση του βιβλίου αλλά και στην ίδια τους τη ζωή.
Η Πρέσκοτ παρουσιάζει αυτή την ιστορία με σκοπό να αναδείξει τον σημαντικό ρόλο των γυναικών του τμήματος δακτυλογράφησης των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής που κατάφεραν να προωθήσουν το βιβλίο σε Ρώσους πολίτες που μπορούσαν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να το επιστρέψουν λαθραία στη Ρωσία.
‘Η δουλειά μας είχε τελειώσει. Είχαμε βάλει τον Ζιβάγκο στον δρόμο του, με την ελπίδα ότι το μυθιστόρημα του Παστερνάκ τελικά θα έφτανε στη Σοβιετική Ένωση και ότι εκείνοι που θα το διάβαζαν θα αναρωτιούνταν γιατί είχε απαγορευτεί. Οι σπόροι της εναντίωσης στο καθεστώς φυτεμένοι μέσα σε ένα λαθραίο βιβλίο.’
Το βιβλίο ‘Όσα κρατήσαμε κρυφά’ είναι ένα βιβλίο για τη δύναμη των γυναικών, τη δύναμη της αγάπης και τη δύναμη της τέχνης.
Οι εναλλασσόμενες αφηγήσεις μεταξύ της ιστορίας του Παστερνάκ και της Ιβίνσκαγια και της ιστορίας των δύο δακτυλογράφων κορυφώνουν την αγωνία του αναγνώστη ενώ μπροστά στα μάτια του περνούν τα δεινά του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία αλλά και η θέση της γυναίκας και οι κοινωνικές προκαταλήψεις στην Αμερική της δεκαετίας του ’50. Οι χαρακτηρισμοί-ετικέτες που τους αποδίδονται είναι πολλοί και οι περισσότεροι αποτελούν τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου. Χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται απαξιωτικά χωρίς όμως να καταφέρνουν να μειώσουν τον αποφασιστικό τους ρόλο και τις επιτυχίες τους.

Το βιβλίο ‘Όσα κρατήσαμε κρυφά’ είναι ένα βιβλίο που η συγγραφή του απαίτησε μεγάλη έρευνα για να αποδοθεί το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής στην οποία αναφέρεται. Είναι ένα βιβλίο που μας γνωρίζει όχι μόνο την ιστορία πίσω από την δημιουργία ενός απαράμιλλου έργου αλλά οδηγεί τον ανήσυχο αναγνώστη στη διερεύνηση της ζωής και άλλων σημαντικών λογοτεχνών της εποχής.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή.
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Πηγές :
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο