ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΑ

στις

    Το μυθιστόρημα «Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα» του Γαλλο-Σενεγαλέζου συγγραφέα και καθηγητή της Ιστορίας των Ιδεών στο πανεπιστήμιο του Πο, Νταβίντ Ντιόπ (David Diop), είναι το βιβλίο που κατέκτησε το βραβείο Γκονκούρ των μαθητών Λυκείου το 2018.

Πρόκειται για ένα  παράδοξο ποιητικό μυθιστόρημα για τη φιλία, την βαρβαρότητα του πολέμου, την αμφισβήτηση της ταυτότητας και της στρατιωτικής υπακοής, τις αμφιβολίες για τη νομιμότητα των εγκλημάτων, αλλά και τις διάφορες μορφές εξέγερσης όπως η άρνηση για αγώνα, η απερήμωση, οι συγκρούσεις και οι τραυματικές νευρώσεις. Ένα βιβλίο διαυγές που προσπαθεί να προσεγγίσει την αλήθεια μέσα από την τρέλα και την αγριότητα του πολέμου βάζοντας στο επίκεντρο τους Σενεγαλέζους στρατιώτες, οι οποίοι στο πλαίσιο του γαλλικού αποικισμού, βρέθηκαν να υπερασπίζονται μια πατρίδα που δεν ήταν η δική τους, μια  ξένη γη που δεν τους έθρεφε αλλά τους καταβρόχθιζε αδιάφορα.

Το 1914 ο Αλφά Ντιάγε και ο Μαντέμπα Ντιόπ, δύο εικοσάχρονοι φίλοι από ένα χωριό της Σενεγάλης, πολεμούν με τον γαλλικό στρατό εναντίον των Γερμανών. «Εσείς οι Σοκολατί της μαύρης Αφρικής είσαστε από τη φύση σας οι πιο γενναίοι από τους γενναίους. Η Γαλλία σας ευγνωμονεί και σας θαυμάζει» επαναλάμβανε ο λοχαγός Αρμάν. Κι όταν ο λοχαγός δίνει την εντολή βγαίνουν όλοι τρέχοντας και ουρλιάζοντας «με το νόμιμο τουφέκι στο αριστερό χέρι και τη ματσέτα του άγριου στο δεξί».

«Όμως εγώ, ο Αλφά Ντιάγε, κατάλαβα καλά τα λόγια του λοχαγού. Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτομαι, είμαι ελεύθερος να σκέφτομαι ό,τι θέλω. Αυτό που σκέφτομαι, είναι ότι θέλουν να μη σκέφτομαι. Το αδιανόητο κρύβεται πίσω από τις λέξεις του λοχαγού. Η Γαλλία του λοχαγού μας χρειάζεται για να κάνουμε τους άγριους όταν τη βολεύει. Χρειάζεται να είμαστε άγριοι γιατί οι εχθροί φοβούνται τις ματσέτες μας. Το ξέρω, το έχω καταλάβει, δεν πρόκειται για κάτι πιο περίπλοκο. Η Γαλλία του λοχαγού  χρειάζεται τη θηριωδία μας και, καθώς είμαστε υπάκουοι, εγώ και οι άλλοι, κάνουμε τους άγριους. Κόβουμε της εχθρικές σάρκες, σακατεύουμε, αποκεφαλίζουμε, ξεκοιλιάζουμε. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στους συμπολεμιστές μου τους Τουκουλέρ και τους Σερέρ, του Μπαμπαρά και τους Μαλινκές, τους Σουσού, του Αουσσά, τους Μοσίς, τους Μαρκά, τους Σονινκέ, τους Σενουφό, τους Μπομπό και τους λοιπούς Ουόλοφ, η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνους και σ’ εμένα, είναι ότι έγινα άγριος μετά από σκέψη.»

16 Ιουνίου 1917 Σενεγαλέζοι στρατιώτες που υπηρετούν στον γαλλικό στρατό ξεκουράζονται κοντά στο Δυτικό Μέτωπο στην Αλσατία. IMAGE: PAUL CASTELNAU/GALERIE BILDERWELT/GETTY IMAGES Πηγή: http://www.lifo.gr

Σε μια τέτοια επίθεση ο Μαντέμπα τραυματίζεται σοβαρά, μπροστά στα μάτια του απελπισμένου φίλου του. Όση ώρα μένει πεσμένος εκεί που χτυπήθηκε, με την κοιλιά ανοιγμένη, εκλιπαρεί τον φίλο του να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριό του. Κι εκείνος, κάθεται δίπλα του και του κρατάει το χέρι αλλά δεν υποχωρεί στις παρακλήσεις του «τρεις φορές μου ζήτησε να τον αποτελειώσω, τρεις φορές αρνήθηκα».

Όταν τελικά ο Μαντέμπα πεθαίνει, ο Αλφά, συντετριμμένος, μεταφέρει το πτώμα του φίλου του πίσω στο χαράκωμα και τότε μέσα του κάτι αλλάζει κι από πειθήνιο όργανο του στρατού αρχίζει να σκέφτεται. Και μετανιώνει που ακολούθησε τους ανθρώπινους νόμους και δεν βοήθησε το φίλο του, που τον είχε πάνω κι από αδελφό, γιατί δεν μπορούσε ακόμη να σκεφτεί μόνος του. Ο θάνατος του Μαντέμπα απελευθερώνει το πνεύμα του και του δίνει πρόσβαση στον ίλιγγο της ελεύθερης σκέψης.

«Και καθώς σε κρατούσα στα χέρια, άρχισα να σκέφτομαι από μόνος μου, ζητώντας σου συγγνώμη. Κατάλαβα πολύ αργά τι έπρεπε να είχα κάνει όταν μου το ζητούσες δίχως δάκρυα στα μάτια, όπως ζητάμε μια χάρη από έναν παιδικό φίλο, σαν να μας χρωστάει κάτι, χωρίς επισημότητες, καλοσυνάτα. Συγγνώμη.»

Η ενοχές και το πένθος οδηγούν τον  Αλφά στην τρέλα και σ’ένα δικό του πόλεμο όπου προσπαθεί να προσεγγίσει την αλήθεια αμφισβητώντας τις έννοιες τις ταυτότητας και του ξεριζωμού, της ανθρωπιάς και της αγριότητας.

Θεωρώντας ότι υπήρξε απάνθρωπος και δειλός επειδή δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τους ηθικούς κανόνες και να βοηθήσει τον φίλο του να μην υποφέρει, αποφασίζει να αναζητήσει την ανθρωπιά του με το να γίνει απάνθρωπος κατ’ επιλογή. Βγαίνει από το χαράκωμα, επιλέγει έναν από τους εχθρούς με τα γαλάζια μάτια και τον σκοτώνει φέρνοντας πίσω σαν τρόπαιο το κομμένο χέρι του εχθρού. Αρχικά αντιμετωπίζεται από τους υπόλοιπους σαν ήρωας· ατρόμητος και ανελέητος τιμωρός των εχθρικών στρατιωτών, αλλά, όσο ο σωρός με τα κομμένα χέρια μεγαλώνει, ο τρόμος καταλαμβάνει και τους συμπολεμιστές του και από ήρωας γίνεται γι’ αυτούς  «ένας επικίνδυνος τρελός, ένας αιμοβόρος άγριος».

Ο συγγραφέας γλιστράει στο αναστατωμένο κεφάλι του Αλφά Ντιαγέ, ο οποίος απευθύνεται με ένα απίστευτο μονόλογο στον νεκρό φίλο του για να του ζητήσει να τον συγχωρέσει. Ο Νταβίντ Ντιοπ παίζει με το σχιζοφρενικό ρήγμα του ήρωά του, με την αντίθεση του τρόμου που προκαλεί η εμφάνισή του από τη μια και την αλήθεια της ψυχής του από την άλλη και αναπτύσσει το παράδοξο για να διερευνήσει τις έννοιες της λογικής και της τρέλας, της ανθρωπιάς και της αγριότητας.

«[…] Για την ώρα είμαι ό,τι αισθάνεται το σώμα μου. Το σώμα μου προσπαθεί να μιλήσει με το στόμα μου. Δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά νομίζω ότι ξέρω τι μπορεί να πει το σώμα μου για μένα. Ο όγκος του σώματός μου, η υπερβολική μου δύναμη, στο μυαλό των άλλων σημαίνουν μόνο τη μάχη, τον αγώνα, τον πόλεμο, τη βία και τον θάνατο. Το σώμα μου με κατηγορεί παρά τη θέλησή μου. Αλλά γιατί ο όγκος του σώματός μου και η υπερβολική μου δύναμη δεν θα μπορούσαν να σημαίνουν την ειρήνη, την ηρεμία, τη γαλήνη;»

1917 Γάλλοι στρατιώτες από την Αφρική προετοιμάζουν το γεύμα τους στο Δυτικό Μέτωπο. IMAGE: FERNAND CUVILLE?GALERIE BILDERWELT/GETTY IMAGES Πηγή: http://www.lifo.gr

Σε μια αφήγηση που βρίσκεται πιο κοντά στο συναίσθημα παρά στην εξιστόρηση των γεγονότων, και περνάει μέσα από τη δίνη της τρέλας, ο Αλφά Ντιαγέ εντοπίζει το επεισόδιο του θανάτου του φίλου του και τις μακάβριες αποστολές του, αναλύει τη συμπεριφορά του καθώς κι εκείνη των συντρόφων του, ψάχνει τους λόγους που τον έστειλαν στα μετόπισθεν και προσπαθεί να ξεπλύνει την ψυχή του από τη βρωμιά του πολέμου. Βυθίζεται στο παρελθόν του, στο χωριό, στη θλίψη του πατέρα του, στην απώλεια της μητέρας του, στην πρώτη του αγάπη, στην ιστορία και τα έθιμα του τόπου του, στο ρυθμό, τη μουσική και την ψυχή των προγόνων του.

Ο συγγραφέας για να αποδώσει τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις και τις σκέψεις του ήρωά του – που τα γαλλικά δεν είναι η γλώσσα του – αποπειράται σ’ένα τρόπο έκφρασης που λειτουργεί με ήχους,  εικονογραφικές εκφράσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα που ο ρυθμός τους δένει με την ψυχική διαταραχή του ήρωα.

Το βιβλίο «Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα» είναι ένα πυκνό κείμενο με σκηνές σπάνιας βίας και μια ποιητική, ασυνήθιστη γραφή που προβάλει μια άγνωστη πτυχή της αποικιοκρατίας, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ! Ένας φόρος τιμής στις χιλιάδες Αφρικανών στρατιωτών που χάθηκαν σ’ έναν πόλεμο που δεν τους αφορούσε.

Το βιβλίο «Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Αλεξάνδρας Κωσταράκου και αναλυτικό επίμετρο της ιστορικού Έφης Γαζή.

Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.