Ο ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΜΕΝΤΕΛ & Η ΑΟΡΑΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

στις

Stefan_Zweig (1)Ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, Βιέννη, 28 Νοεμβρίου 1881 – Πετρόπολις Βραζιλίας, 22 Φεβρουαρίου 1942) ήταν ένας διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας που έγραψε από μεταφράσεις, ποίηση, νουβέλες και δοκίμια μέχρι θεατρικά έργα και είδε τα έργα του να μεταφράζονται σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Γεννημένος στην Αυστρία, έζησε τα πρώτα του χρόνια στη Βιέννη – για την οποία έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι ‘δεν υπάρχει σχεδόν καμία πόλη στην Ευρώπη όπου η ορμή προς τα πολιτιστικά ιδανικά να ήταν τόσο παθιασμένη όσο στη Βιέννη’ – και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τσβάιχ ήταν ένας πραγματικός κοσμοπολίτης, που είχε την τύχη να γνωριστεί και  με τους σημαντικότερους εκπροσώπους του πνεύματος της εποχής του. Ο Ρίλκε, ο Ροντέν, ο Φρόιντ, ο Μπενεντέτο Κρότσε, ο Μαχίμ Γκόργκι και ο Ρομέν Ρολάν ήταν μεταξύ των φίλων και των γνωστών του. Η δε φιλία του με τον Γιόζεφ Ροτ αναφέρεται τόσο ωραία από τον Volker Weidermann στο βιβλίο του ‘Οστάνδη 1936’. Όλη όμως αυτή η εποχή με τις καλλιτεχνικές παραστάσεις, τις αθάνατες πόλεις και την απόλυτη πνευματική ελευθερία τελειώνει με την άνοδο του ναζισμού. Τα βιβλία του Τσβάιχ καίγονται και ο ίδιος χάνει το σπίτι του στο Σάλτσμπουργκ μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του από σπάνια λογοτεχνικά και μουσικά χειρόγραφα. Ο Τσβάιχ αναγκάζεται σε εξορία, πρώτα στη Βρετανία, στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες και, τέλος, στη Βραζιλία όπου και αυτοκτόνησε, βλέποντας την Ευρώπη να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι και να γίνεται αφιλόξενη για τους αδύναμους αλλά και για όσους αναζητούσαν μια πνευματική πατρίδα.Zweigquote .jpg

‘Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ’ και ‘Η Αόρατη συλλογή’ είναι δύο νουβέλες για όσα αγάπησε και τίμησε στη ζωή του ο μεγάλος Στέφαν Τσβάϊχ, για τα βιβλία και την τέχνη. Στέκονται σθεναρά μαζί  και μιλούν μεταξύ τους για το πώς η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα διαχρονική και άχρηστη σ’ ένα κόσμο σαν αυτόν της μεσοπολεμικής Ευρώπης, αλλά και για τους ανθρώπους που παραμένουν προσκολλημένοι στα ιδανικά τους ενώ γύρω τους ο κόσμος καταρρέει.

Στο κατατοπιστικό επίμετρο του βιβλίου ‘Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ’ και ‘Η Αόρατη Συλλογή’, από τους Παναγιώτη Κ. Τσούγκα και Τώνια Χ Παπαϊώάννου αναφέρεται : ‘Αλλά και ο κόσμος των βιβλίων, τον οποίο ο βιβλιοθήρας Μέντελ, καθηλωμένος στην ταπεινή του πολυθρόνα, εποπτεύει νηφάλια και σχεδόν κυριαρχικά, σαν από θρόνο υψηλό, δεν απέχει πολύ από τον κόσμο των αυτογράφων και ο ίδιος ο Μέντελ, αν και δεν είναι συλλέκτης βιβλίων, δεν διαφέρει πολύ από τον παθιασμένο τυφλό συλλέκτη : Και οι δύο είναι πολύ γοητευτικοί στον θερμό, ένθεο σχεδόν ζήλο τους, για το κειμήλιο του παρελθόντος που περιμένει τον στοργικό συλλέκτη να το αναζητήσει, να το εντοπίσει, να το αποκτήσει, να το φυλάξει και να το διασώσει.’  

mentel

Ο ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΜΕΝΤΕΛ

Η πρώτη ιστορία, ‘Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ’, αρχίζει με τον αφηγητή να μπαίνει σ’ ένα βιεννέζικο καφέ για ν’ αποφύγει μια ξαφνική νεροποντή και σύντομα να αντιλαμβάνεται ότι έχει ξαναβρεθεί εκεί πριν από χρόνια, τότε που γνώρισε τον Βιβλιομέντελο, τον Γιάκομπ Μέντελ ‘αυτόν τον εντελώς παράξενο άνθρωπο, τον μυθικό άνδρα, αυτό το περιθωριακό οικουμενικό θαύμα, διάσημο στο πανεπιστήμιο και σε έναν στενό κύκλο ευλαβών […] ο μάγος και μεσίτης των βιβλίων, που καθημερινά καθόταν εδώ άοκνος απ’ το πρωί ως το βράδυ, σύμβολο γνώσης, τιμή και δόξα του Καφέ Γκλούκ!’.

Ο Μέντελ χρησιμοποιούσε το καφέ σαν χώρο εργασίας και διάβαζε τα βιβλία του τόσο απορροφημένος, που έχανε την αίσθηση του χώρου και των θορύβων γύρω του.

‘Αυτός ο μικροκαμωμένος παλαιοβιβλιοπώλης από τη Γαλικία, ο Γιάκομπ Μέντελ, μου έδειξε για πρώτη φορά, σαν ήμουν νέος, το μέγα μυστικό της αρραγούς συγκέντρωσης, η οποία κάνει τον καλλιτέχνη αλλά και τον λόγιο, τον αληθινά σοφό αλλά και τον τρελό, τούτη την τραγική τύχη και ατυχία της απόλυτης εμμονής.’

Vienna-Cafe-Central
Βιεννέζικο καφέ – Πηγή : https://www.explorerplan.com/vienna/viennese-cafe-culture-a-guide-to-the-best-cafes-in-vienna/

Είχε μια απίστευτη μνήμη και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει για οποιαδήποτε έκδοση τον εκδοτικό οίκο, το πότε και πού κυκλοφόρησε, το δέσιμο, την εικονογράφηση και τα παραρτήματα καθώς και  να ανακαλύψει το πιο ξεχασμένο βιβλίο στο πιο απομακρυσμένο γερμανικό παλαιοβιβλιοπωλείο.

Αναστατωμένος από την ανάμνηση αυτή ο αφηγητής ρωτά να μάθει πού βρίσκεται τώρα ο Μέντελ και με έκπληξη διαπιστώνει ότι κανείς δεν έχει ακούσει γι’ αυτόν. Μέχρι που μια γριούλα, που εξακολουθεί να εργάζεται στις τουαλέτες του καφέ Γκλουκ του εξιστορεί την άδοξη κατάληξή του.

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – την οποία ο Μέντελ μάλλον δεν είχε αντιληφθεί – η αλληλογραφία του με βιβλιοπωλεία  σε χώρες εχθρικές, στη Γαλλία και την Αγγλία, προσελκύει την προσοχή της αστυνομίας και σύντομα αποκαλύπτεται ότι ο καημένος ο Μέντελ ήταν Ρώσος πολίτης και ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί να φτιάξει κανονικά τα χαρτιά του. Την πορεία του από εκείνο το σημείο και μετά μπορεί να φανταστεί κάποιος εύκολα αλλά αυτό που αφήνει πραγματική πίκρα στον αναγνώστη είναι πως τον ξέχασαν όλοι τον Βιβλιομέντελο. Όσοι απέκτησαν βιβλία σπάνια χάρις στο μοναδικό του ταλέντο και όσοι ευεργετήθηκαν από τις γνώσεις του τον ξέχασαν κι ας έπρεπε να γνωρίζουν ότι ‘τα βιβλία τα δημιουργούμε μόνο και μόνο για να συνδεθούμε με κάποιους ανθρώπους ξεπερνώντας τα όρια του βίου μας, και για να αμυνθούμε έτσι απέναντι στους αδυσώπητους αντιπάλους της ζωής σε κάθε έκφανσή της : στο εφήμερο και στη λήθη.’

Η ΑΟΡΑΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

Στην ‘Αόρατη Συλλογή’ ο Τσβάιχ καταπιάνεται με το άλλο του μεγάλο πάθος· τις συλλογές αυτογράφων.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ο υπερπληθωρισμός στη Γερμανία εξανέμιζε την αξία των χρημάτων, ένας έμπορος τέχνης επισκέπτεται στη Δρέσδη έναν παλιό πελάτη που σύμφωνα με το αρχείο του εμπόρου κατέχει κάποια κομμάτια πραγματικά μεγάλης αξίας, με σκοπό να του αποσπάσει όσα μπορεί σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο πελάτης, ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος αγρονόμος και δασονόμος που είχε τιμηθεί  σαν βετεράνος του ’70, είναι εδώ και χρόνια τυφλός.  Η μόνη του χαρά είναι να ανοίγει καθημερινά την ντουλάπα και να ψηλαφεί τα κομμάτια της συλλογής του. Ένας άνθρωπος που με πάθος και επιμονή αγόραζε σπάνια χαρακτικά, περνά τις τελευταίες του ημέρες αγγίζοντας τους θησαυρούς που μάζευε σ’ όλη του τη στερημένη ζωή.

1024px-J._S._Bach_-_'Wo_soll_ich_fliehen_hin'_(BWV5)_-_manuscript_-_03
Από τη συλλογή του S.Zweig : Opening of the first movement of Bach’s autograph manuscript for his cantata Wo soll ich fliehen hin (BWV 5[a]) – Πηγή : https://en.wikipedia.org/wiki/Stefan_Zweig_Collection

Όμως η συλλογή πια δεν υπάρχει. Τα αυτόγραφα, οι οξυγραφίες και τα χαρακτικά του έχουν αντικατασταθεί από λευκά χαρτιά αφού πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές από τη σύζυγο και την κόρη του για να εξασφαλίσουν λίγα τρόφιμα. Η κόρη εξιστορεί τα γεγονότα στον έμπορο και τον εκλιπαρεί να υποστηρίξει την ‘απάτη’ για να μην ταραχτεί ο πατέρας της.

‘Με την τρυφεράδα και την προσοχή που δείχνει κανείς όταν αγγίζει κάτι εύθραυστο, με τ’ ακροδάκτυλα να ακουμπούν προσεχτικά και προστατευτικά έπιασε από το φάκελο ένα πασπαρτού, που πλαισίωνε ένα κενό κιτρινισμένο φύλλο χαρτί, και έμπλεος θαυμασμού κράτησε μπροστά του το άχρηστο παλιόχαρτο. Το ατένισε για κάμποσα λεπτά δίχως στ’ αλήθεια να το βλέπει, κρατώντας ωστόσο εκστατικός με τεντωμένο χέρι το κενό φύλλο στο ύψος των ματιών. Το πρόσωπό του ολόκληρο προσέλαβε με τρόπο μαγικό την τεταμένη έκφραση κάποιου που ατενίζει. Και τα μάτια του, τα άκαμπτα με τις νεκρές τους κόρες – να’τανε η αντανάκλαση του χαρτιού ή κάποια λάμψη εσωτερική; – φωτίστηκαν κι αντικαθρέφτισαν το φως, ένα φως γνώσης.’

Η σκηνή που ο τυφλός συλλέκτης παρουσιάζει τη συλλογή του και περιγράφει ένα ένα τα κομμάτια της ενώ ο έμπορος κάνει ό,τι μπορεί για να μην του χαλάσει την ψευδαίσθηση, είναι από τις πιο συγκινητικές, όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον ίδιο τον έμπορο που φεύγοντας από το σπίτι του συλλέκτη σκέφτεται :

‘… Μπόρεσα να νιώσω και πάλι τη ζωντάνια ενός καθαρού ενθουσιασμού σε καιρούς χαλεπούς, άχαρους· μια έκσταση πνευματικού φωτός, στραμμένη αποκλειστικά στην τέχνη, που μοιάζει ξεχασμένη από καιρό ανάμεσα στους ανθρώπους του καιρού μας. Κι ένιωσα – πώς αλλιώς να το εκφράσω; – δέος, μολονότι εξακολούθησα να ντρέπομαι, δίχως να ξέρω καλά καλά το γιατί.’

Το βιβλίο ‘Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ’ και ‘Η Αόρατη Συλλογή’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση Μαρίας Τοπάλη.

Εκδόσεις : ΑΓΡΑ

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.