Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΤΑΡΤΑΡΩΝ

στις

‘Η Έρημος των Ταρτάρων’ θεωρείται το πιο γνωστό και το πιο σημαντικό μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι. Είναι ένα βιβλίο αλληγορικό, με αναφορές στη μοναξιά, την αναβλητικότητα και τα ματαιωμένα όνειρα αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας βαθύς προβληματισμός για το νόημα της ζωής, και την αναπόδραστη φυγή του χρόνου.

Ο Μπουτζάτι έγραψε αυτό το βιβλίο το 1938, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ εργαζόταν στην Corriere della Sera.  Η ιδέα προήλθε από τα ατέλειωτα βράδια που περνούσε στα γραφεία της εφημερίδας. Στο περιβάλλον εκείνο όπου ο Μπουτζάτι παρατηρούσε τον εαυτό του και τους συναδέλφους του να προσμένουν τη μεγάλη είδηση ενώ ο χρόνος περνούσε αμείλικτα, γεννήθηκε ‘Η έρημος των Ταρτάρων’· ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας με εξαιρετική αφηγηματική σαφήνεια προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια υπαρξιακή αναζήτηση.

Ο χρόνος και ο τόπος του μυθιστορήματος δεν προσδιορίζονται πουθενά. Θα μπορούσε η ιστορία του Μπουτζάτι να διαδραματίζεται στην Ιταλία του 19ου ή και του 20ου αιώνα ή και οπουδήποτε αλλού, ενώ ο ήρωάς του, ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο λειτουργεί σαν αρχέτυπο επιτρέποντας στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί του και να νοιώσει ότι οι ανησυχίες, οι σκέψεις, οι ανάγκες και οι προβληματισμοί είναι δικά του.

Ο νεαρός υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο, μετά τη φοίτησή του στη Στρατιωτική Ακαδημία παίρνει τον πρώτο του διορισμό για ένα απομονωμένο οχυρό, το οχυρό Μπαστιάνι. Ενώ όμως περίμενε το ξεκίνημα της στρατιωτικής του καριέρας με ανυπομονησία, φεύγει από το πατρικό του σπίτι για να παρουσιαστεί στο πόστο του μ’ ένα φόβο κι ένα προαίσθημα που δεν μπορεί να εξηγήσει.

«Η πίκρα του που άφηνε για πρώτη φορά το παλιό σπίτι, όπου είχε γεννηθεί με τους καλύτερους οιωνούς, οι φόβοι που φέρει μαζί της κάθε αλλαγή, η συγκίνηση που αποχαιρετούσε τη μητέρα του του γέμιζαν ασφαλώς την ψυχή, αλλά πάνω απ’ όλα αυτά τον βάραινε μια επίμονο σκέψη, που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει, σαν ένα αόριστο προαίσθημα για μοιραία πράγματα, λες και ξεκινούσε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.»

Φτάνοντας στο οχυρό διαπιστώνει ότι αυτό βρίσκεται στην άκρη μιας τεράστιας ερήμου, στην άλλη άκρη της οποίας υποτίθεται ότι βρίσκονται οι εχθρικοί Τάρταροι. Είναι ένα οχυρό δεύτερης κατηγορίας, ένα κομμάτι των νεκρών συνόρων που φυλάει τη χώρα από ένα κίνδυνο που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας θρύλος. Ενώ όμως ο εχθρός είναι ανύπαρκτος, στο οχυρό επικρατούν συνθήκες κανονικού στρατοπέδου. Οι σκοπιές, η ιεραρχία και οι ασκήσεις κρατούν τους στρατιώτες σε ετοιμότητα χωρίς πραγματικά να υπάρχει λόγος. Ο Ντρόγκο αντιλαμβάνεται ότι σ’ αυτό το σουρεαλιστικό περιβάλλον δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρώσει τα όνειρά του και απογοητευμένος αποφασίζει να φύγει. Καθησυχάζεται όμως από τους ανώτερους αξιωματικούς και δέχεται να παραμείνει για ένα ελάχιστο διάστημα τεσσάρων μηνών.

‘[…]∙είτε έμενε είτε έφευγε, τους ήταν ασφαλώς παντελώς αδιάφορο. Ωστόσο, μια άγνωστη δύναμη δούλευε ενάντια στην επιστροφή του στην πόλη, ίσως ανάβλυζε από την ίδια του την ψυχή, χωρίς εκείνος να το συνειδητοποιεί.’

Το διάστημα αυτό είναι αρκετό για να απορροφηθεί ο Ντρόγκο από την ατμόσφαιρα του οχυρού. Παντού είναι διάχυτη μια ψευδαίσθηση κανονικότητας που τον παρασύρει. Αφήνεται λοιπόν να γλιστρήσει στη ρουτίνα του οχυρού και στις ατέλειωτες μέρες τις γεμάτες μονοτονία και στρατιωτική ακρίβεια και οι αρχικές του φιλοδοξίες ξεθωριάζουν μπροστά στη νέα αλλά ουτοπική ελπίδα της εμφάνισης των ανύπαρκτων εχθρών που θα του χαρίσουν την πολυπόθητη στιγμή δόξας και θα δώσουν νόημα στην ζωή του.

Οι τέσσερις μήνες περνούν και ο Ντρόγκο έχει τη δυνατότητα να φύγει από το οχυρό και να οργανώσει τη ζωή του όπως τη φανταζόταν αρχικά. Αλλά αποφασίζει να μείνει!

Σε κάποια άδεια επισκέπτεται την πόλη του και το πατρικό του σπίτι και διαπιστώνει αφενός μεν ότι η ζωή έχει προχωρήσει εκεί χωρίς να επηρεαστεί ιδιαίτερα από την απουσία του αφετέρου εκείνος νοσταλγεί τη ζωή στο οχυρό.

‘…όμως όλα τα πράγματα που έτρεφαν την αλλοτινή του ζωή του φαίνονταν τώρα ξένα· ήταν ένας κόσμος που ανήκε σε άλλους και όπου η θέση του είχε καταληφθεί με ευκολία. Και τον παρατηρούσε πλέον απέξω, αν και με νοσταλγία· το να ξαναμπεί σ’ αυτόν θα τον έφερνε σε αμηχανία, καινούργια πρόσωπα, διαφορετικές συνήθειες, καινούργια αστεία, καινούργιες εκφράσεις, με τις οποίες εκείνος δεν ήταν εξοικειωμένος. Αυτή δεν ήταν πια η ζωή του, εκείνος είχε πάρει άλλο δρόμο, το να γυρίσει πίσω θα ήταν ανόητο και περιττό.’

Ο Ντρόγκο αγωνίζεται ενάντια στον εαυτό του και σε κάτι άυλο που βρίσκεται μέσα του, που τον διαβρώνει αργά αλλά αναπόφευκτα και έτσι καταλήγει να περάσει στο οχυρό τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής του, δεμένος στο άρμα ενός ασαφούς ιδεώδους και έχοντας πάντα την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί προσωρινά. Παγιδεύεται στις συνήθειες της στρατιωτικής ζωής, στις βάρδιες στη σκοπιά, στην παρέα με τους συναδέλφους του, στις εξορμήσεις με τα άλογα, στο δωμάτιό του που ήξερε κάθε του γωνιά και ατέλεια και δεν αντιλαμβάνεται τον χρόνο που περνά αμείλικτα.

‘Ο χρόνος στο μεταξύ κυλούσε, ο αθόρυβος χτύπος του μετρούσε όλο και πιο γοργά τη ζωή, δεν μπορείς να τον σταματήσεις ούτε για μια στιγμή, ούτε για να ρίξεις μια ματιά προς τα πίσω. «Σταμάτα, σταμάτα!» θα ‘θελες να φωνάξεις, αλλά καταλαβαίνεις πως είναι περιττό. Τα πάντα γλιστρούν μακριά, οι άνθρωποι, οι εποχές, τα σύννεφα· και δεν ωφελεί να γραπώνεσαι απ’ τις πέτρες, να αντιστέκεσαι στην κορυφή κάποιου σκοπέλου, τα κουρασμένα δάκτυλα ανοίγουν, τα μπράτσα πέφτουν αδρανή, το ρεύμα του ποταμού, που μοιάζει αργό αλλά δεν σταματάει στιγμή, σε παρασύρει ξανά.’

Η ‘Ερημος των Ταρτάρων’ είναι ένα μυθιστόρημα που δεν φέρει κανένα μυθιστορηματικό στοιχείο. Με αργό, υπνωτιστικό ρυθμό και χωρίς ιδιαίτερη δράση, προικισμένο με λεπτές φιλοσοφικές αποχρώσεις, είναι ένα βιβλίο που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση και στο οποίο ο συγγραφέας αποτυπώνει κάτι περισσότερο και πιο βαθύ από μια ιστορία. Όλοι οι χαρακτήρες του διακρίνονται από την ίδια στάση, την ίδια αίσθηση· την αναμονή για κάτι απροσδιόριστο, απίθανο και φανταστικό. Ο αληθινός ήρωας του βιβλίου δεν είναι ο Ντρόγκο ο στρατιώτης αλλά ο Ντρόγκο ο ταπεινός άνθρωπος που τελικά καταθέτει τα όπλα και προετοιμάζεται να δεχτεί το θάνατο.  Είναι μια απελπισμένη καταγραφή της σπατάλης μιας ζωής που όμως καταλήγει ελπιδοφόρα σε μια λάμψη φωτός και στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας.

Το βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει αρχικά από τις εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, κυκλοφορεί τώρα σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση και επίμετρο της Μαρίας Οικονομίδου.

Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.