Τον Αλεσσάντρο Μπαρίκκο (Alessandro Baricco) τον γνώρισα με το περισσότερο μεταφρασμένο από τα βιβλία του το ‘Μετάξι’ που ακολούθησαν ο ποιητικός ‘Ωκεανός’, το ‘1900’ και το ‘Προς Εμμαούς’ και εντυπωσιάστηκα από την ποιητική γραφή και τους στέρεους χαρακτήρες. Στο τελευταίο του βιβλίο «ΜΙΣΤΕΡ ΓΚΟΥΙΝ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου, ο Ιταλός συγγραφέας, απομακρύνεται από τα νοσταλγικά σκηνικά των προηγούμενων βιβλίων του και χαρίζει στους αναγνώστες του μια σύγχρονη ιστορία με φόντο το Λονδίνο και έναν χαρακτήρα που, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι του μοιάζει πολύ. Προσωπικά, κάθε φορά που διαβάζω βιβλία όπου ο κύριος χαρακτήρας είναι συγγραφέας ο οποίος πειραματίζεται με τη γραφή του, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι μπροστά μου ξεδιπλώνεται μια αυτοβιογραφική διαδικασία.
Το σχετικά σύντομο μυθιστόρημα του Μπαρίκκο συναρπάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες λέξεις του και εκτός από την αόριστη πνευματικότητα και τον ονειρικό και ιδιότυπο κόσμο που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα του, είναι υπέροχα διασκεδαστικό και στολισμένο με μια καλή δόση βρετανικού μυστηρίου.
Ο Τζάσπερ Γκουίν είναι ένας πετυχημένος συγγραφέας που ζει στο Λονδίνο. Μια μέρα αφήνει προς δημοσίευση στην Guardian, στην οποία αρθρογραφεί συχνά, μια λίστα από 52 πράγματα τα οποία «δεσμεύεται να μην ξανακάνει ποτέ πιά». Ανάμεσα σ’ αυτά και το να μην ξαναγράψει ποτέ βιβλία! Πιστός στην απόφασή του ο Τζάσπερ Γκουίν και παρά τις πιέσεις που δέχεται από τον φίλο και εκδότη του, φεύγει για ένα διάστημα για την Ισπανία «είχε θεωρήσει ενδεδειγμένο, για την περίσταση, να βάλει μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον κόσμο». Όταν επέστρεψε όμως στο Λονδίνο και αφού πέρασε ένα διάστημα τριγυρνώντας άσκοπα από δω κι από κει άρχισε να αναζητά έναν νέο σκοπό, ένα καινούργιο επάγγελμα που να του δίνει την ικανοποίηση που έπαιρνε από τη συγγραφή των βιβλίων, χωρίς όμως να είναι ‘συγγραφή’. Αποφασίζει ότι θέλει να γίνει ‘αντιγραφέας’ χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς τι είναι αυτό που θα αντιγράφει και σε ποιόν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να είναι χρήσιμο. Τυχαία, μια μέρα που έχει καταφύγει σε μια γκαλερί για να προστατευτεί από τη βροχή και ενώ ξεφυλλίζει τον κατάλογο της έκθεσης, συλλαμβάνει μια ιδέα που τον ενθουσιάζει. Αποφασίζει να δημιουργεί πορτραίτα, ανάλογα με αυτά των εικαστικών καλλιτεχνών, μόνο που αυτά θα είναι γραπτά. Σκέφτεται ότι μπορεί παρατηρώντας έναν άνθρωπο κάτω από ειδικές συνθήκες να τον αποκωδικοποιήσει και να αποτυπώσει τη μορφή του σε ένα κείμενο. Με σύμμαχο την πίστη στην επιτυχία του σχεδίου του και τη βοήθεια από τον αφοσιωμένο του εκδότη, δημιουργεί με σχολαστικότητα το ιδιαίτερο περιβάλλον για τη νέα του δουλειά και αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα..
«Η ενασχόλησή του με όλα εκείνα τα πράγματα τον έκανε να νιώσει αμέσως καλύτερα και για κάμποσο δε χρειάστηκε να δίνει σημασία στις κρίσεις που τον είχαν ταλαιπωρήσει τόσους μήνες. Όταν ένιωθε να ζυγώνει κάποια λιγοθυμιά, την οποία είχε μάθει να αναγνωρίζει, απέφευγε να τρομάζει και επικεντρωνόταν στις χιλιάδες ασχολίες του, κάνοντάς τες με ακόμα πιο παράφορη σχολαστικότητα. Στην προσήλωση στη λεπτομέρεια έβρισκε άμεση ανακούφιση. Αυτό τον έκανε, μερικές φορές ν’ αγγίζει κορυφές τελειότητας σχεδόν λογοτεχνικές. Του έτυχε, για παράδειγμα, να βρεθεί μπροστά σ’ έναν τεχνίτη που έφτιαχνε λαμπίτσες. Όχι λάμπες : λαμπίτσες. Τις έφτιαχνε στο χέρι. Ήταν ένας γεράκος μ’ ένα θλιβερό εργαστήρι στην περιοχή του Κάμντεν Τάουν. Ο Τζάσπερ Γκουίν τον γύρευε πολύν καιρό, χωρίς να ξέρει αν υπήρχε καν, και στο τέλος τον βρήκε. Αυτό που είχε κατά νου να του ζητήσει δεν ήταν απλώς ένα πολύ ιδιαίτερο φως – παιδιάστικο, όπως θα του εξηγούσε – αλλά πάνω απ’ όλα ένα φως που θα διαρκούσε συγκεκριμένο χρόνο. Ήθελε λαμπίτσες που θα καίγονταν μετά από τριάντα δύο μέρες λειτουργίας.
-
Ακαριαία ή με επιθανάτια αγωνία; Ρώτησε ο γεράκος, σαν να γνώριζε το πρόβλημα σε βάθος.»
Έτοιμος πιά να ξεκινήσει τη νέα του καριέρα, αποφασίζει, πριν βγει προς άγραν πελατών, να δοκιμάσει την τέχνη του με τη γραμματέα του εκδότη του. Το πείραμα πετυχαίνει και ο συγγραφέας συγκινεί για άλλη μια φορά το κοινό του, αυτή τη φορά με τη διορατικότητά του. Η νέα του δουλειά, του αποφέρει αρκετά κέρδη και προχωράει βάσει των ιδιαίτερων κανόνων που εκείνος έχει θέσει. Πουθενά στο βιβλίο ο αναγνώστης δεν διαβάζει ούτε ένα ‘πορτραίτο’, αλλά και δεν παίρνει και περισσότερες πληροφορίες για τα κείμενα αυτά που μάγευαν τους αποδέκτες τους. Η επιτυχία τους κοινοποιείται μόνο από την αντίδραση των παραληπτών των έργων. Η σκόπιμη ασάφεια που δημιουργεί ο Μπαρίκκο γύρω από αυτά τα έργα, είναι αυτή η συνθήκη που βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει ότι ο χαρακτήρας του ουσιαστικά προσπαθεί να κάνει αυτό που δεν μπορεί να κάνει στην πραγματική του ζωή δηλαδή να πλησιάσει και να γνωρίσει όχι μόνο άλλους ανθρώπους αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτό είναι και το κύριο θέμα που απασχολεί τον συγγραφέα σ’ αυτή την ιστορία : η αδυναμία μας να δούμε καθαρά τον εαυτό μας και να αντιληφθούμε την πραγματική μας φύση, μέχρι που κάποιος άλλος – ίσως ένας αντιγραφέας – να καταγράψει το πορτραίτο μας για να το δούμε καθαρά.
«Ο Τζάσπερ Γκουίν έλεγε πως όλοι είμαστε μια σελίδα ενός βιβλίου, ενός βιβλίου όμως που κανείς δεν έγραψε ποτέ και που μάταια αναζητούμε στα ράφια του μυαλού μας.»
Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Τζάσπερ Γκουίν φέρεται να έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Τρεις φορές το ξημέρωμα» με το ψευδώνυμο Ακάς Ναραγιάν, στο οποίο εμφανίζεται το πορτραίτο που έγραψε για τη γραμματέα του εκδότη του. Το μυθιστόρημα συμπεριλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση και ο Μπαρίκκο κεντρίζει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του γράφοντας γι’ αυτό :
«Στο τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψα, με τίτλο Μίστερ Γκουίν, σε κάποιο σημείο γίνεται αναφορά σ’ ένα βιβλιαράκι με τίτλο Τρεις φορές το ξημέρωμα, γραμμένο από κάποιον Ακάς Ναραγιάν, Άγγλο ινδικής καταγωγής. Πρόκειται φυσικά για ένα βιβλίο φανταστικό, ωστόσο στις φανταστικές περιπέτειες που εξιστορούνται μέσα εκεί, αυτό αποκτά έναν ρόλο κάθε άλλο παρά δευτερεύοντα. Γεγονός είναι πως, ενώ έγραφα εκείνες τις σελίδες, μου γεννήθηκε η επιθυμία να γράψω και αυτό το βιβλιαράκι, κάτι για να δώσω μια ανάλαφρη και μακρινή συνέχεια στον Μίστερ Γκουίν, κάτι για τη γνήσια ευχαρίστηση να κυνηγήσω μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου. Έτσι, μόλις τελείωσα τον Μίστερ Γκουίν, στρώθηκα να γράψω το Τρεις φορές το ξημέρωμα, και πράγματι το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση.»
Τα δύο βιβλία αναμφίβολα συνδέονται εννοιολογικά και το δεύτερο λειτουργεί σαν υπαινιγμός για το πρώτο οδηγώντας τον αναγνώστη να προσπαθήσει να ενώσει τα κομμάτια του παζλ που ο συγγραφέας δημιούργησε στο Μίστερ Γκουίν.
Το ‘τέχνασμα’ αυτό του Μπαρίκκο δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη ότι συμμετέχει σε μια παράξενα οικεία και ξεκάθαρα λογοτεχνική εμπειρία στην οποία ενδέχεται να βρει και στοιχεία του εαυτού του.
Εκδόσεις : ΠΑΤΑΚΗΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα