Το πιο διάσημο έργο του Πωλ Ωστερ, ‘Η Τριλογία της Νέας Υόρκης‘ – που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ – είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που ο αναγνώστης μπορεί να του προσδώσει τη δική του, προσωπική οπτική.
Ο τρόπος γραφής του Ώστερ χαρακτηρίζεται ‘μεταμοντέρνος’ – σύμφωνα με την τάση να χαρακτηρίζεται μεταμοντέρνα κάθε αντισυμβατική αφήγηση (ασυνήθιστο λεξιλόγιο, ασαφής κατάληξη, εμπλοκή του συγγραφέα). Στην πραγματικότητα, η Τριλογία της Νέας Υόρκης ακολουθεί όλους τους τύπους της αστυνομικής λογοτεχνίας ενσωματώνοντας σ’αυτή μεταμοντέρνα στοιχεία που της προσδίδουν μια υποβλητική νουάρ ποιότητα ενώ τα βασικά στοιχεία της πλοκής ξεφεύγουν προς το μεταφυσικό. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι η Τριλογία της Νέας Υόρκης εμπεριέχει και ένα παιχνίδι για τις τεχνικές της γραφής αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Ο Ώστερ επαναπροσδιορίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα με τον δικό του μεταμοντέρνο τρόπο διερευνώντας το νόημα, τη φύση και τις λειτουργίες του έργου του στη σύγχρονη ζωή.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μικρά μυθιστορήματα (Γυάλινη Πόλη, Φαντάσματα, Το κλειδωμένο δωμάτιο), τα οποία δημοσιεύτηκαν χωριστά, μεταξύ του 1985 και του 1986, και τελικά ενώθηκαν στη φημισμένη Τριλογία το 1987.
Όλα ξεκίνησαν από ένα λάθος νούμερο, με το τηλέφωνο να χτυπά τρεις φορές μέσα στην άγρια νύχτα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να ζητά κάποιον που δεν ήταν εκείνος.
Έτσι αρχίζει η ‘Γυάλινη Πόλη’, η πρώτη από τις τρεις ιστορίες. Μια άγνωστη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ρωτά τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, τον Κουίν, αν μπορεί να μιλήσει με κάποιον που ονομάζεται «Πωλ ΄Ωστερ», κι έτσι η πραγματικότητα μπαίνει απρόσκλητη σε έναν φανταστικό κόσμο με εκπληκτικά αποτελέσματα.
Στη δεύτερη ιστορία με τίτλο ‘Φαντάσματα’, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, που ονομάζεται Μπλου, προσλαμβάνεται από έναν άνδρα που ονομάζεται Γουάιτ να παρακολουθήσει έναν κύριο Μπλακ. Είναι πραγματικοί άνθρωποι ή είναι χαρακτήρες που ζουν στην φαντασία κάποιου άλλου;
Στην τελευταία ιστορία, ‘Το κλειδωμένο δωμάτιο’, ένας συγγραφέας οικειοποιείται την εργασία και την οικογενειακή ζωή του πιο δημιουργικού φίλου του, όταν ο τελευταίος εξαφανίζεται.
Κάθε ιστορία ξεκινά ως μια κλασσική αστυνομική αφήγηση και στη συνέχεια καταλήγει σε μια αναζήτηση για την έννοια των λέξεων και το σκοπό των ενεργειών του ήρωα. Στις δύο από τις τρεις ιστορίες της Τριλογίας της Νέας Υόρκης πρωταγωνιστεί ένας ντετέκτιβ. Στην πρώτη ιστορία ανησυχεί για ένα επικείμενο έγκλημα και στη δεύτερη αναλαμβάνει μια παρακολούθηση που δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά. Ενώ, συνήθως, στα αστυνομικά μυθιστορήματα το έγκλημα ακολουθείται από μια γραμμική εξιστόρηση των γεγονότων μέχρι τη διαλεύκανση της υπόθεσης, εντούτοις, στην Τριλογία της Νέας Υόρκης δεν συνέβη κανένα έγκλημα και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία εξήγηση των γεγονότων.
Κάθε μία από τις ιστορίες σχετίζεται με τις άλλες και αναφέρεται σ’ αυτές. Οι χαρακτήρες της μιας εμφανίζονται στην άλλη. Εμφανίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας. Το πιο δύσκολο ερώτημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης είναι το ποιος είναι ποιος. Ο Ωστερ ασχολείται με το τι μπορούμε να κάνουμε σε έναν κόσμο στον οποίο κανείς δεν μας παρατηρεί. Υπάρχουμε; Ποιος είναι ο ρόλος της γλώσσας, μεταξύ του ομιλητή και του κοινού;
Πρόκειται για ιστορίες σχετικά με τη φύση της ταυτότητας και της γλώσσας και το ρόλο που η σύμπτωση και η τύχη παίζουν στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Οι βασικοί ήρωες των αλληλένδετων ιστοριών του βιβλίου είναι κριτικοί και συγγραφείς που ασχολούνται με τα κλασσικά προβλήματα της μεταμοντέρνας κριτικής. Δηλαδή, για το ποια είναι η σχέση του κειμένου με την πραγματικότητα, αν η συγγραφή είναι ιερό καθήκον ή ευφυές παιχνίδι, αν οι συγγραφείς με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο γύρω τους ή να ξεφύγουν από αυτόν.
Ο Ώστερ αντλώντας από το ύφος των κλασσικών αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά και από τις εικόνες των φιλμ νουάρ, τοποθετεί αυτά τα τρία περίπλοκα μυστήρια στη Νέα Υόρκη, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Ουσιαστικά, κάθε μυθιστόρημα αφηγείται την ίδια ιστορία, η οποία όμως αναφέρεται σε διαφορετικά στάδια της συνείδησης του αφηγητή – όπως ο ανώνυμος αφηγητής ομολογεί στο τέλος του βιβλίου ‘Το κλειδωμένο δωμάτιο’.
Η ιστορία στο σύνολό της συνοψίζεται σε ό,τι συνέβη στο τέλος και, αν δεν είχα τώρα αυτό το τέλος μέσα μου, δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω ετούτο το βιβλίο. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο βιβλία που προηγήθηκαν, τη Γυάλινη Πόλη και τα Φαντάσματα. Αυτές οι τρεις ιστορίες είναι τελικά η ίδια ιστορία, αλλά η καθεμιά τους αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό στάδιο στη δική μου αντίληψη περί του προκειμένου. Δεν ισχυρίζομαι ότι έλυσα όλα τα προβλήματα. Απλώς υποθέτω ότι ήρθε μια στιγμή όπου δεν φοβόμουν πια να κοιτάξω τα όσα συνέβησαν. Αν ακολούθησαν οι λέξεις, αυτό έγινε επειδή δεν είχα άλλη επιλογή από το να τις αποδεχτώ, να τις επωμιστώ και να πάω εκεί όπου ήθελαν εκείνες να με πάνε. Αυτό δεν κάνει κατ’ ανάγκην τις λέξεις σημαντικές. Εδώ και πολύ καιρό παλεύω να αποχαιρετίσω κάτι, κι ο αγώνας αυτός είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία. Η ιστορία δεν βρίσκεται στις λέξεις. Βρίσκεται στον αγώνα. σελ.396-397
Η Νέα Υόρκη – σαν κοινό σκηνικό και των τριών ιστοριών – είναι ένας ανεξάντλητος χώρος, ένας λαβύρινθος από ατελείωτα βήματα και παρόλο που οι ήρωες περπατούν μέσα σ’ αυτόν για ώρες, παρόλο που μαθαίνουν την ιστορία κάθε στοιχείου της διαδρομής που επιλέγουν, εντούτοις, μένουν πάντα με μια αίσθηση απώλειας. Χάνονται, όχι μόνο μέσα στην πόλη, αλλά μέσα στον εαυτό τους. Ο Ώστερ, μας δίνει αρκετά στοιχεία για την ιστορία της πόλης. Αναφορές στον Πόε, τον Γουίτμαν και τον Θόροου, πληροφορίες για την αρχιτεκτονική – κυρίως για την κατασκευή της γέφυρας του Μπρούκλιν- εισάγονται με τρόπο που εξυπηρετεί την αίσθηση του τόπου και της ψυχολογίας των χαρακτήρων.
Όπως γράφει και ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο Βήμα,
‘η Τριλογία της Νέας Υόρκης είναι από τα βιβλία που τα διαβάζεις για να βρεις την απάντηση στο ερώτημα ‘γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν’. Το ερώτημα μένει αναπάντητο ως το τέλος, επειδή η ύπαρξη δεν εξηγείται, επειδή υπάρχουμε γιατί κι εκείνη υπάρχει, επειδή η σημασία και το βίωμα είναι ένα και το αυτό.’
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
2 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας