
Ο Ρομαίν Γκαρί, (Romain Gary, 1914-1980) υπήρξε μια πολύπλευρη και αταξινόμητη προσωπικότητα και ένας άνθρωπος που έζησε μια απίστευτη ζωή οδηγούμενος από μια στοιχειωμένη εμμονή να ξεπεράσει τον εαυτό του. Με καταγωγή από φτωχή εβραϊκή οικογένεια της Λιθουανίας, ο παρασημοφορημένος αεροπόρος του Ντε Γκωλ, ο πολυταξιδεμένος διπλωμάτης, ο Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στο Λος ΄Αντζελες, ο σύζυγος της ηθοποιού Τζιν Σίμπεργκ, ο συγγραφέας με τις πολλές υπογραφές, ο επιτυχημένος σεναριογράφος και σκηνοθέτης, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνάρτησης μιας σειράς εθνοτήτων και παραδόσεων.
Ο Γκαρί μέσα από αυτές τις διαδοχικές και αντίθετες εικόνες του αλλά και με τα έργα που έγραψε με διαφορετικά ψευδώνυμα – κυρίως αυτά που έχουν την υπογραφή Εμίλ Αζαρ – αφήνει να προβληθεί το πορτρέτο ενός ελεύθερου ανθρώπου, ενός πνεύματος ανεξάρτητου που δεν μπήκε ποτέ σε πολιτικά ιδεολογικά καλούπια, ενός συγγραφέα του οποίου το έργο κυμαίνεται από τη συναισθηματικότητα στην οξεία σάτιρα, από τη σουρεαλιστική φαντασία στον έντονο ρεαλισμό και από την ιστορική εξέταση στην ψυχολογική αναζήτηση των αιτίων.
Παρόλη την ποικιλομορφία του έργου του, τα διαφορετικά στυλ και τις λογοτεχνικές προσωπικότητες που ενδύθηκε, το έργο του Γκαρί έχει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό που προκύπτει αφενός από το μόνιμο ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της ανθρωπότητας και την ανθρώπινη κατάσταση γενικά και αφετέρου από μια δημιουργική φαντασία που κυριαρχείται από την αγάπη για οτιδήποτε παράξενο, πολύχρωμο, όμορφο, γκροτέσκο ή με οποιοδήποτε τρόπο ασυνήθιστο. Ο Ρομαίν Γκαρί έχει γράψει για τον αντισημιτισμό, για τις εθνοτικές προκαταλήψεις, τον κοινωνικό εξοστρακισμό, τον ρατσισμό, τον κίνδυνο της ιστορικής λήθης ενώ, εξαπατώντας κοινό και κριτικούς με τις εναλλαγές ψευδωνύμων και λογοτεχνικών προσωπικοτήτων, υπήρξε και ο μόνος λογοτέχνης που κατάφερε να βραβευτεί δύο φορές με το βραβείο Γκονκούρ.
Η ιστορία του βιβλίου ‘Λευκός Σκύλος’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΚΤΑΝΑ σε μετάφραση Ευγενίας Γραμματικοπούλου, διαδραματίζεται το 1968. Ο Γκαρί βρίσκεται στο Μπέβερλι Χιλς με τη σύζυγό του Τζιν Σίμπεργκ και τον εξάχρονο γιό τους. Η οικογένεια συμπληρώνεται από ένα σκύλο, τρεις γάτες, ένα τουκάν και ένα πύθωνα, ενώ σύντομα προστίθεται και ένας αδέσποτος γερμανικός ποιμενικός που εμφανίζεται ένα βράδυ στην πόρτα ζητώντας καταφύγιο από τη βροχή. Ο σκύλος, που αποκτά το όνομα Μπάτκα, που στα ρωσικά σημαίνει πατερούλης, δένεται αμέσως με το νέο του σπίτι και εντάσσεται στον μικρό ζωολογικό κήπο της οικογένειας. Δεν περνούν όμως πολλές μέρες και ο Γκαρί διαπιστώνει ότι ο συνήθως φιλικός και παιχνιδιάρης Μπάτκα είναι ένας ‘Λευκός Σκύλος’ · ένας σκύλος εκπαιδευμένος να επιτίθεται στους μαύρους. ’Παλιά τους εκπαίδευαν για να εντοπίζουν τους σκλάβους που δραπέτευαν. Σήμερα τους χρησιμοποιούν κατά των διαδηλωτών’, τον ενημερώνει ένας υπάλληλος του ζωολογικού πάρκου στο οποίο κατέφυγε ο Γκαρί ζητώντας να τον βοηθήσουν με τον Μπάτκα. Ο Κιζ, ένας μαύρος εκπαιδευτής, αναλαμβάνει να ασχοληθεί και να διορθώσει τη συμπεριφορά του σκύλου και την εξέλιξη αυτής της εκπαίδευσης δεν μπορεί να τη φανταστεί κανείς.
Με πρόφαση την ιστορία του Μπάτκα και με φόντο τις διαμαρτυρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τις ταραχές που ακολούθησαν το θάνατο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τα αντιρατσιστικά κινήματα, αλλά και το φοιτητικό κίνημα του Μάη του ’68 στο Παρίσι, ο Γκαρί καταθέτει ένα αλληγορικό κείμενο για το φυλετικό μίσος, ένα διαβρωτικό, εσκεμμένα προκλητικό σκεπτικό για τον ρατσισμό κάθε είδους, που απέχει από αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε πολιτικά ορθό και το οποίο, ωστόσο, δεν εμπίπτει και σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς λανθασμένο.

Το βιβλίο είναι γραμμένο εσκεμμένα με ειρωνεία και προκλητικό χιούμορ ενώ οι αυτοβιογραφικές αναφορές σε πρόσωπα και συμβάντα της εποχής και ο ειλικρινής, έντονος και άμεσος τρόπος έκφρασης του Γκαρί κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Εντυπωσιακή είναι η φράση με την οποία αναφέρεται στον Μάη του 1968 στο Παρίσι: ‘Εάν δεν υπήρχε το φυλετικό ζήτημα, το λατινοαμερικανικό ζήτημα, το Βιετνάμ, η Μπιάφρα, και η δουλεία σε άλλα μέρη, η φοιτητική επανάσταση στο Παρίσι θα έμοιαζε παραδόξως με ανταρσία ποντικών μες σ’ ένα κεφάλι τυρί.’
Αλλά και για το φυλετικό ζήτημα στην Αμερική δεν ήταν λιγότερο καυστικός :‘Τώρα σκέφτομαι ότι το φυλετικό πρόβλημα στις Ηνωμένες Πολιείες θέτει ένα ερώτημα το οποίο το καθιστά πρακτικά άλυτο : αυτό της Βλακείας. Έχει τις ρίζες του στα βάθη της ισχυρότερης πνευματικής δύναμης όλων των εποχών, που δεν είναι παρά η Ηλιθιότητα. Ουδέποτε στα χρονικά η ευφυΐα δεν κατάφερε να επιλύσει ανθρώπινα προβλήματα που πήγαζαν ουσιαστικά από τη Βλακεία. Κατάφερνε να τα παρακάμψει, να τα συμβιβάσει είτε με επιδεξιότητα είτε με τη βία αλλά, εννιά φορές στις δέκα, όταν η ευφυΐα θεωρούσε ότι είχε σίγουρη τη νίκη, έβλεπε να ορθώνεται μπροστά της η αθάνατη Βλακεία πανίσχυρη. Αρκεί, για παράδειγμα, να δει κανείς πώς διαστρέβλωσε η Βλακεία τις νίκες του κομμουνισμού, τον ορυμαγδό της εν σπέρματι «πολιτιστικής επανάστασης» ή, αυτή τη στιγμή που γράφω, τη δολοφονία «της άνοιξης της Πράγας» στο όνομα της «ορθής μαρξιστικής σκέψης’.
Εκείνη την εποχή, η σύζυγος του Γκαρί, η Τζιν Σίμπεργκ, συμμετέχοντας στους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική, εμπλέκεται με διαφορετικές ομάδες μαύρων ακτιβιστών, δίνοντάς τους χρήματα και υποστήριξη. Ο Γκαρί, που η διπλωματική του εμπειρία αλλά και η πολιτική οξύτητα που τον διέκρινε τον κάνουν να βλέπει την κατάσταση με μεγαλύτερη ακρίβεια, τα παρακολουθεί όλα αυτά με επιφυλακτικότητα και στιγματίζει τον αντιρατσιστικό ακτιβισμό επιφανών εκπροσώπων του κόσμου του θεάματος, καταρρίπτοντας από τη μία τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις των λευκών και από την άλλη τις απατηλές πεποιθήσεις που ενθάρρυναν τα σχέδια των μαύρων ακτιβιστών. Βλέπει τη βία ξεκάθαρα ως βία, και όχι ως μέσο για την υπεράσπιση μιας θέσης και δεν παγιδεύει την αφήγησή του σε κλισέ και προσκολλημένες σε ιδεολογίες θέσεις ενώ δεν ξεχνά ποτέ την ατομική ευθύνη, αρνούμενος να καταδικάσει ή να αφορίσει στο όνομα μιας ταμπέλας, μιας ομάδας, μιας μάζας.
΄[…] κουβαλούν αιώνες σκλαβιάς πίσω τους. Και δεν αναφέρομαι στους Μαύρους. Αναφέρομαι στους Λευκούς. Εδώ και δύο αιώνες είναι σκλάβοι των παραδεδεγμένων αντιλήψεων, των άγιων και ιερών προκαταλήψεων που μεταδίδονται ευλαβικά από πατέρα σε γιό· είναι δεμένοι χειροπόδαρα εξαιτίας της ατελείωτης ιεροτελεστίας των τσιτάτων, αυτών των καλουπιών που στενεύουν τους εγκεφάλους, σαν τα ξυλοπάπουτσα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για να παραμορφώνουν από μικρή ηλικία τα πόδια των γυναικών στην Κίνα.’
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!