Στο μικρό βιβλίο με τίτλο ‘Το να είσαι γυναίκα’ της συγγραφέως και δημοσιογράφου Μέλι Κίγιακ (Mely Kiyak, 1976-) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ σε μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού, το θέμα είναι η Γυναίκα. Μια Γυναίκα όμως που δεν είναι θύμα ούτε της πατριαρχίας, ούτε των πολιτισμικών στερεότυπων και των φεμινιστικών αρχών αλλά ένας άνθρωπος που ψάχνει μέσα της, παρατηρεί γύρω της, αναλύει, βρίσκει τι θέλει και το διεκδικεί.
Με κύριο πλαίσιο το μεγάλωμα σε μια οικογένεια Κούρδων μεταναστών στη Γερμανία και την πορεία της προς έναν αυτόνομο, ανεξάρτητο τρόπο ζωής, σε ένα είδος αποσπασματικής βιογραφίας, η Κίγιακ καταγράφει αναμνήσεις και προσωπικές ή οικογενειακές εμπειρίες, με όλα εκείνα που τη διαμόρφωσαν σ’ αυτό που είναι σήμερα.
Συνδέοντας πολλά περιστατικά – που κάποια προκαλούν ασυγκράτητα γέλια ενώ κάποια άλλα δάκρυα -, η συγγραφέας προσεγγίζει τη βιογραφία της με προσεκτική, ψύχραιμη γλώσσα που αφήνει να αναδυθεί μια οπτική κάθε άλλο παρά ατομική.
Ο πατέρας της ήταν Κούρδος και ήρθε στη Γερμανία με τη γυναίκα του ως εργατικός μετανάστης-γκασταρμπάιτερ. Εργαζόταν σε εργοστάσιο ενώ η μητέρα της στο ειρηνοδικείο σαν καθαρίστρια. Άνθρωποι που δούλευαν σκληρά, αξιοπρεπείς αλλά υποταγμένοι. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αναφέρει η Κίγιακ για την ‘άσκηση ταπεινοφροσύνης’ που πήρε από τη μητέρα της όταν ο ειρηνοδίκης, πιστεύοντας ότι η οικογένεια είναι τόσο φτωχή που δεν έχει αρκετό φαγητό, της πρόσφερε τα σάντουιτς που του ετοίμαζε καθημερινά η γυναίκα του ‘για τα παιδιά σας’. Τα παιδιά στο σπίτι υποχρεωνόντουσαν από τη μητέρα να τα φάνε πριν το κανονικό τους γεύμα, από ‘σεβασμό για τη γενναιοδωρία και την καλοσύνη του ειρηνοδίκη’.
Η Κίγιακ παίρνει δύο πράγματα από το πατρικό της σπίτι: υποστήριξη και προσδοκίες. Ο πατέρας της είναι το αντίθετο του στερεότυπου Τουρκο-Κούρδου πατριάρχη που θα περίμενε κανείς. Η αγάπη για την κόρη του ήταν πάνω απ’ όλα και υποστήριζε τις φιλοδοξίες της στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, επαναλαμβάνοντάς της ‘Είσαι δυνατή και μπορείς να πετύχεις τα πάντα! Μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις’.

Η οικογένεια αντιμετωπίστηκε στη Γερμανία με αμφιθυμία αφού, όπως όλοι οι μετανάστες, ήταν ευπρόσδεκτοι ως εργαζόμενοι, αλλά όχι ως μέρος της κοινωνίας. Οι γονείς της Κίγιακ παραμένουν αποφασιστικά σ’ αυτές τις συνθήκες, με τα απάνθρωπα ωράρια εργασίας και την περιορισμένη πρόσβαση στην κοινωνία, για να δώσουν ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά τους – και κυρίως στις κόρες τους.
‘Δουλειά χωρίς σταματημό. Είναι σχεδόν αδύνατο να εκφραστεί με λόγια πόσο σημαντικό ήταν να δουλεύεις. Η δουλειά ήταν ο βασικός λόγος της παραμονής στη Γερμανία. Μια διαδρομή που διακλαδιζόταν συνεχώς με δύο δυνατότητες : δουλειά και παραμονή. Ή γυρισμός. Ακόμα το ακούω στα αυτιά μου : Θα μείνουμε. Για τα κορίτσια. Έτσι μας το ανακοίνωναν. Για τα αγόρια δεν είναι σημαντικό, αυτά τα καταφέρνουν πάντα και παντού. Όλα για τα κορίτσια. Για να έχουν κάποτε μια καλύτερη ζωή. Μ’ αυτό τον τρόπο επωμιζόμασταν το φορτίο να γίνουμε ένα διαφορετικό είδος γυναίκας : μια καταπληκτική γυναίκα, μια υπερήφανη γυναίκα, μια πετυχημένη γυναίκα.’
Οι γονείς της Κίγιακ την ενθαρρύνουν καθημερινά να προχωρήσει, να μορφωθεί. Η συγγραφέας είναι από τα παιδιά της πρώτης γενιάς μεταναστών, στα οποία επιτρέπεται να φοιτούν στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά των Γερμανών. Θυμάται τον εαυτό της να κάθεται μπροστά στο γραφείο της για ώρες κατά τη διάρκεια των σχολικών της ημερών διαβάζοντας και γράφοντας. Είναι η πρώτη από την οικογένεια που φοιτά στο πανεπιστήμιο. Η μετακόμισή της σε άλλη πόλη για τις σπουδές της συνεπάγεται έναν δύσκολο αποχωρισμό από τους γονείς της και το προστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον. Είναι όμως αυτός ο αποχωρισμός η ευκαιρία της να δραπετεύσει από την πίεση των προσδοκιών των γονιών της και να ανακαλύψει τι θέλει εκείνη να κάνει στη ζωή της.
Οι σπουδές της δεν πάνε καλά στην αρχή. Έχοντας υπάρξει από μικρή ηλικία διψασμένη αναγνώστρια, είχε φανταστεί ότι το μέλλον της είναι στις σπουδές ιστορίας της λογοτεχνίας. Γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται ότι δεν θα τα καταφέρει αφού οι συμφοιτητές της δείχνουν να έχουν ήδη διαβάσει ή τουλάχιστον να έχουν ακούσει βιβλία για τα οποία εκείνη είχε πλήρη άγνοια με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι δεν έχει τις ικανότητες να τα καταφέρει αλλά και ότι τα μαθήματα δεν έχουν σχέση με τις προσδοκίες της. Αναφέρεται, χωρίς πικρία ή θυμό, στη συνειδητοποίηση της ανεπαρκούς εκπαίδευσης που είχε λάβει, σαν συνέπεια του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε καθώς και τον αγώνα που έκανε διαβάζοντας πολύ και προσπαθώντας να ξεπεράσει τα γλωσσικά εμπόδια και τις ελλείψεις της.
Ένα από τα δυνατά στοιχεία του βιβλίου είναι ο τρόπος που η Κίγιακ αναφέρεται στην ετερότητά της· τόσο φυσικά και χωρίς εντάσεις που το μήνυμά της περνάει άμεσα στον αναγνώστη. Η αποτυχία στην αρχή των σπουδών της δεν είναι η μόνη οδυνηρή κατάσταση στην οποία αναφέρεται χωρίς θλίψη. Στη νέα πόλη που μετακομίζει, στα μέσα του χειμώνα, την ώρα που ετοιμάζεται να τηλεφωνήσει στο σπίτι των γονιών της από έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ξυλοκοπείται άγρια από έναν άνδρα. Ο άντρας την αφήνει διπλωμένη από τον πόνο στο δρόμο και μπαίνει στον τηλεφωνικό θάλαμο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ενώ βρίσκεται τραυματισμένη και αβοήθητη βλέπει τους περαστικούς να περνούν χωρίς να της δίνουν καμία σημασία. Τελικά η συγκάτοικός της, με την οποία έχει μόλις γνωριστεί, έρχεται σε βοήθεια μέσα στο χιόνι φορώντας μόνο τις παντόφλες της και τη μεταφέρει στο διαμέρισμα. Η Κίγιακ καταγράφει το περιστατικό επισημαίνοντας τη γυναικεία φιλία και αλληλεγγύη σε αντιπαράθεση με την ωμή βία την οποία συνδέει με την περιθωριοποίηση. Μια περιθωριοποίηση που βίωσε και όταν μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου οι συμφοιτητές της σε ένα σεμινάριο εξέφραζαν τους φόβους τους για τους Άραβες, τους ανατολίτες, τους μουσουλμάνους, τους μετανάστες. ‘Δεν με κοίταξαν ούτε μία φορά όσο μιλούσαν. Δεν υπήρχα καν γι’ αυτούς. Ήμουν αόρατη.’
Η Κίγιακ ανατρέχει και στις πρώτες της ερωτικές εμπειρίες, στην ανακάλυψη της θηλυκότητάς της και στον έρωτα της ζωής της από τον οποίο απομακρύνθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι μόνη της είναι πιο ευτυχισμένη.
‘Κοίταξα πάλι τις γυναίκες του περιβάλλοντός μου. Γυναίκες που είχαν πετύχει. Αυτό που είδα, το βρήκα ανησυχητικό.
Θλιμμένες γυναίκες παντού. Γυναίκες καλυμμένες από θλίψη, γυναίκες που ταξιδεύουν με τους άντρες τους εδώ κι εκεί, φορτωμένες με έγνοιες, γυναίκες που το μόνο χαρακτηριστικό της συντροφικότητάς τους με τους άντρες τους είναι ότι μοιράζονται μαζί τους μια κατοικία, ένα αυτοκίνητο, έναν τραπεζικό λογαριασμό, την ανατροφή των παιδιών τους και το κύπελλο με τις οδοντόβουρτσες. Γυναίκες με τη θλίψη χαραγμένη στην ψυχή και στο πρόσωπο. Αυτ΄ς οι γυναίκες ξέρουν ότι αυτό δεν θα διορθωθεί ποτέ πια, ούτε με διακοπές ούτε με αγορές. Γυναίκες που υπομένουν τη θλίψη τους επειδή τους είναι οικεία από τις μητέρες τους. Επειδή τα ανεκπλήρωτα όνειρα μεταφέρονται στην επόμενη γενιά. Όπου ακόμα και οι γιοι συνηθίζουν τις θλιμμένες μητέρες τους, γι’ αυτό και δεν πανικοβάλλονται εντελώς όταν μετά από τριάντα χρόνια έχουν κι οι ίδιοι μια θλιμμένη γυναίκα. Και οι κόρες αναγνωρίζουν στον εαυτό τους τις μητέρες τους και νιώθουν ως η θλιμμένη συνέχειά τους μέσα σ’ έναν θλιμμένο κόσμο. Και όλες είχαν κάποτε σχέδια. Πάντα κάτι θα άλλαζε μια μέρα. Προς το καλύτερο. Το ευκολότερο. Το ομορφότερο. Μια μέρα.
Δεν ήθελα να είμαι τέτοια γυναίκα. Μια γυναίκα-σύντροφος που αναλώνει τη ζωή της σε μια σχέση και βουλιάζει στη θλίψη.
Ποια ζωή θα ήθελα να κάνω αν δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν;’

Το να είναι ευτυχισμένη μόνη της, χωρίς σύζυγο και παιδιά είναι κάτι που αντιτίθεται όχι μόνο στα πιστεύω της οικογένειάς της αλλά και στις συμβατικές ιδέες που κυριαρχούν γύρω της. Ακόμη και ο πατέρας της, ο οποίος τη στήριξε σε όλες της τις αποφάσεις, δεν μπορεί να καταλάβει αυτή της την απόφαση. Για εκείνη όμως, το να είναι αυτάρκης, να ζει σύμφωνα με τον δικό της ρυθμό και να βρει την ειρήνη μέσα της, μέσα από ένα τρόπο ζωής που δεν καθορίζεται από τις νόρμες της οικογένειας, του υπόβαθρου και της κοινωνικοποίησης, είναι ίσως ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που κάνει στο ταξίδι της προς τη γυναικεία ενηλικίωση.
‘Το να είσαι γυναίκα‘ δεν είναι άλλο ένα θυμωμένο κείμενο για τη γυναικεία χειραφέτηση αλλά μια ξεκάθαρη, συγκροτημένη, ειλικρινής παρουσίαση της πορείας μιας γυναίκας προς την συνειδητοποίηση της ταυτότητάς της και τη διεκδίκηση των θέλω της.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!