Εμπνευσμένη από τις σκοτεινές μέρες των αρχών του 17ου αιώνα όπου το κυνήγι των μαγισσών κηλίδωνε την ιστορία της Ευρώπης, η συγγραφέας Kiran Millwood Hargrave έγραψε μια ιστορία απώλειας, επιβίωσης, φιλίας, πίστης και δύναμης που βασίστηκε σε μια πραγματική τραγωδία. ‘Οι μάγισσες του Βάρντε’ (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, μετάφραση Μυρτώ Καλοφωλιά) είναι το πρώτο βιβλίο της Χαργκρέιβ για ενήλικες· ένα βιβλίο που αμφισβητεί τους ρόλους των φύλων, την πατριαρχία και την αδυναμία των γυναικών, θίγοντας κάθε είδους διάκριση φύλου, φυλής, οικογένειας, θρησκείας.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1617, στο Βάρντε, ένα μικροσκοπικό νησί ψαράδων στο βορειότερο σημείο της Νορβηγίας, μια ξαφνική καταιγίδα αφανίζει σχεδόν ολόκληρο τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού. Σαράντα άντρες που είχαν ξεκινήσει να ψαρέψουν με τις βάρκες τους, όπως έκαναν συχνά, πνίγονται από μια τρομερή θαλασσοταραχή και οι γυναίκες του νησιού μένουν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους με την απώλεια και το πένθος τους αλλά και με τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Η Χαργκρέιβ αποτυπώνει με δυνατές, υποβλητικές εικόνες τις γυναίκες αυτές που τραβούν τα σώματα των ανδρών από την παγωμένη θάλασσα, τα αποθηκεύουν μέχρι να έρθει η άνοιξη και να μπορεί να σκαφτεί η γη για να τα θάψουν και τελικά επιλέγουν να συνεχίσουν να ζουν όσο καλύτερα μπορούν. Στον παγωμένο τόπο τους ήταν θέμα επιβίωσης να συνεχίσουν να κρατούν τη φωτιά στα σπίτια τους αναμμένη, να κομματιάζουν τα σφαγμένα ζώα και να τα μαγειρεύουν για να τραφούν, να ράβουν τα δέρματα των ταράνδων για να ζεσταθούν. Αλλά ενώ αυτά τα έκαναν πάντα τώρα έπρεπε να καταπιαστούν και με όσες εργασίες έκαναν οι άνδρες τους· να σφάξουν τα ζώα, να κουβαλήσουν βαριές πέτρες, να κυνηγήσουν και τελικά να μπουν στις βάρκες για να ανοιχτούν στη θάλασσα και να ψαρέψουν. Η εποχή και ο τόπος δεν τους προσφέρουν καμία ευκολία. Τα σπίτια τους είναι ζοφερά, σχεδόν χωρίς παράθυρα για να προφυλάσσονται από το κρύο, το χωμάτινο πάτωμα είναι στρωμένο με τομάρια ταράνδων και μοναδικά στολίδια κάπου κάπου οι ρούνοι των Λαπώνων και τα μικρά ειδώλια για καλή τύχη. Τους χειμερινούς μήνες η δυσωδία των ψαριών και των σφαγμένων ταράνδων παραμένει κολλημένη στα ρούχα και τα μαλλιά τους. Είναι γυναίκες δυνατές αλλά ταυτόχρονα εύθραυστες, συνδεδεμένες με δεσμούς συγγενικούς, φιλίας, αντιπαλότητας αλλά και φθόνου. Ακόμη και σ’ αυτή την εσχατιά της γης και κάτω από δύσκολες συνθήκες υπάρχουν ταξικές διαφορές και προκαταλήψεις που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.
Για τρία χρόνια οι γυναίκες ζουν μόνες τους, πολλές ακόμα θρηνούν βαθιά για την απώλεια των ανθρώπων τους, αλλά παίρνουν στα χέρια τους τις δουλειές που παραδοσιακά γινόντουσαν από τους άνδρες και προσπαθούν, αντιδρώντας στο συνολικό τραύμα, να είναι αυτάρκεις. Ο τοπικός πάστορας αμφισβητεί τους νέους τους ρόλους αλλά αποδέχεται ότι δεν έχουν άλλη λύση προκειμένου να επιβιώσουν σε αυτό το τοπίο. Κύριο μέλημά του μένει να τις κρατήσει πιστές στις λουθηρανικές αρχές και μακριά από τις ειδωλολατρικές συνήθειες των Σαάμι, των Λαπώνων. Οι κάτοικοι του Βάρντε στην πλειονότητά τους όμως συνυπήρχαν με τους Σαάμι, τους συμβουλευόντουσαν για τον καιρό, έβαζαν στα σπίτια τους ρούνους για προστασία και ακολουθούσαν τις πρακτικές τους σε διάφορα προβλήματα.
‘Το κήρυγμα του πάστορα Κούρτσον είναι γεμάτο κοινοτοπίες […] Η Μάρεν δεν βρίσκει καμιά παρηγοριά στα λόγια του [,,,] Ο πάστορας Κούρτσον δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει. Κανένας άντρας δεν μπορούσε να καταλάβει.
[…] η Μάρεν συνειδητοποιεί πως τον μισεί – μισεί την αδυναμία του, μισεί την εξουσία που έχει πάνω τους. Μισεί τη συνεχή του μουρμούρα για τα ελέη του Κυρίου, παρόλο που ξέρουν όλοι πια πως τα ελέη Του δε φτάνουν τόσο βόρεια.’
Οι γυναίκες στην ιστορία της Χαργκρέιβ είναι μια πραγματική σύνθεση αντιθέσεων που κινούνται ανάλογα με τις ανάγκες, τις κλίσεις και την ηλικία τους και η συγγραφέας μεγαλώνει την ένταση εμπλέκοντας τον αναγνώστη στις ζωές τους, εκεί όπου ο πόνος μεταμορφώνεται σε ενέργεια, δύναμη και θάρρος αλλά και αμφιβολίες και ερωτήματα. Η νεαρή Μάρεν, που έχασε στην καταιγίδα τον πατέρα της, τον αδερφό της και τον αρραβωνιαστικό της, ονειρεύεται συνεχώς μια τεράστια φάλαινα που βυθίζει τη βάρκα των ανδρών. Η Μάρεν είναι μεταξύ των πρώτων γυναικών που δεσμεύτηκε στις νέες υποχρεώσεις για τις ανάγκες της κοινότητας. Η φρου Ολουφσντάτερ, η παρ’ ολίγον πεθερά της, που προκαλεί τον φθόνο κάποιων γιατί έχει το μεγαλύτερο σπίτι της περιοχής, αντιμετωπίζει ψυχρά τη Μάρεν γιατί την θεωρεί κοινωνικά κατώτερη, αφού έχει συγγενή μια Σαάμι. Η Κίρστεν που έχασε τον άνδρα της, φοράει τα παντελόνια του και αναλαμβάνει το κοπάδι των ταράνδων, την εμψύχωση των συγχωριανών της αλλά και την έξοδό τους στη θάλασσα. Η Ντίινα η γυναίκα του αδελφού της Μάρεν γίνεται σιγά σιγά παρίας γιατί είναι Σαάμι και απομονωμένη ακόμη και από τη μητέρα του άντρα της προσπαθεί να προστατέψει το παιδί της από τον θυμό, την προκατάληψη και τη θρησκοληψία που φουντώνει στην πόλη. Ενώ οι περισσότερες μεγάλωσαν χωρίς να θεωρούν τη χρήση των αρχαίων θρησκευτικών τρόπων και τα φυλαχτά κάτι ανίερο, τώρα που το κακό έχει μπει στα σπίτια τους και χρειάζονται έναν εχθρό για να του ρίξουν το φταίξιμο, η δαιμονοποίηση των παλιών αυτών πρακτικών είναι η απάντηση.
Όπως γράφει η Χάργκρειβ στο ιστορικό σημείωμα που συνοδεύει την ιστορία της ‘Ήταν μια εποχή μεγάλων αλλαγών στη χώρα που στη συνέχεια ονομάστηκε Δανία-Νορβηγία. Ο βασιλιάς Χριστιανός Δ’, σχεδόν στη μέση της πεντηκονταετούς βασιλείας του, ήθελε απεγνωσμένα να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο. Είχε κάποιες ελάσσονες νίκες στα σύνορά του, όμως η προσοχή του στράφηκε περισσότερο στα εδάφη που ήδη κυβερνούσε. Ως φανατικός λουθηρανός, ήθελε να εδραιώσει απόλυτα την Εκκλησία του με απώτερο σκοπό να εκμηδενίσει την επιρροή των Σαάμι στα βορειότερα άκρα της επικράτειάς του και ειδικά στο Φίνμαρκ, μια αχανή, άγρια και ως επί το πλείστον ακυβέρνητη περιοχή.’ Το 1597 ο βασιλιάς Ιάκωβος Στ’ της Σκωτίας έγραψε ένα έργο με τίτλο «Δαιμονολογία» στο οποίο καταδίκαζε τα κακά της μαγείας, (Το έργο αυτό ήταν το υπόβαθρο για την τραγωδία του Σαίξπηρ ‘Μάκβεθ’).
Το 1618 ο βασιλιάς Χριστιανός επέβαλε και στη χώρα του τους νόμους περί μαγείας με αποτέλεσμα να θανατωθεί ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που κατηγορήθηκαν -με ασήμαντες αφορμές- για μαγεία. Στο Βάρντε της Νορβηγίας θανατώθηκαν 14 άνδρες και 77 γυναίκες, όλοι Σαάμι. Σήμερα στην περιοχή έχει στηθεί ένα μνημείο που σηματοδοτεί αυτή την μαύρη σελίδα της ιστορίας.
Σ’ αυτή τη σκοτεινή εποχή, το νέο για ένα νησί που χτυπήθηκε από μια θρυλική καταιγίδα και πλέον κατοικείται από ανεξάρτητες γυναίκες είναι η ευκαιρία που περίμενε ο βασιλιάς Χριστιανός για να περιορίσει τους Σαάμι. Στέλνει λοιπόν έναν επίτροπο, έναν Σκωτσέζο φονταμενταλιστή Λουθηρανό με το όνομα Αβεσσαλώμ Κόρνετ, με εμπειρία στο κυνήγι μαγισσών για να διώξει την ανάσα του Διαβόλου από το νησί και να επιβάλλει τα χριστιανικά ήθη.

‘Αξιότιμε κύριε Κόρνετ,
[…] Όπως γνωρίζετε, θαυμάζω απεριόριστα τον τρόπο που χειριστήκατε τη δίκη της μάγισσας Έλσμπεθ Ρίοτς στο Κέρκγουολ το 1616. Τα νέα της δίκης έφτασαν και στα μέρη μας. Όπως σας είχα γράψει και τότε, παρόλο που η κοινή γνώμη έδινε όλα τα εύσημα στον Κόλταρτ τροφοδοτώντας τη ματαιοδοξία του, εγώ γνωρίζω πόσο τον υποστηρίξατε και πως ήταν οι δικές σας αποφάσεις και καίριες ενέργειες που πρόλαβαν τα γεγονότα εν τη γενέσει τους. Αυτήν ακριβώς την ευστοχία της ορθής κρίσης έχουμε ανάγκη και στην επαρχία του Φίνμαρκ – έχουμε ανάγκη από άνδρες που να είναι σε θέση να εφαρμόσουν τις διδαχές της Δαιμονολογίας ώστε να «εντοπίσουν», να αποδείξουν την ενοχή και να εκτελέσουν όσους επιδίδονται σε μαγγανείες».
Ως εκ τούτου, σας γράφω για να σας προτείνω μια θέση στο πλευρό μου, για να κόψουμε από τη ρίζα τις δυνάμεις του σκότους. Πολλές από αυτές τις περιπτώσεις προέρχονται από μερίδα του τοπικού πληθυσμού, που εδώ στο Φίνμαρκ είναι γηγενής – πρόκειται για μια κοινότητα νομάδων που αποκαλούνται Λάπωνες. Είναι ένας λαός όμοιος με τους τσιγγάνους, όμως οι πρακτικές μαγείας που εφαρμόζουν σχετίζονται με τους ανέμους και τα καιρικά φαινόμενα εν γένει. Όπως προανέφερα, έχουν θεσπιστεί νόμοι προς καταπολέμηση των πρακτικών αυτών, δίχως όμως να επιβάλλονται με αυστηρότητα.
[…]
Τζον Κάννιγχαμ (Χανς Κένινγκ)
Κυβερνήτης της Κομητείας του Βάρντεχους’
Στο ταξίδι του προς το Βάρντε, ο Αβεσσαλώμ σταματάει στο Μπέργκεν όπου παντρεύεται μια νεαρή Νορβηγίδα, την Ούρσα. Η Ούρσα μεταφέρεται κυριολεκτικά από τον σύζυγό της στο Βάρντε, χωρίς τίποτα άλλο από τις πιο βασικές πληροφορίες. Μεγαλωμένη διαφορετικά βρίσκεται από τη μια μέρα στην άλλη σ’ έναν τόπο άγριο και σ’ ένα λεμβοστάσιο που θα πρέπει να μάθει να θεωρεί σπίτι της, μ’ έναν σύζυγο αυστηρό κι αδιάφορο. Πρέπει να μάθει να κρατάει τη φωτιά αναμμένη, να φτιάχνει ψωμί, να πλένει ρούχα, να τεμαχίζει ένα σφάγιο σε μερίδες. Βρίσκει βοήθεια στο πρόσωπο της Μάρεν που τη μυεί στον τρόπο ζωής της περιοχής και σύντομα γίνονται φίλες. Ενώ ο επίτροπος είναι απασχολημένος με τη διερεύνηση παράλογων κατηγοριών εναντίον ορισμένων γυναικών, η Ούρσα και η Μάρεν έρχονται πιο κοντά. Η Μάρεν αισθάνεται για την Ούρσα κάτι που δεν μπορεί να ονομάσει κάτι που νιώθει όμως και δεν μπορεί να αγνοήσει. Η εγγύτητα μεταξύ των δύο γυναικών, είναι μια από τις κύριες σκέψεις της ιστορίας και αυτή που τροφοδοτεί και τη ζοφερή εικόνα του επιτρόπου.
Με την άφιξη του ζεύγους Κόρνετ στο νησί, δημιουργείται ένα ρήγμα μεταξύ των γυναικών που καταλήγει σε ένα τρομακτικό κυνήγι μαγισσών. Είναι εκείνες που αναζητούν τις αμαρτίες των άλλων με θρησκευτική εμμονή και εκείνες που δεν ακολουθούν τον θρησκευτικό φανατισμό, εκείνες που κατηγορούνται και που τελικά βασανίζονται απάνθρωπα για να αποδειχτούν μάγισσες και εκείνες που από φίλες και συναγωνίστριες γίνονται διώκτες, αφήνοντας τον φόβο και τον φθόνο να αναδυθεί και να προδώσουν, να κατηγορήσουν, τυφλές στην τρέλα στην οποία συμβάλλουν και από την οποία κινδυνεύουν και οι ίδιες με τη σειρά τους. Το διαφορετικό είναι στα μάτια τους σάπιο. Όποιος συνεχίζει να διαιωνίζει τις αρχαίες θρησκείες θεωρείται οπαδός του διαβόλου και όσοι δεν τηρούν τους κανόνες λοιδορούνται, χτυπιούνται, ταπεινώνονται, βασανίζονται, καίγονται στην πυρά.
‘Νόμιζε πως από τον όρμο αυτόν είχε δει τα χειρότερα, πως τίποτε δε θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τη σκληρότητα της καταιγίδας. Τώρα όμως ξέρει · ήταν ανόητο να νομίζει πως το κακό υπήρχε μόνο μακριά τους. Το κακό βρισκόταν εκεί, ανάμεσά τους, περιφερόταν με δύο πόδια, μοίραζε ετυμηγορίες με ανθρώπινη λαλιά.’

Με το βιβλίο ‘Οι Μάγισσες του Βάρντε’ η νεαρή συγγραφέας μέσα από μια υποβλητική ιστορία που πατάει γερά στην Ιστορία, παρακολουθεί τη δυναμική της εξουσίας, τη δημιουργία και την εξέλιξη της ομαδικής υστερίας, προβληματίζεται για τη στάση της οργανωμένης θρησκείας απέναντι στους αρχαίους πολιτισμούς και στοχάζεται πάνω στα διαχρονικά προβλήματα του γυναικείου φύλου.
Υ.Γ. κατά την ταπεινή μου γνώμη το love story δεν ήταν απολύτως απαραίτητο.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!