Μετά τον ‘Υπόγειο Σιδηρόδρομο’ και ‘Τα Αγόρια του Νίκελ’, τα δύο βιβλία που χάρισαν στον Κόλσον Γουάιτχεντ (Colson Whitehead, Νέα Υόρκη 1969-) παγκόσμια φήμη και αρκετά βραβεία, ο συγγραφέας συναντά πάλι τους αναγνώστες του με ένα βιβλίο διαφορετικό, το ‘Μπέρδεμα στο Χάρλεμ’ που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά. Σ’ αυτό ο Γουάιτχεντ μέσα από ένα απολαυστικό κείμενο γύρω από ένα σχέδιο ληστείας και μια πλοκή εκδίκησης ζωγραφίζει ένα πορτρέτο του Χάρλεμ στα ταραγμένα χρόνια του τέλους της δεκαετίας του 50 και των αρχών του 60.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη με το καθένα να αναφέρεται σε διαφορετική χρονιά (1959, 1961 και 1964). Ο Γουάιτχεντ σπάζοντας όρια και στερεότυπα μετατοπίζει την αφήγησή του σε νέα είδη και εξερευνά την ολισθηρή φύση της ηθικής, της εξουσίας και της κοινωνικής ιεραρχίας της υποκουλτούρας του εγκλήματος.
Ήρωάς του είναι ο Ρέι Κάρνει, ένας ιδιοκτήτης καταστήματος με επώνυμα έπιπλα· έπιπλα που πριν από την εποχή αυτή ήταν διαθέσιμα μόνο σε καταστήματα λευκών. Γιός ενός διαβόητου απατεώνα, ο Ρέι έπρεπε να μάθει τη ζωή με τον δύσκολο τρόπο. Έπρεπε να δουλέψει σκληρά, να μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει τους νταήδες στο σχολείο και με κάποιο τρόπο να τελειώσει το λύκειο και μετά το Κουίνς Κόλετζ με πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων. Κι όλα αυτά χωρίς έναν ενήλικα να λειτουργεί γι’ αυτόν ως υγιές πρότυπο.
«Όπως το έβλεπε εκείνος, η ζωή σου μάθαινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ζεις με τον τρόπο που σου είχαν μάθει να ζεις. Ερχόσουν από κάπου αλλά το πιο σημαντικό ήταν το πού αποφάσιζες να πας.»
Το 1959 ο Κάρνεϊ είναι πια επιχειρηματίας, έχει σύζυγο, μια μικρή κόρη και περιμένει σύντομα το δεύτερο παιδί του. Καθημερινά παρακάμπτει τις δυσκολίες, σφίγγει τα δόντια στις αναποδιές και προχωράει αποφασισμένος να ζήσει με αξιοπρέπεια. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι η παρουσίαση του καθημερινού ρατσιστικού διχασμού στην κοινότητα των μαύρων που είχε σαν κριτήριο το απόχρωση του δέρματος και την κοινωνική θέση. Οι γονείς της συζύγου του Κάρνεϊ, της οποίας η οικογένεια είναι από τους πρώτους μαύρους Αμερικανούς που βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση, θεωρούν τον γαμπρό τους που είναι πιο σκούρος και με χαμηλά εισοδήματα, ως κατώτερο και του συμπεριφέρονται συγκαταβατικά. Αυτή η έλλειψη αλληλεγγύης δημιουργεί έναν εσωτερικό αποκλεισμό στον Κάρνεϊ ενώ ταυτόχρονα τονώνει τη φιλοδοξία του για κοινωνική άνοδο στο ταχέως μεταβαλλόμενο Χάρλεμ. Οι φιλότιμες προσπάθειες που κάνει ο Κάρνεϊ για να σβήσει από πάνω του τα ίχνη της πατρικής κληρονομιάς φαίνεται να αποδίδουν αφού για όλους είναι ένας έντιμος μαγαζάτορας και ένας αξιοπρεπής οικογενειάρχης αν και μερικές φορές ξεφεύγει από τον ίσιο δρόμο πουλώντας κάποια εμπορεύματα με αμφισβητήσιμη προέλευση, κυρίως λόγω του Φρέντι, του αγαπημένου του ξάδερφου, ενός συμπαθή απατεώνα του οποίου η «κοινή λογική είχε την τάση να ξεγλιστράει από κάποια τρύπα στην τσέπη του». Ο Φρέντι του φέρνει συχνά κλοπιμαία και ο Κάρνεϊ τα πουλάει χωρίς να ρωτάει από πού προέρχονται. Παρά τους ηθικούς του συμβιβασμούς όμως ο Κάρνεϊ εξακολουθεί να ελπίζει και να προσπαθεί για μια αξιοσέβαστη ζωή.
«Ανάμεσα στους σάπιους ο Κάρνεϊ ήταν απλώς ελαφρώς χαλασμένος...»

Όταν ο Φρέντι τον εμπλέκει σε μια ληστεία στο ξενοδοχείο Theresa, το «Waldorf του Χάρλεμ» που είχε καταργήσει τους φυλετικούς διαχωρισμούς από το 1940 και ήταν το κατάλληλο κατάλυμα για ευκατάστατους Νέγρους που ήθελαν κάποια πολυτέλεια, ο Κάρνεϊ βρίσκεται ξαφνικά και άθελά του βουτηγμένος μέσα στο κύκλωμα των παρανόμων με τη λεία της ληστείας και ένα πτώμα στα χέρια του που δεν ξέρει πώς να το ξεφορτωθεί.
Το Χάρλεμ στην εξιστόρηση του Γουάιτχεντ είναι περισσότερο από ένα σκηνικό, είναι ένα εκπληκτικό μοτίβο που αλλάζει κι εξελίσσεται όπως και το κατάστημα επίπλων του Κάρνεϊ ενώ οι χαρακτήρες της ιστορίας, που στην πλειονότητά τους είναι άνδρες, ασχολούνται με τις πραγματικές αλλαγές στη ζωή τους, που άλλες δημιουργούνται από τους ίδιους και άλλες επιβάλλονται από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφονται.
Όσο η ιστορία ξεδιπλώνεται και ο Κάρνεϊ παλεύει με τα ηθικά του διλήμματα, ο αναγνώστης συναντά θυμωμένους γκάνγκστερ, παρακολουθεί ληστείες μέσα από κινηματογραφικές περιγραφές, βλέπει τις ταραχές στους δρόμους του Χάρλεμ το 1964 μετά το θάνατο ενός δεκαπεντάχρονου μαύρου που πυροβολήθηκε από έναν λευκό αστυνομικό, συμμερίζεται τα αισθήματα εκδίκησης, παρατηρεί τις διαστρωματώσεις της κοινωνίας και το ταχέως αναπτυσσόμενο εμπόριο των ναρκωτικών αλλά και τους διεφθαρμένους αστυνομικούς που απαιτούν ανταλλάγματα για την προστασία που προσφέρουν, μαθαίνει ότι υπήρχαν (άραγε υπάρχουν ακόμη; ) ταξιδιωτικά γραφεία που προτείνουν πόλεις, ξενοδοχεία κι εστιατόρια φιλικά προς τους μαύρους ταξιδιώτες. Και μέσα σ’ όλα αυτά ο Κάρνεϊ , που δεν μπορεί να κοιμηθεί με όσα τον απασχολούν, γυρίζει μέσα στη νύχτα στους δρόμους του Χάρλεμ, παρατηρεί την πόλη και αναζητά τρόπους να πραγματοποιήσει το αμερικάνικο όνειρό του κοιτάζοντας τα σπίτια κατά μήκος της Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, εκεί όπου ελπίζει να μετακομίσει μια μέρα την οικογένειά του.
«Παντού στην πόλη βρίσκονταν άνθρωποι σαν εκείνους, ένας ολόκληρος άγριος στρατός δολοπλόκων και νυκτόβιων ενορχηστρωτών, που ετοίμαζαν τις κομπίνες τους. Χιλιάδες επί χιλιάδων, να μοχθούν και να σχεδιάζουν πλεκτάνες στα διαμερίσματα και στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους και σε φαγάδικα ανοικτά όλο το εικοσιτετράωρο, περιμένοντας την ημέρα όπου θα έφερναν τα σχέδιά τους στο φως.»

Ο Γουάιτχεντ αφηγείται μια βαθιά και περίπλοκη ιστορία που αποπνέει συγγραφική δύναμη και βαθιά γνώση του αμερικανικού πειράματος. Με γλώσσα τραχιά και καθομιλούμενη, όπου σχεδόν κάθε χαρακτήρας μιλάει τη δική του αργκό, και την οποία στολίζει με αιχμηρό χιούμορ, αναπτύσσει το πανόραμα ενός κόσμου στον οποίο κυριαρχούν οι προκαταλήψεις, η διαφθορά, η κατάχρηση εξουσίας, η δύναμη των εγκληματικών ομάδων, τα πολιτικά δικαιώματα και πάντα και παντού η μαύρη κληρονομιά.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!