Η ‘Σκακιστική νουβέλα’, το τελευταίο έργο του Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig, Βιέννη 1881 – Βραζιλία 1942), γράφτηκε τo 1941,στη σκιά της απόγνωσης του συγγραφέα για τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου και των εθνικοσοσιαλιστικών πρακτικών στον πολιτισμό, όχι μόνο της χώρας του αλλά ολόκληρης της Ευρώπης ∙ μιας απόγνωσης που οδήγησε τον συγγραφέα στην αυτοκτονία λίγες ώρες αφότου είχε ταχυδρομήσει στον εκδότη του το χειρόγραφο του βιβλίου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τσβάιχ συνέθεσε τόσο τον θάνατό του όσο και τη δημοσίευση του τελευταίου του έργου, αντικατοπτρίζει τη δια βίου πάλη του να παραμείνει αμέτοχος στο κύμα που ξεσήκωσε η βία και η σύγχυση του ναζισμού.
Η Σκακιστική νουβέλα είναι η ακραία προσπάθεια του αφηγητή Τσβάιχ να μας προτείνει το αξιακό του σύστημα που προέρχεται κατευθείαν από τον παλιό κόσμο των Αψβούργων, σε αντίθεση με τον κόσμο την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο είχαν κυριαρχήσει οι απαξίες και η βαρβαρότητα.
Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι πολύ απλή. Ο αφηγητής ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στο Μπουένος Άιρες μαζί με αρκετούς ευρωπαίους που αναζητούν καταφύγιο κι ελπίδα μακριά από το σκοτάδι που σκεπάζει τη γηραιά ήπειρο. Μαζί τους στο πλοίο βρίσκεται και ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ένας νεαρός Σλάβος που, παρόλο που είναι ιδιοφυΐα της σκακιέρας, είναι εντούτοις ένας άνθρωπος αγενής, ακαλλιέργητος και μάλλον αργός στο μυαλό – όπως μαθαίνουμε από τις λίγες σελίδες στις οποίες περιγράφεται η ζωή του. Ένας άνθρωπος που με δυσκολία κατάφερνε να διαβάσει και να γράψει. Γιός ενός Σλάβου βαρκάρη του Δούναβη, βρήκε καταφύγιο μετά τον θάνατο του πατέρα του στο σπίτι του ιερέα του χωριού. Ο Τσέντοβιτς περιγράφεται σαν ένα παιδί σιωπηλό, όλο απάθεια που τα γράμματα δεν ‘χωρούσαν’ στο δυσκίνητο μυαλό του. Μέχρι που μια μέρα αποκαλύφθηκε το ιδιαίτερο ταλέντο που είχε στο σκάκι. Ένα ταλέντο που του χάρισε νίκες, φήμη και χρήματα ενώ εκείνος ‘δεν υποψιάζεται καν ότι υπάρχουν στη ζωή κι άλλες αξίες’.

Ο αφηγητής έχει μια πιο απλή σχέση με το σκάκι: εκτιμά την γοητεία του που ‘ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και δεν χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σε ένα ορισμένο είδος εξυπνάδας’, αλλά δυσκολεύεται να κατανοήσει ‘τη ζωή ενός λογικού όντος, που θ είχε οικειοθελώς περιορίσει τον κόσμο του ανάμεσα στο μαύρο και στο άσπρο, που θ’ αναζητούσε του θριάμβους του αποκλειστικά στο πέρα-δώθε, στο Μπρος και το Πίσω τριάντα δύο πιονιών, έναν άνθρωπο που θα θεωρούσε κατόρθωμα το άνοιγμα του παιχνιδιού με το άλογο κι όχι με κάποιο άλλο πιόνι, και θα απολάμβανε την αναφορά του ονόματός του σ’ ένα βιβλίο σχετικό με το σκάκι σαν να ήταν το προσωπικό του μερίδιο στην αθανασία – έναν άνθρωπο προικισμένο με αντίληψη, που θα μπορούσε, χωρίς να τρελαθεί, να συγκεντρώσει όλη τη δύναμη της σκέψης του επί δέκα, είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια στο ίδιο πάντα γελοίο εγχείρημα : πώς να στριμώξει έναν ξύλινο βασιλιά στη γωνιά μιας σανίδας!’
Παρόλα αυτά, τον ιντριγκάρει ο Τσέντοβιτς με την αντιφατική προσωπικότητα και αναζητά τρόπο να τον γνωρίσει, κάτι που επιτυγχάνει μέσω ενός πλούσιου Σκωτσέζου που καταφέρνει να παρασύρει τον πρωταθλητή σε μια σκακιστική μονομαχία. Ο Τσέντοβιτς όπως είναι φυσικό κερδίζει εύκολα τον αντίπαλό του. Μετά την πρώτη εύκολη νίκη, ο πρωταθλητής προκαλείται να παίξει εναντίον μιας ομάδας ερασιτεχνών σκακιστών. Κι εκεί που το παιχνίδι προχωρά αποδεικνύοντας την υπεροχή του πρωταθλητή, ένας άγνωστος προτείνει κάποιες κινήσεις στους ερασιτέχνες, αποκαλύπτοντας εξαιρετική ικανότητα στο σκάκι και οδηγώντας τη δεύτερη παρτίδα σε ισοπαλία. Ο αφηγητής, που έμαθε ότι ο άγνωστος είναι συμπατριώτης του Αυστριακός, τον αναζητά και μαθαίνει την ιστορία του.
Ο Δρ.Μπ. είναι ένας ευκατάστατος δικηγόρος από τη Βιέννη του οποίου η οικογένεια φρόντιζε για δεκαετίες τα οικονομικά συμφέροντα των ευγενών και του κλήρου ενώ μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία οι ναζί των συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε πλήρη απομόνωση με σκοπό να του αποσπάσουν πληροφορίες για την περιουσία της αυτοκρατορικής οικογένειας.
‘Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω, τίποτα ν’ ακούσω, τίποτα να δω. Ολόγυρά μου το Τίποτα και μόνο το Τίποτα, το Κενό, έξω από το Χώρο και το Χρόνο. […] είχα γύρω μου διαρκώς τα ίδια πράγματα, τα ίδια και τα ίδια φριχτά πράγματα. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα ικανό να με αποσπάσει από τις σκέψεις μου, από τις τρελές φαντασιώσεις μου, από τις νοσηρές εμμονές μου.’
Μετά από κάποιο διάστημα εγκλεισμού, ο Δρ. Μπ. φτάνει στα όρια της τρέλας από την οποία γλιτώνει όταν καταφέρνει να κλέψει ένα βιβλίο με παρτίδες σκακιού. Ξαφνικά το μυαλό του αρχίζει και πάλι να λειτουργεί, διαβάζει, σκέφτεται και απομνημονεύει τις παρτίδες σε μια αγωνιώδη άσκηση επιβίωσης. Στήνει στο μυαλό του τη σκακιέρα και επαναλαμβάνει τις παρτίδες του βιβλίου, μέχρι που επιχειρεί να παίξει εναντίον του εαυτού του, πράγμα αδιανόητο αφού ‘για να παίξει κανείς σκάκι εναντίον του εαυτού του αποτελεί παραδοξότητα ίδια με το να θέλει να πηδήσει το ίδιο του τον ίσκιο’ κι έτσι οδηγείται στην κατάρρευση.
Η ιστορία καταλήγει με τη δραματική πρόκληση στο παιχνίδι μεταξύ του Τσέντοβιτς και του Δρ.Μπ.
Η νουβέλα είναι γραμμένη με το κλασικό, ήρεμο και ακριβές ύφος του Τσβάιχ, και προσλαμβάνει σχεδόν διάφανα τον χαρακτήρα μιας αλληγορικής παραβολής, στην οποία προσωποποιούνται ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία. Η αντίθεση στις προσωπικότητες του Τσέντοβιτς και του Δρ. Μπ., οι διαφορετικοί τύποι νοημοσύνης τους, αποτελούν βασικά στοιχεία της πλοκής που της προσδίδουν συνοχή ενώ δίνονται με λεπτομέρειες για να επισημανθούν σαν αντίθετοι πόλοι της παλιάς, όμορφης, αριστοκρατικής Ευρώπης και της νέας της βάρβαρης εκδοχής.
Ο Τσβάιχ, που, σε αντίθεση με άλλους, γνώριζε να μην συμβιβάζεται με την ανερχόμενη δύναμη του ναζισμού, πληρώνοντας τις ακραίες πεποιθήσεις του, οι οποίες -δεν μπορεί να αγνοηθεί – ότι ήταν εξαιρετικά αδύναμες ως αποτέλεσμα της υψηλής αστικής και ελιτίστικης καταγωγής του, φωτίζει μέσα από τη σκακιέρα και τα μαθηματικά των πιθανοτήτων την αλήθεια ενός κόσμου σε μια κρίσιμη στιγμή.
Στη Σκακιστική Νουβέλα ο Τσβάιχ ασχολήθηκε με τις ανθρώπινες ψυχολογικές πτυχές με την απλότητα που χαρακτηρίζει τους μεγάλους συγγραφείς και μας χάρισε ένα σύντομο, σκοτεινό και δυνατό μυθιστόρημα για τον αντίκτυπο στο ανθρώπινο μυαλό των βασανιστηρίων και των στερήσεων, καθώς και μια αλληγορία για τα παράλογα δόγματα του θριάμβου του εθνικοσοσιαλισμού επί του καλλιεργημένου κόσμου της Βιέννης.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε υποδειγματική μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου.
Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ ‘Σκακιστική νουβέλα’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.
Απομόνωση από το περιβάλλον και τους ανθρώπους οδηγεί στην κατάρρευση της σκέψης, της λογικής, της συνείδησης της πραγματικότητας, του ψυχισμού.
Χωρίς επικοινωνία και ανταλλαγή σκέψεων, απόψεων, ιδεών, καταλήγουμε στην εμμονή του νου. Οδηγούμαστε “εντός των τειχών” σε νεκρό περιβάλλον, όπου ο σύμμαχος και συγχρόνως ο αντίπαλός μας είναι ο εαυτός μας.
Σε ολοκληρωτικές καταστάσεις, όπως περιόδους πολέμου, χρησιμοποιήθηκε αυτός ο αναίμακτος βασανισμός για την υποταγή του ανθρώπου.
Στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου δυστυχώς υπάρχουν περιστάσεις που μπορούν να επιβάλλουν ή να τείνουν σε απομόνωση.
Όσο αυτό το συνειδητοποιούμε, τόσο περισσότερο θα επιδιώκουμε και θα χαιρόμαστε την ελευθερία μας.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Έτσι ακριβώς! Σας ευχαριστώ για το σχόλιο.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!