ΑΝΤΙΟ, ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

στις

Το βιβλίο ‘Αντίο φαντάσματα’ της Ιταλίδας συγγραφέως Νάντια Τερανόβα (Nadia Terranova, Μεσσίνη 1978 –) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ,  είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έρχεται αντιμέτωπη με τα τραύματα του παρελθόντος της. Μια ιστορία ενηλικίωσης με μια οικογενειακή τραγωδία στο επίκεντρό της.

Η Ίντα  ζει στη Ρώμη με τον σύζυγό της όπου εργάζεται σαν συγγραφέας σε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Η φαινομενικά ισορροπημένη ζωή της διαταράσσεται όταν η μητέρα της την καλεί να επισκεφθεί το πατρικό της σπίτι στη Σικελία για να την βοηθήσει να το αδειάσει πριν το πουλήσει. Έτσι  η Ίντα αναγκάζεται να κάνει την αντίθετη διαδρομή από αυτή που είχε κάνει είκοσι τρία χρόνια πριν όταν έφυγε από το σπίτι που μεγάλωσε ελπίζοντας ότι έτσι θα ξέφευγε και από τον πόνο που έζησε σ’αυτό. Ένα σπίτι σημαδεμένο από την τραγική απώλεια του πατέρα της Ίντα που έφυγε ένα  πρωί στις 6.16 και δεν επέστρεψε ποτέ.

Ο Σεμπαστιάνο Λακουιντάρα, ο πατέρας της Ίντα υπήρξε ένας καλός σύζυγος και ένας στοργικός πατέρας μέχρι που η κατάθλιψη άρχισε να τον κυριεύει και να τον απομονώνει από όλους. Εγκατέλειψε τη δουλειά του, κλείστηκε στο σπίτι του και σιγά σιγά δεν σηκωνόταν καν από το κρεββάτι του. Η Ίντα στα δεκατρία της χρόνια έμαθε να τον φροντίζει όσο η μητέρα της ήταν στη δουλειά, να τον προσέχει, να τον πιέζει να φάει, να γίνεται εκείνη ο ενήλικας μπροστά στον άρρωστο γονιό που είχε γίνει ξανά παιδί. Μέχρι τη μέρα που ο Σεμπαστιάνο σηκώθηκε, ντύθηκε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι εξαφανίστηκε. Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απέγινε, πού πήγε, αν ζει ή αν πέθανε. Η Ίντα και η μητέρα της έπρεπε να διαχειριστούν στο υπόλοιπο της ζωής τους το τραύμα της εγκατάλειψης· έναν δύσκολο αποχωρισμό, έναν αποχωρισμό που δεν μπόρεσαν ποτέ να θεωρήσουν οριστικό, γεμάτο ερωτηματικά και ενοχές.

’Όλη μου τη ζωή ήμουν η κόρη της απουσίας του Σεμπαστιάνο Λακουιντάρα.’

Είκοσι τρία χρόνια μετά την εξαφάνιση του Σεμπαστιάνο, το σπίτι της οικογένειας παραμένει στη θέση του αν και έτοιμο να καταρρεύσει ακριβώς όπως και η Ίντα και η μητέρα της που φαινομενικά συνεχίζουν τη ζωή τους αλλά είναι και οι δύο κλεισμένες στον εαυτό τους, στο άλυτο τραύμα της εξαφάνισης, στον πόνο τους και τα αναπάντητα γιατί τους. Η μητέρα της Ίντα έχει συγκεντρώσει όλα τα πράγματα της κόρης της στο παλιό της δωμάτιο και η Ίντα πρέπει να ξεκαθαρίσει ποια από αυτά θα κρατήσει και ποια όχι. Ωστόσο αυτό αποδεικνύεται δύσκολο συναισθηματικά αφού όλα σ’ αυτό το σπίτι είναι σκιασμένα από την μνήμη του πατέρα της.

‘Κι ύστερα, εγώ και η μητέρα μου ζήσαμε μόνες μας στο υγρό σπίτι, μόνο που δεν καταφέραμε ποτέ να μείνουμε μόνες.

Το όνομα του πατέρα μου παρέμενε στο πιάτο του δείπνου, κρυβόταν στα σαπισμένα φρούτα του μπουφέ, μια σαύρα κατέβαινε στον τοίχο, η μητέρα μου ούρλιαζε ότι είχαμε πάλι ποντίκια, το τραπεζομάντηλο χόρευε, τα μαχαιροπήρουνα κουδούνιζαν μεταξύ τους, κι εγώ έκλεινα τα αυτιά μου μέχρι να περάσει ο σαματάς. Το όνομα του πατέρα μου μας τυραννούσε. Όποτε του δείχναμε σεβασμό, μας κορόιδευε φεύγοντας για βδομάδες, εγκαταλείποντάς μας εγκλωβισμένες στην απελπισία και τον φόβο, μα αν κάναμε να τον ξεχάσουμε, έβγαινε από το ψυγείο, από το συρτάρι με τα ληγμένα του φάρμακα, και στηνόταν μπροστά από το στρωμένο τραπέζι. Ο άνθρωπος αυτός, που κάποτε ήταν πατέρας μου, επόπτευε τη ζωή μας και θα συνέχιζε να το κάνει για πάντα. Τρύπωνε στις σωληνώσεις που δεν είχαμε επιδιορθώσει, καθόταν στη θέση του για να μη μείνει άδεια, γελούσε με τη συστολή με την οποία τρώγαμε το φαγητό μας. Ο πατέρας μου φυλούσε το σπίτι σαν ακοίμητος φρουρός, μόνο που το είχε εγκαταλείψει σαν δειλός, κι αυτά τα δύο εξακολουθούσε να τα κάνει καθημερινά, σ’ ένα κουραστικό τελετουργικό κάθε απόγευμα, όταν έξω έβρεχε, κι ύστερα ερχόταν το βράδυ που δεν ωφελούσε σε τίποτε άλλο παρά μόνο για να τελειώνω το διάβασμα, να ανοίγω την τηλεόραση και να αποχαυνώνομαι βλέποντας διαφημίσεις.’

Στο παιδικό της δωμάτιο, που η μητέρα της έχει διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να κάνει καμία αλλαγή, ένα δωμάτιο που ξεχείλιζε ‘από άχρηστη ελπίδα’ η Ίντα αισθάνεται το παρελθόν να της επιβάλλεται δυναμικά. Ανάμεσα στο μικρό κρεβάτι, τις κούκλες της παιδικής της ηλικίας και τη σκόνη τόσων ετών, νιώθει σαν να ασφυκτιά αλυσοδεμένη από τα αντικείμενα που δεν πετάχτηκαν και τις αναμνήσεις που κουβαλά το καθένα τους.

‘Φυλούσαμε τα πάντα όχι για να δοξάσουμε το παρελθόν, αλλά για να εξευμενίσουμε το μέλλον : ό,τι μας είχε χρησιμεύσει κάποτε, μπορεί να αποδεικνυόταν χρήσιμο τώρα, έπρεπε να πιστεύουμε στα αντικείμενα και να μην κάνουμε ποτέ το λάθος να τα ξεφορτωθούμε. Εμείς δεν κρατούσαμε τα πράγματα για να θυμόμαστε, αλλά ως παρακαταθήκες για το μέλλον όλα τα αντικείμενα διαδραμάτιζαν έναν ρόλο, έστηναν έναν εκβιασμό, και τώρα είναι γύρω μου και με κοιτάζουν.’

Σκέφτεται τα παιδικά της χρόνια σ’ αυτή την παράξενη οικογένεια, την παιδική της φίλη Σάρα, την ανάπτυξη του σώματός της, τα πρώτα δειλά της βήματα στο μονοπάτι της αγάπης. Και μαζί με τις αναμνήσεις που βγαίνουν στην επιφάνεια επιστρέφουν σύντομα και οι σκληροί καυγάδες μεταξύ μητέρας και κόρης. Καυγάδες γεμάτοι ενοχές και δυστυχία παρά τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Η Ίντα ψάχνει απαντήσεις για τους λόγους που προκάλεσαν την απόσυρση του πατέρα της από την ενεργό ζωή και τελικά  την εξαφάνισή του αλλά και για τον τελευταίο αινιγματικό του προορισμό και κατηγορεί τη μητέρα της για το φορτίο της φροντίδας του που της επέβαλε και για όποιες προσπάθειες θα έπρεπε να κάνει και δεν έκανε για να τον βοηθήσει να βγει από την άβυσσο που βυθιζόταν. Από την άλλη η μητέρα της, που κοντεύει πια τα εβδομήντα, αισθάνεται παρεξηγημένη και πληγωμένη από την κόρη της. Πιστεύει ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να στηρίξει την οικογένειά της και κατηγορεί την κόρη της για εγωιστική συμπεριφορά.  Ο δρόμος μεταξύ μητέρας και κόρης είναι σφραγισμένος από τα ερείπια των πληγωμένων τους συναισθημάτων και είναι δύσκολο πλέον να ανοιχτεί κάποιο μονοπάτι για να συναντηθούν. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει κάνει ακόμη πιο δύσκολο το να μιλήσουν για όσα έχουν αποσιωπήσει, να αποκαλύψουν όσα δεν είπαν ποτέ η μία στην άλλη και να βρουν μαζί ένα τρόπο να συμβιβαστούν με ό,τι τους συνέβη για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους.

‘Ήμασταν ένοχες. Ένας άνθρωπος με κατάθλιψη είχε απομακρυνθεί από τη ζωή επειδή εμείς δεν ξέραμε πώς να τον κρατήσουμε, και τώρα βλέπαμε την ενοχή μας σαν μια κατακόκκινη ατιμώρητη κηλίδα.’

Nadia Terranova

Με λεπτές, ακριβείς περιγραφές, η Νάντια Τερρανόβα παρατηρεί τα συναισθήματα της ηρωίδας της και αποτυπώνει με μια γλώσσα λιτή χωρίς μελοδραματισμούς την ένοχη και οδυνηρή κατάσταση της ζωής της. Οι μεταβάσεις μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος όπως και μεταξύ της πραγματικότητας και της μνήμης της αποδίδουν ένα ευαίσθητο μυθιστόρημα για την αντιμετώπιση του τραύματος και το χτίσιμο της ταυτότητας. Ένα μυθιστόρημα, της μετά Φερράντε εποχής της ιταλικής λογοτεχνίας, που μετέφερε άριστα στη γλώσσα μας η Δήμητρα Δότση.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.