Με έξυπνο χιούμορ, ειρωνεία και πυκνό ρυθμό η συγγραφέας Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ (Emmanuelle Bayamack-Tam, Μασσαλία 1966 -) στο βιβλίο της ‘Αρκαδία’ καταπιάνεται με τις υπερβολές της σύγχρονης κοινωνίας και προβληματίζεται για τα πρότυπα και τις ανθρώπινες σχέσεις που συχνά μετατρέπονται σε σχέσεις εξουσίας και χειριστικής επιβολής.

Σε ηλικία έξι ετών η Φαρά φτάνει με τους γονείς και τη γιαγιά της στο Liberty House, ένα παράξενο κτίριο, πρώην μοναστήρι που έχει μετατραπεί σε κοινόβιο· μια ελευθεριακή κοινότητα που τα μέλη της ζουν μέσα στη φύση, αφοσιωμένα στο στοχασμό και το διαλογισμό, έχοντας απαρνηθεί κάθε μορφή τεχνολογικής προόδου αλλά και ό,τι τους συνδέει με την προηγούμενη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων και των ονομάτων τους. Το κοινόβιο βρίσκεται σε μια περιοχή χωρίς κάλυψη δικτύου, όπου το ιντερνετ, τα κινητά τηλέφωνα και τα κοινωνικά δίκτυα είναι εντελώς απαγορευμένα.
Η κοινότητα αυτή καθοδηγείται από τον Αρκαντύ, έναν μεσήλικα ηγέτη λατρείας, προικισμένο με το χάρισμα της πειθούς, ο οποίος έχοντας τον ρόλο του γκουρού, περιβάλλει όλα τα μέλη της κοινότητας με αγάπη ενώ τους προστατεύει και τους απελευθερώνει από τα άγχη που τους είχε επιβάλει η κοινωνική τους ζωή. Σε αυτόν τον μικρό παράδεισο-καταφύγιο όλοι διάγουν ‘με απόλυτη ακρίβεια τον ποιμενικό βίο που μας είχε υποσχεθεί ο Αρκαντύ, με τον ίδιο τον Αρκαντύ στον ρόλο της ζωής του, εκείνον του καλού ποιμένα που συνοδεύει στη βοσκή το αθώο κοπάδι του. ‘
Η Φάρα μεγαλώνει σε αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον που περιβάλλεται από τεράστιες δασικές εκτάσεις και λιβάδια, παρατηρώντας τους ενήλικες να απορρίπτουν κάθε κοινωνικό κανόνα, ενώ γοητευμένη από την προσωπικότητα του Αρκαντύ τον ακολουθεί παντού απορροφώντας τις διδαχές του.
Το Liberty House είναι μια ουτοπική κοινωνία, μια επίγεια εδέμ, ένας τόπος που κανείς δεν κρίνεται για την εμφάνισή του και τις αδυναμίες του ή τουλάχιστον αυτό διακηρύσσει στους πιστούς του ο Αρκαντύ. ‘Με τον Αρκαντύ, όλος ο κόσμος έχει μια ευκαιρία, οι καμπούρηδες, οι παχύσαρκοι, οι αλλήθωροι, οι μαραγκιασμένες γριές ή οι όμορφοι γέροι.’ Υποστηρίζει την αγάπη ως θεραπεία για όλα στηρίζοντας τη φιλοσοφία του στη ρήση του Βιργίλιου ‘omnia vincit amor’ που σημαίνει ότι ‘η αγάπη νικάει τα πάντα’, μια φράση που επαναλαμβάνει συχνά και μάλιστα έχει καταγράψει στο σώμα του με τατουάζ.
Φοβόμασταν τις νέες τεχνολογίες, την υπερθέρμανση του πλανήτη, το ηλεκτρομαγνητικό νέφος, τα παραβένια, τα θειικά άλατα, τον ψηφιακό έλεγχο, τη σαλάτα σε σακουλάκι, τη συγκέντρωση υδραργύρου στους ωκεανούς, τη γλουτένη, τα άλατα αλουμινίου, τη ρύπανση των υπόγειων υδάτων, τη γλυφοσάτη, την αποψίλωση των δασών, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τη γρίπη των πτηνών, το ντίζελ, τα φυτοφάρμακα, την επεξεργασμένη ζάχαρη, τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, τους αρμποϊούς, τους έξυπνους μετρητές ρεύματος, και ούτω καθεξής.
Λίγο πριν τα 15α γενέθλιά της, η Φαρά ανακαλύπτει ότι πάσχει από το σύνδρομο Rokitanski το οποίο εκτός του ότι ευθύνεται για το δύσμορφο παρουσιαστικό της την οδηγεί σε μια άγνωστη, αμήχανη, δυσχερή κατάσταση, κάπου ανάμεσα στα δύο φύλα. Η Φαρά δεν είναι κορίτσι αλλά δεν είναι ούτε αγόρι. Από μικρή ήξερε ότι είναι άσχημη, με καμπούρα και έντονη τριχοφυΐα, αλλά πίστευε ότι μεγαλώνοντας θα άλλαζε. Τώρα που ξέρει τι της συμβαίνει, τώρα που συνειδητοποιεί ότι το σώμα της θα παραμείνει για πάντα κολλημένο σε ένα είδος ανεξήγητου ενδιάμεσου, πρέπει να αναζητήσει ένα χώρο στον οποίο να ανήκει. Αναρωτιέται συνεχώς ‘ποιά είμαι’. Αρχίζει να παρατηρεί όμως και τις συμπεριφορές των άλλων απέναντί της. Συμπεριφορές που όσο υπήρχε μέσα της η ελπίδα της αλλαγής, όσο θεωρούσε ότι η ασχήμια της ήταν κάτι που θα άφηνε πίσω της μετά την εφηβεία, δεν τις επισήμαινε, δεν είχαν και πολύ σημασία. Τώρα όμως που κάθε ελπίδα έχει χαθεί, τώρα που εκείνη αισθάνεται ότι ζει στην άκρη της κοινωνίας και του κανόνα, βλέπει με στενοχώρια ότι η αγάπη που διακηρύσσει η κοινότητα, έχει όρια.
‘Τι συμβαίνει μ’εμένα; Γιατί όλοι έχουν κάτι να σχολιάσουν όταν πρόκειται για τη Μαλικά ή τον Επιφάνιο, αλλά βουβαίνονται μόλις εγώ αρθρώσω μια λέξη; Έχει σχέση με την εξωτερική μου εμφάνιση – όλο και πιο ενοχλητική, για να λέμε την αλήθεια;’
Οι θολές αξίες της κοινότητας είχαν εντοπιστεί από την έξυπνη Φαρά και σε άλλες περιπτώσεις όταν για παράδειγμα τα τάγματα αγάπης του Αρκαντύ έσπευδαν να στρατολογήσουν πάμπλουτες χήρες ή ξεπεσμένους κληρονόμους ώστε να συμβάλλουν στην συντήρηση και την ευημερία του φαλανστηρίου (ονομασία σοσιαλιστικής αποικίας που σχεδίαζε ο Σαρλ Φουριέ. Επρόκειτο για ένα κτίριο στο οποίο θα ζούσαν όλοι και οι δουλειές θα μοιράζονταν σύμφωνα με τις φυσικές τάσεις του κάθε μέλους).
Μακάριοι οι πλούσιοι, διότι τα πάντα θα γίνουν δικά τους αν μπουν στον κόπο να ακούσουν τις προτροπές μας, το φωτεινό μας μήνυμα, αυτή τη φλογερή γλώσσα που κηρύσσει πως είμαστε έτοιμοι να τους αγαπήσουμε παράφορα αρκεί να σκάσουν το παραδάκι, να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο που διεξάγουμε ενάντια στις αδικίες και τους παραλογισμούς του κόσμου.

Η Φαρά μαθαίνει για τα όρια στα αποθέματα αγάπης που διαθέτει η κοινότητα όταν όλοι γυρίζουν την πλάτη τους σε έναν μετανάστη που ψάχνει καταφύγιο κοντά τους. Και τον αναγκάζουν να φύγει. ‘Αποχωρεί. Μόλις που προλάβαμε να περάσουμε από τον φόβο στην αγάπη, από τις πλέον επαίσχυντες προκαταλήψεις στον πλέον αδηφάγο πόθο, και εξαφανίζεται από τις ζωές μας, αφήνοντάς μας με την περιφρόνηση που μας εμπνέει εφεξής η κοινότητά μας, όλοι αυτοί οι εγωιστές και ασυνεπείς ενήλικοι.’
Η ‘Αρκαδία’ είναι ένα ιδιαίτερα ενθουσιώδες μυθιστόρημα με φιλοσοφικές αντανακλάσεις και ένα ισχυρό προβληματισμό σχετικά με τα πρότυπα και την ουτοπία, για την υποκρισία και τη στενόμυαλη ηθική, για την αποδοχή και τη διαφορετικότητα και πάνω απ’ όλα για την ουσία της αγάπης. Γιατί ‘η αγάπη υπάρχει’.
Το βιβλίο ‘Αρκαδία’ της Emmanuelle Bayamak-Tam κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση στα ελληνικά από τη Χαρά Σκιαδέλλη.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!