Το βιβλίο ‘Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο’ είναι μια ιστορία μόλις 180 σελίδων, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία που φέρει τη σφραγίδα ενός από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα, του Γουίλιαμ Μάξγουελ (William Maxwell 1908-2000). Το βιβλίο δημοσιεύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχικά στο The New Yorker στο οποίο εργαζόταν για χρόνια ο Μάξγουελ σαν λογοτεχνικός επιμελητής, συνεργαζόμενος με μεγάλα ονόματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας και διαμορφώνοντας μερικά από τα σημαντικότερα αφηγήματα της εποχής του.

Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στο Λίνκολν του Ιλινόι την πόλη όπου ο συγγραφέας έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, εκεί που βίωσε την μεγαλύτερη απώλεια της ζωής του· την απώλεια της μητέρας του.
‘Πολύ αμφιβάλλω αν θα θυμόμουν μετά από πενήντα χρόνια και βάλε το φόνο ενός αγρότη που δεν είχα συναντήσει ποτέ, αν, πρώτον, ο δολοφόνος δεν ήταν ο πατέρας κάποιου που γνώριζα, και, δεύτερον, αν δεν είχα κάνει αργότερα κάτι για το οποίο μετά θα ντρεπόμουν. Αυτό το απομνημόνευμα – αν μπορούμε να το πούμε έτσι – είναι μια έμμεση, μάταιη απόπειρα να επανορθώσω.’
Ο αφηγητής του βιβλίου, κοιτάζοντας από το βάθρο των γηρατειών προς τα πίσω τη ζωή του, θυμάται ένα καλοκαίρι που έπαιζε στο εργοτάξιο του υπό ανέγερση νέου σπιτιού της οικογένειας και έκανε τη σύντομη γνωριμία ενός άλλου αγοριού, του Κλίτους Σμιθ. Τα παιδιά πέρασαν λίγο καιρό κάνοντας παρέα για μερικές ώρες κάθε μέρα και ανανέωναν το ραντεβού τους με τη φράση ‘Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο’. Λίγα πράγματα συντηρεί η μνήμη του αφηγητή από τον Κλίτους: ‘Σήμερα δεν ξέρω αν θα τον αναγνώριζα αν τον έβλεπα όπως ήταν τότε. Θυμάμαι το χαμόγελό του, καθώς και ότι οι παλάμες και οι πατούσες του ήταν πολύ μεγάλες για δεκατριών χρονών παιδί.’
Παρά τη συντομία της, η φιλία αυτή έρχεται να κυριαρχήσει στις σκέψεις του αφηγητή, καθώς μια βαθύτερη σύνδεση ενώνει τα δύο αγόρια αφού και οι δύο έπρεπε να συμβιβαστούν με την γονική απώλεια. Ο αφηγητής έχει χάσει τη μητέρα του κατά την περίοδο της Ισπανικής γρίπης, έχει αποξενωθεί από τον πατέρα του ο οποίος δεν ήξερε πώς να του συμπαρασταθεί και τέλος πρέπει να συμβιβαστεί με το δεύτερο γάμο του πατέρα του και τη μετακόμιση της οικογένειας στο Σικάγο. Ο Κλίτους από την άλλη, μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του βίωσε το στίγμα της αντίδρασης του πατέρα του Κλάρενς Σμιθ ο οποίος πυροβόλησε τον φίλο του και εραστή της γυναίκας του Λόιντ Γουίλσον και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Στο επίκεντρο αυτών των αναμνήσεών του ο αφηγητής, τοποθετεί ένα γλυπτό του Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Με τίτλο ‘Ανάκτορο στις 4 π.μ.’, αυτό το γλυπτό, κατασκευασμένο από ξύλο, γυαλί και σύρμα, του προσφέρει ένα τρόπο να συνδέσει την ιστορία της θλίψης του για τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του και την ιστορία των Κλάρενς Σμιθ και Λόιντ Γουίλσον. Και ενώ το γλυπτό του Τζιακομέτι του παρέχει την αφηγηματική σκαλωσιά, ο Κλίτους Σμιθ, ο γιος του Κλάρενς, του παρέχει τη συναισθηματική γέφυρα για να ενώσει τις δύο ιστορίες.

Μέσα από ένα μείγμα μνήμης και φαντασίας, ο αφηγητής επανεξετάζει το διαπερατό θέμα της απώλειας και του πένθους. Το σπίτι και η οικογένεια, ο χρόνος και η παιδική ηλικία, ακόμη και οι ίδιες οι αναμνήσεις υπόκεινται σε αλλοίωση και μεταβολή με τον αφηγητή να αμφισβητεί διαρκώς την αξιοπιστία τους.
Ο Μάξγουελ αφηγείται την ιστορία του παλινδρομώντας από την προσωπική του ιστορία στην ιστορία των χαρακτήρων του βιβλίου, από την εποχή πριν από τη δολοφονία σε μια εποχή λίγα χρόνια μετά όπου ο αφηγητής ξανασυναντά τον Κλίτους στον διάδρομο του σχολείου και πετρωμένος από αμηχανία δεν του μιλά. Είναι αυτή η στιγμή που στοιχειώνει τη ζωή του ηλικιωμένου αφηγητή και ένας από τους λόγους που γράφει αυτή την ιστορία. Η μετατόπιση της αφηγηματικής προοπτικής και η συνένωση των αναμνήσεων του αφηγητή είναι ο τρόπος του να εξερευνήσει μια ιστορία που σχεδόν δεν έζησε αλλά και να εξιλεωθεί για την αντίδρασή του.
‘Άραγε γιατί δεν του μίλησα; Μάλλον επειδή ξαφνιάστηκα πολύ. Κι επειδή δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα. […] Τώρα πιστεύω … πιστεύω ότι το σωστό μπορεί να ήταν να γυρίσω και ν’ αρχίσω να περπατάω μαζί του χωρίς να πω λέξη. Όμως αυτό πιστεύω τώρα. Μου πήρε όλα αυτά τα χρόνια για να μπορέσω έστω να το φανταστώ […]’

Ο Μάξγουελ προσεγγίζει την ιστορία του με απλότητα, ανεπιτήδευτα, βάζοντας τον αφηγητή του άλλοτε να αναζητά στοιχεία και πηγές για τα συμβάντα του παρελθόντος, άλλοτε να ανασκαλεύει την προσωπική του εμπειρία και άλλοτε να εικάζει τα κίνητρα, τα συναισθήματα και τέλος την εξέλιξη των υπόλοιπων χαρακτήρων. Και μέσα σε όλα αυτά υφαίνει ξανά και ξανά το κενό που άφησε η απώλεια της μητέρας του. Μια απώλεια που τον οδήγησε να στραφεί στην παρηγοριά των βιβλίων και να κλειστεί στον εαυτό του.
Η συναισθηματική εμπλοκή με τους χαρακτήρες του βιβλίου που επιδιώκει και αναμφισβήτητα επιτυγχάνει ο Μάξγουελ, μαγεύει τον αναγνώστη και εμφανίζεται είτε σαν ‘άσκηση συμπόνοιας’ – όπως αναφέρει η Ann Patchett στο αναλυτικό εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου – είτε για να σταθεί στοχαστικά πάνω από το δικό του πένθος, τη δική του αξεπέραστη απώλεια που είναι διάχυτη στο έργο του. Καλεί τους αναγνώστες του να αισθανθούν την οργή και τη ντροπή της μητέρας του Κλίτους, τη συντριβή του πατέρα του, τη λαχτάρα του εραστή της, τη μοναξιά και τη σύγχυση του παιδιού που άφησαν πίσω. Κανείς δεν κρίνεται. Όλοι παρουσιάζονται ως ατελή ανθρώπινα όντα, ευάλωτοι στη σκληρότητα της ζωής, που καταστρέφονται από τις δικές τους αδυναμίες και μια φαινομενικά αξεπέραστη και ανόητη μοίρα.

Εντυπωσιακή, τέλος, είναι και η αποτύπωση της θλίψης του σκύλου του Κλίτους που με το ουρλιαχτό του ζωγραφίζει μοναδικά τον πόνο και την εγκατάλειψη.
Το ‘Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο’ είναι ένα βιβλίο για μια προδοσία, για ένα έγκλημα τιμής, για την απώλεια, για τη διαχείριση της ενοχής, για τον σκοπό της αφήγησης αλλά και για την αξιοπιστία της μνήμης.
‘Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση -δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ’ τη λήθη- είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάζει. Εμπλέκονται τόσο πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάζει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται μ’ αυτή την επιθυμία. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα.’
Το έργο του Μάξγουελ δεν είναι πολύ γνωστό στην Ελλάδα και το βιβλίο ‘Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά είναι το πρώτο από τα έργα του που εκδίδεται στα ελληνικά.
Εκδόσεις : GUTENBERG
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!