‘Μακάρι ο ανθρώπινος πόνος να μπορούσε να μετρηθεί με καθαρούς αριθμούς και όχι με αόριστα λόγια. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να ξέρουμε πόσο έχουμε υποφέρει, κι ο πόνος να ‘ταν υλικός και μετρήσιμος. Κάθε άνθρωπος συνειδητοποιεί μια μέρα πόσο ασήμαντο ήταν το πέρασμά του από τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να το αντέξουν· εγώ δε θα το αντέξω ποτέ.
Δεν το άντεξα ποτέ.
[…]
Υπήρξα ένα ερείπιο.
Δεν την κατάλαβα τη ζωή.

Στο βιβλίο Ορδέσα ο Ισπανός ποιητής και συγγραφέας Μανουέλ Βίλας (Manuel Vilas – Μπαρμπάστρο 1962) επιστρέφει στον τόπο των διακοπών των παιδικών του χρόνων, ένα μικρό χωριό κρυμμένο στα Πυρηναία, για να κάνει τον απολογισμό της ζωής του, να λογαριαστεί με τις ευθύνες και τις αποφάσεις του και να προσπαθήσει να σώσει μέσα του την ελπίδα· να ανακτήσει και να αναδημιουργήσει μια κοσμική τάξη, μια εναλλακτική θρησκεία, μια προσωπική πίστη.
‘Σκέφτηκα πως η ψυχική μου κατάσταση ήταν μια θολή ανάμνηση από κάτι που ‘χε συμβεί σ’ ένα μέρος του βορρά της Ισπανίας που το λένε Ορδέσα, ένα μέρος όλο βουνά, κι ήταν μια ανάμνηση κίτρινη, το κίτρινο χρώμα κατέκλυζε το όνομα Ορδέσα, και πίσω απ’ την Ορδέσα διαγραφόταν η μορφή του πατέρα μου, καλοκαίρι του 1969.
Μια πνευματική κατάσταση που είναι τόπος: Ορδέσα. Αλλά και χρώμα : το κίτρινο.’
Ορδέσα είναι το όνομα αυτού του τόπου που ξεκλειδώνει τη μνήμη του και τον οδηγεί σε μια χαοτική εξιστόρηση, αφιερωμένη στη ζωή αγαπημένων ανθρώπων αλλά και στη διερεύνηση του αποτυπώματος που αφήνει πίσω του ο θάνατός τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ορδέσα, για τον μπερδεμένο αφηγητή, είναι το φθαρμένο κίτρινο μιας φωτογραφίας, οι μυρωδιές, οι γεύσεις, οι εικόνες και τα καλοκαίρια σ’ έναν τόπο που παίρνει τη διάσταση του χαμένου παράδεισου. Είναι ποίηση για την καθαρή, άνευ όρων αγάπη.
Το κίτρινο είναι μια οπτική ψυχική κατάσταση. Το κίτρινο είναι το χρώμα που μιλάει για το παρελθόν, για την αποσάθρωση των οικογενειών, για την εξαθλίωση, που είναι ο ηθικός χώρος στον οποίο οδηγεί η φτώχεια, για τη συμφορά να μη βλέπεις τα παιδιά σου, για την πτώση της Ισπανίας στα ισπανικά μιάσματα, για τα αυτοκίνητα, για τους αυτοκινητόδρομους, για τις αναμνήσεις, για τις πόλεις όπου έζησα, για τα ξενοδοχεία όπου κοιμήθηκα, για όλα αυτά μιλάει το κίτρινο.
Η ισπανική λέξη για το κίτρινο (amarillo) είναι εύηχη.
Άλλη σημαντική λέξη είναι η penuria (εξαθλίωση).
«Εξαθλίωση» και «κίτρινο» είναι δύο λέξεις που ζουν μαζί, πλάτη με πλάτη.
Πρόσφατα διαζευγμένος και πατέρας δύο απόμακρων εφήβων, ο πενήνταχρονος συγγραφέας θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο και πρέπει να συνηθίσει σε μια μοναξιά βεβηλωμένη από τη θλίψη. Θυμάται τους γονείς του, τον πατέρα του που εργαζόταν σαν εμπορικός αντιπρόσωπος και ήταν πάντα κομψά ντυμένος, και τη μητέρα του που αγαπούσε την ηλιοθεραπεία και φοβόταν την κοινωνική υποβάθμιση. Τους θυμάται και εξετάζει την ιστορία τους συνδέοντάς τη με την ιστορία της Ισπανίας. Οι γονείς του ήταν μέρος αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί μικρο-μεσαία τάξη και ήταν, όπως εκατομμύρια άλλοι Ισπανοί, φτωχοί με αξιοπρέπεια. Γιατί το Ορδέσα είναι και μια ιστορία για τους αόρατους, τους ξεχασμένους, για τους Ισπανούς που τα χωριά τους έχουν εξαφανιστεί ή έχουν εγκαταλειφθεί, για τους αγρότες και τους φτωχούς που προτίμησαν τη σιωπή από την εξέγερση, είναι το βιβλίο της ισπανικής κατώτερης τάξης.
Οι γονείς του αγαπιόντουσαν, αλλά με μια μέτρια αγάπη που απαιτούσε λόγια και χειρονομίες. Λίγες μόνο αναμνήσεις παραμένουν στο «νεκροταφείο της μνήμης» που σκάβει εδώ με αποφασιστικότητα· το αυτοκίνητο του πατέρα του, η υπογραφή του, η προτίμηση στα καινούρια χαρτονομίσματα, το μαγείρεμα της μητέρας του με ελαιόλαδο, τα Χριστουγεννιάτικα λαχεία, οι τηλεοπτικές εκπομπές και η καλοκαιρινή διαμονή στην Ορδέσα. Στο κάτω μέρος της αβύσσου του, ο συγγραφέας ζει με δύο φαντάσματα και την ενοχή επειδή επέλεξε την αποτέφρωση των σωμάτων τους· την πιο οικονομική αλλά και την πιο εκμηδενιστική λύση. Ζει με φόβο.
Ο φόβος, πάντα ο φόβος, η ιδιωτική μου μάστιγα. Ο φόβος που ψάχνει φιλενάδα στο μυαλό σου, που αν δεν τη βρει αυτή τη φιλενάδα την πλάθει ο ίδιος, που τελικά τα φτιάχνει με την απόγνωση, ένα θηρίο θηλυκό, πλασμένο απ’ τη φθορά και την τρέλα. Κι αυτό είναι άλλο ένα θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς μου: όλη μου τη ζωή με συνοδεύει ο φόβος μην τρελαθώ, μη και δεν μπορέσω να εκλογικεύσω αυτά που μου συμβαίνουν, μη με παρασύρει το χάος. Η μητέρα μου ήταν σαν κι εμένα, η μητέρα μου έφερνε σε απόγνωση τον πατέρα μου κι ο πατέρας μου γινόταν έξαλλος με τη μητέρα μου κι εγώ τον διαδέχθηκα στο θρόνο του θορύβου και στη λύσσα που δεν είναι παρά η όρεξη να σπάσεις αντικείμενα, να σπάσεις παράθυρα, να σπάσεις πιάτα, να σπάσεις πόρτες, να σκίσεις πουκάμισα, να ρίξεις κλοτσιές στα έπιπλα και, στο τέλος, να ριχτείς στο κενό.
Θεέ μου, πόσο μ’ αρέσουν οι απελπισμένοι. Είναι ό,τι καλύτερο.
Με το καταγραφή αυτού του χρονικού, ο συγγραφέας γιός γίνεται ο φύλακας του μυστηρίου της ύπαρξης των γονιών του, και ανακαλύπτει εκ νέου τη δύναμη της αγάπης τους.
Οι μεγάλοι νεκροί του Μανουέλ Βίλας είναι τελικά η μεγάλη του ζωή, η παρουσία τους ακτινοβολεί στο μυθιστόρημα – αν μπορεί να το θεωρήσει κάποιος μυθιστόρημα -, δεν σταματούν ποτέ να συνοδεύουν τον γιο τους, και αναρωτιέται κανείς αν είναι αυτός που τους προσκαλεί ή αν αυτοί τον προστατεύουν με την καθησυχαστική παρουσία τους.
Ο Μανουέλ Βίλας είναι ποιητής, αυτό το νιώθει ο αναγνώστης σχεδόν σε κάθε γραμμή. Επιστρέφει αρκετές φορές στο ίδιο πράγμα, στην ίδια πρόταση, μόλις τροποποιώντας τη γωνία προσέγγισης· συσχετίζει και αντιπαραθέτει, χωρίς προφανή σύνδεσμο, τις εικόνες, τα γεγονότα, τις αντανακλάσεις, όπως συνδέονται μεταξύ τους ή φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους τη στιγμή που τα καταγράφει, σε μια κατάσταση ούτε αρκετά συνειδητή ούτε εντελώς ασυνείδητη. Ξετυλίγει την ιστορία του με μια λυρική ροή που ωστόσο κινείται με σκοπό και υπολογισμό.
Οι αναμνήσεις του χρωματίζονται με μια βαθιά μελαγχολία. Είναι κι αυτές κίτρινες. Είναι γεμάτες ενοχές και θλίψη, όχι μόνο για τα πράγματα που έχει κάνει, αλλά και για όσα δεν έχει κάνει, για την απρόσεκτη παραμέληση των ανθρώπων που αγαπάει.
‘Στη ζωή μου υπήρξε περισσότερος πανικός παρά θλίψη. Γιατί ο πανικός πηγάζει από την ενοχή, και η θλίψη από τον εαυτό της.’

Συλλογίζεται τι μπορεί να μάθει από τα περασμένα και αν μπορεί τώρα να προσεγγίσει αυτούς που είναι ακόμα ζωντανοί και, κατά κάποιον τρόπο, να εξιλεωθεί για το παρελθόν. Γράφει για όλα, για τον αλκοολισμό του, για το διαζύγιό του, για τη ζωή του ως εκπαιδευτικός και για την απόφαση να εγκαταλείψει τη διδασκαλία, για την αγάπη του για τη μουσική (στο βιβλίο αποκαλεί τους γονείς τους, τα παιδιά του και συγγενείς με τα ονόματα κλασικών συνθετών), για την πορεία της χώρας του μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο Ορδέσα είναι η χαοτική εξιστόρηση της ζωής ενός άντρα που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας δικτατορίας, έζησε τη μετάβαση στη δημοκρατία, έχασε τους γονείς του, βίωσε προσωπικές ήττες και τελικά συνέθεσε έναν ύμνο στο παρελθόν που μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη σε πρεσβευτή αγάπης.
Το βιβλίο Ορδέσα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ φέρει τη μεταφραστική σφραγίδα του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Εκδόσεις : ΙΚΑΡΟΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο