Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα
Εισαγωγή – Μετάφραση – Επίμετρο: Μαρία Σπυριδοπούλου
Εκδόσεις Bell Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη
Η συγκεκριμένη έκδοση βασίσθηκε στο χειρόγραφο του 1957 · το 1996 κυκλοφόρησε στο Μιλάνο (εκδόσεις Feltrinelli) και το 1999 στην ελληνική γλώσσα
Όποιος διαβάσει μια φορά τον Γατόπαρδο, είναι βέβαιο, ότι αργά ή γρήγορα θα ξανανοίξει το βιβλίο. Ίσως γιατί θυμήθηκε ξαφνικά τον άνεμο να ανεμίζει τις κουρτίνες στην έπαυλη του Πρίγκηπα Φαμπρίτσιο, στην πρώτη σκηνή της ταινίας του Visconti, και μαζί, τις «θεότητες του παλερμιτάνικου Ολύμπου» στις τοιχογραφίες του οίκου των Σαλίνα, «που βαστούσαν με χαρά το γαλάζιο θυρεό με τον Γατόπαρδο». Ίσως γιατί θυμήθηκε την περιγραφή της συνάντησης του Πρίγκηπα με τον βασιλιά των Δύο Σικελιών – λίγο πριν την νικηφόρα εκστρατεία του Γκαριμπάλντι στη Σικελία – ένα αριστοτεχνικό σμίξιμο αριστοκρατικής οικειότητας, αστυνομικής επιτήρησης και πολιτικής διπλωματίας. Ή ίσως το βλέμμα του νεαρού Τανκρέντι (Alain Delon) να παρακολουθεί τον πιο διάσημο χορό στην ιστορία του κινηματογράφου, το χορό του ζεύγους Αντζέλικα – Ντον Φαμπρίτσιο (Claudia Cardinale – Burt Lancaster), ενώ «το μεγάλο χέρι του, έσφιγγε τη μέση της με ρωμαλέα αποφασιστικότητα, το πηγούνι του ακουμπούσε στα κυματιστά μαλλιά της, που σε έκαναν να τα ξεχνάς όλα». Σ’ εκείνη την αίθουσα χορού, στην σάλα του μεγάρου Pontoleone, «ο χρυσός ήταν πεπαλαιωμένος και θαμπός, σαν το χρώμα που έχουν τα μαλλιά των μικρών κοριτσιών του Βορρά … στην οροφή οι θεοί, ξαπλωμένοι σε επίχρυσα ανάκλιντρα, έσκυβαν και κοίταζαν προς τα κάτω, χαμογελαστοί και αδυσώπητοι σαν τον καλοκαιριάτικο ουρανό. Πίστευαν πως ήταν αιώνιοι · μια βόμβα κατασκευασμένη στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια το 1943 θα τους αποδείκνυε το αντίθετο». Γιατί το 1943 το Παλέρμο σχεδόν ισοπεδώθηκε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και τότε καταστράφηκε και η οικία Λαμπεντούζα, το πατρικό σπίτι του συγγραφέα.
Ακόμα όμως πιο βέβαιο είναι ότι όποιος διαβάσει μια φορά το Γατόπαρδο, κάποια στιγμή θα θελήσει να τον ξαναδιαβάσει απ’ την αρχή ως το τέλος, όπως λαχταράς να ξαναδείς ολόκληρη μια γοητευτική παράσταση. Να ξαναθυμηθείς το παιγνίδι με το χρόνο, τον έρωτα και το θάνατο, τα σικελικά τοπία, τη φεουδαρχία και την επανάσταση, την πολιτική και τη θρησκεία.
«Μόλις σώπασε η φωνή (η απαγγελία του Ροζαρίου) όλα άρχισαν να επανέρχονται στη συνηθισμένη ευταξία, στη συνηθισμένη αταξία. Ο μολοσσός Μπεντικό, λυπημένος για τον αποκλεισμό του, μπήκε από την ίδια πόρτα που είχαν βγει οι υπηρέτες και κούνησε την ουρά του. Οι γυναίκες σηκώνονταν νωχελικά και η παλινδρομική κίνηση που έκαναν ο φούστες τους κατά την αποχώρηση αποκάλυπτε σιγά σιγά τις γυμνές μυθολογικές μορφές, ζωγραφισμένες πάνω στο γαλακτερό φόντο του δαπέδου. Μόνο μια Ανδρομέδα, κρυμμένη από το ράσο του αργοπορημένου, εξαιτίας κάποιων συμπληρωματικών δεήσεων, πάτερ Πιρόνε, δεν μπόρεσε για αρκετή ώρα να αντικρύσει πάλι τον αργυρόχρου Περσέα που περνώντας πάνω από τα κύματα έσπευδε να τη βοηθήσει και να τη φιλήσει».
Στον αντίποδα των μεγάρων, των επενδυμένων με χρυσό, και των χαριτωμένων ροκοκό διακοσμήσεων, στα φτωχικά σπίτια της Σικελίας με τα «απορρίμματα του φτωχικού τραπεζιού να συσσωρεύονται κατά μήκος των μιαρών τοίχων», οι «μητέρες εξέταζαν προσεκτικά με το φως του λύχνου τα τραχωματικά βλέφαρα των μωρών».
Ένα από τα πιο σπουδαία μυθιστορήματα του 20ού αιώνα γράφτηκε μέσα σε τρία χρόνια (1954-57). Το μοναδικό μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (1896-1957), τελείωσε λίγο πριν το θάνατο του συγγραφέα. Θα μπορούσε και να θεωρηθεί μια συνομιλία ανάμεσα σε έναν λόγιο κόμη των μέσων του 20ού αιώνα με έναν πρόγονό του, επίσης λόγιο κόμη, του 1860. Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε καν να δει τον Γατόπαρδο δημοσιευμένο, ούτε φυσικά την ομώνυμη ταινία του Visconti (1963), ούτε να χαρεί την μεγάλη εκδοτική και κινηματογραφική επιτυχία και τους διθυράμβους των κριτικών. Πνεύμα ευρύτατα καλλιεργημένο, με ευρεία γνώση της ευρωπαϊκής ιστορίας και της λογοτεχνίας, αλλά και της ιστορίας της οικογένειάς του, με βαθιά παρατηρητικότητα και διεισδυτικότητα.
«Οι ακτίνες του ήλιου που έδυε εκείνο το απόγευμα του Μαΐου τόνιζαν τη ροδοκόκκινη επιδερμίδα και τις μελί τρίχες του Πρίγκηπα Φαμπρίτσιο υποδηλώνοντας τη γερμανική καταγωγή της μητέρας του, της Πριγκίπισσας Καρολίνας, που η υπεροψία της, πριν τριάντα χρόνια, είχε κάνει την απλοϊκή αυλή των Δύο Σικελιών να παγώσει. Στο αίμα του Σικελού εκείνου αριστοκράτη, εν έτει 1860, βρίσκονταν σε ζύμωση και κι άλλα γερμανικά αποστάγματα που τον έφερναν σε δύσκολη θέση, παρόλη τη γοητεία που μπορούσαν να ασκούν το κάτασπρο δέρμα και τα ξανθά μαλλιά του σε ένα περιβάλλον ανθρώπων με μελαψή επιδερμίδα και κορακίσια μαλλιά…. Ο καημένος ο πρίγκηπας Φαμπρίτσιο παρακολουθούσε τον αφανισμό της κοινωνικής τάξης και της περιουσίας του χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα και κυρίως χωρίς να έχει καμία διάθεση να εναντιωθεί στα γεγονότα».
Ο Γατόπαρδος είναι με έναν τρόπο μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό. Ο Πρίγκηπας Ντον Φαμπρίτσιο ενσαρκώνει τον προπάππο του συγγραφέα Τζουζέπε Τομάζι, τον αστρονόμο Τζούλιο Μαρία Τομάζι. Σε ένα δίπλωμα του 1811, στην απαρίθμηση των τίτλων ιδιοκτησίας, που ακολουθεί το όνομα του Τζούλιο Τομάζι, πρώτα-πρώτα αναφέρεται “πρίγκηπας της νήσου Λαμπεντούζα”.
‘Ο Γατόπαρδος’ είναι με έναν άλλον τρόπο μυθιστόρημα ιστορικό. Αρχίζει στο Παλέρμο, τον Μάιο του 1860 και τελειώνει τον Μάϊο του 1910. Μισός αιώνας, που αρχίζει σε μια εποχή κοσμογονίας για την κατακερματισμένη Ιταλία, όταν ο Γκαριμπάλντι, με σημαία τον εθνικισμό και την Ένωση και στόχο την απαλλαγή από την αυστριακή κατοχή, θα εκστρατεύσει σε όλη την χερσόνησο. Τελικά η Ιταλία θα ενωθεί σε κράτος υπό τον βασιλέα Βίκτωρα Εμμανουήλ. Το 1957, ο συγγραφέας του Γατόπαρδου, κόμης di Lampedusa, γνωρίζει πώς ξετυλίχθηκε το μέλλον του προπάππου του και το μέλλον της Ιταλίας του Risorgimento, αλλά αρνείται να το σχολιάσει. Ίσως γιατί περιφρονεί την πολιτική, παρότι με βεβαιότητα λατρεύει την ιστορία. Η νέα εποχή, η νέα διοίκηση θα διορθώσει τα κακά της φεουδαρχικής Ιταλίας; «Εμείς είμασταν οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες · εκείνοι που θα μας αντικαταστήσουν θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες κι όλοι μαζί, γατόπαρδοι, τσακάλια και πρόβατα θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το άλας της γης».
Ο Μπεντικό, ο μαύρος μολοσσός, ο αγαπημένος σκύλος του Πρίγκηπα, είναι ένα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος. Η εκπαραθύρωση του βαλσαμωμένου σώματός του από το σπίτι, στα 1910, σημαίνει και το τέλος του βιβλίου, το τέλος μιας εποχής. «Ύστερα από λίγα λεπτά, ό,τι είχε απομείνει από τον Μπεντικό πετάχτηκε σε μια γωνιά της αυλής, από όπου περνούσε καθημερινά ο σκουπιδιάρης. Καθώς έπεφτε κάτω από το παράθυρο, ξανασχηματίστηκε για μια στιγμή η μορφή του: στον αέρα φάνηκε να χορεύει ένα τετράποδο με μακριά μουστάκια και το ανασηκωμένο μπροστινό δεξί πόδι ήταν σαν ν ’αναθεμάτιζε. Έπειτα όλα ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους μέσα σ’ ένα σωρό γκρίζας σκόνης».
Ματιά πικρή και ειρωνική, λέξεις ζυγισμένες, λυρισμός, τραχύτητα σαν του τοπίου της Σικελίας, κοινωνική ευαισθησία και πολιτική νεωτερικότητα ενός σικελού αριστοκράτη.
Η Ντοναφουγκάτα, ο εξοχικός τόπος-καταφυγή της οικογένειας του Πρίγκηπα, είναι ένας τόπος ανύπαρκτος, λογοτεχνικό δημιούργημα του Λαμπεντούζα – σαν την Βιγκάτα του Andrea Camilleri – μια σύνθεση μνήμης των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και λογοτεχνικής φαντασίας. Ντοναφουγκάτα, στα ιταλικά σημαίνει «γυναίκα που έφυγε», μαζί με την ζωή του σικελικού οίκου των Λαμπεντούζα.
Με μια περίεργη τροπή της ιστορίας, τον 21ο αιώνα, η Porta di Lampedusa του γλύπτη Mimmo Paladino υψώνεται στο νησί των προσφύγων, την Λαμπηδόνα των Ελλήνων ναυτικών της Μεσογείου, στη μνήμη όσων χάθηκαν προσπαθώντας να περάσουν την πόρτα της Ευρώπης.
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!