Το μυθιστόρημα Ένα άλλο Μπρούκλιν’ είναι το πρώτο βιβλίο της Αμερικανίδας Τζάκλιν Γούντσον που δημοσιεύεται στη χώρα μας αλλά και το πρώτο βιβλίο της που απευθύνεται σε ενήλικο κοινό.
«Για πολύ καιρό, η μητέρα μου δεν είχε πεθάνει ακόμη. Η ιστορία μου θα μπορούσε να είναι και πιο τραγική. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να έχει παρασυρθεί απ’ το πιοτό ή απ’ το βελόνι ή από κάποια γυναίκα και να έχει αφήσει τον αδελφό μου κι εμένα στη μοίρα μας – ή, ακόμα χειρότερα, στην υπηρεσία παιδικής προστασίας της Νέας Υόρκης όπου, σύμφωνα με τα λόγια του, σπάνιζαν τα χάπι εντ. Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Τώρα ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή· είναι η ανάμνηση.»
Η Όγκοστ, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, επιστρέφει στο Μπρούκλιν έπειτα από είκοσι χρόνια, για να παραβρεθεί στην κηδεία του πατέρα της. Στο μετρό συναντά αναπάντεχα μια παιδική της φίλη. Αν και η συνάντηση διαρκεί ελάχιστα είναι αρκετή για να πυροδοτήσει στην Όγκοστ μια σειρά από μνήμες που συνθέτουν το υπόλοιπο μυθιστόρημα. Μνήμες από τη δεκαετία του ’70, τότε που πίστευε ότι η φιλία είναι παρηγοριά και καταφύγιο.
Το 1973, η μητέρα της Όγκοστ παθαίνει ένα σοβαρό νευρικό κλονισμό λόγω του θανάτου του αδελφού της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο πατέρας, για να προστατέψει τα παιδιά του τα απομακρύνει από τη μητέρα τους και τα φέρνει να ζήσουν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Η Όγκοστ και ο μικρότερος αδελφός της ζουν αρχικά περιορισμένοι στο μικρό τους διαμέρισμα γιατί ο πατέρας τους πίστευε ότι ‘ο κόσμος δεν είναι τόσο ασφαλής όσο θέλετε να πιστεύετε όλοι σας. Σκεφτείτε την Μπιάφρα. Το Βιετνάμ.’
Από το παράθυρό τους τα δύο αδέλφια παρατηρούν τον καινούργιο τους κόσμο, τα λεωφορεία, τους παλιούς γείτονες που μετακομίζουν και τους νέους που έρχονται, το φορτηγάκι του παγωτατζή και τα άλλα παιδιά που παίζουν στο δρόμο. Η Όγκοστ κοιτάζει με ζήλεια μια παρέα κοριτσιών, ακούει τα γέλια τους και τις φωνές τους και λαχταράει να μπει κι εκείνη στον κόσμο τους. Παρά τη συμβουλή της μητέρας της που δεν πίστευε στη γυναικεία φιλία ‘έλεγε πως τις γυναίκες δεν έπρεπε να τις εμπιστεύεσαι. Τέντωνε το χέρι σου και κράτα τις γυναίκες τόσο κι άλλο τόσο πιο πέρα απ’ τις άκρες των νυχιών σου […]’, η Όγκοστ δεν μπορεί να αντισταθεί στην ανάγκη για λίγη γυναικεία παρουσία στη ζωή της. Αναζητά τη μητέρα της κάθε ώρα και διαβεβαιώνει τον μικρό της αδελφό ότι αύριο εκείνη θα επιστρέψει. Όταν τελικά μπαίνει στην παρέα των κοριτσιών αισθάνεται ότι κάνει μια καινούργια αρχή στη ζωή της ‘σαν να έριχνα άγκυρα’.
Τα τέσσερα κορίτσια μεγαλώνουν μαζί, μοιράζονται μυστικά, όνειρα και τραύματα σε μια πόλη που οι λευκοί την εγκαταλείπουν, οι ναρκομανείς επιτίθενται σε κοριτσάκια στον προθάλαμο του σπιτιού τους, το μπλακάουτ μετατρέπει τους κατοίκους σε όχλο και τα πεινασμένα παιδάκια της Μπιάφρα είναι η συνηθισμένη εικόνα στις ειδήσεις. Είναι ακόμη μια πόλη όπου κάποιες μητέρες εξαφανίζονται, κάποιοι πατέρες βρίσκουν παρηγοριά στη θρησκεία και κάποιοι ιερείς γίνονται απειλή αντί να προσφέρουν προστασία. Είναι μια δύσκολη πόλη σε μια δύσκολη εποχή όπου είναι ακόμη πιο δύσκολο το να είσαι κορίτσι.
Η Όγκοστ, ηΣύλβια, η Άντζελα και η Τζίτζι φτιάχνουν ένα νοητό φράγμα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να μεγαλώσουν εμποδίζοντας τον πόνο, τους κινδύνους, τη φτώχεια και την απώλεια να τις σημαδέψουν. Η μία κοντά στην άλλη αισθάνονται δυνατές να αντιμετωπίσουν τα πάντα μέχρι που αποδεικνύεται ότι η κάθε μια έχει το δικό της ξεχωριστό παρελθόν και μέλλον. Όπως η Όγκοστ προσπαθεί να γλυκάνει τον πόνο της απώλειας της μητέρας της έτσι και οι υπόλοιπες κουβαλούν τον δικό τους σταυρό η καθεμία προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο όμως που δεν ορίζουν εκείνες.
‘Να περάσω στη Νομική πρώτα, έτσι λέει ο πατέρας μου, μας είπε η Σύλβια. Κι ύστερα θα μπορώ να ασχοληθώ με όλα τα πράγματα που μου αρέσουν.
Όταν τη ρωτήσαμε, Τί σου αρέσει; η Σύλβια διέτρεξε με το βλέμμα το ροζ της δωμάτιο και είπε, Δεν κάνω εγώ κουμάντο στον εαυτό μου. Πού θέλετε να ξέρω;’
Δομημένο σε μικρές αποσπασματικές παραγράφους, το μυθιστόρημα της Γούντσον, θυμίζει περισσότερο ποίημα παρά παραδοσιακή αφήγηση και εμποτισμένο με αφοπλιστική ειλικρίνεια αποτελεί ένα γλυκόπικρο ύμνο στην παιδική ηλικία της αφηγήτριας. Η μνήμες της Όγκοστ καταγράφονται αποσπασματικά, λες και ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της παιδικής της ηλικίας και τα γεγονότα συμπυκνώνονται σε στιγμές και εικόνες που δείχνουν να έχουν όλα την ίδια αξία. Ακόμη και η στιγμή της προδοσίας της από τη μία φίλη της – που σήμανε και το τέλος εκείνης της παρέας – καταγράφεται με την ίδια ένταση με τις υπόλοιπες. Ίσως γιατί τελικά το μεγάλο αγκάθι στην καρδιά της ήταν η απώλεια της μητέρας της.
‘Στο εστιατόριο, μετά την κηδεία του πατέρα μου, ο αδελφός μου ρώτησε ξαφνικά, Γιατί το έλεγες συνέχεια αυτό; Γιατί επαναλάμβανες διαρκώς πως θα γυρίσει αύριο, αύριο, ξανά και ξανά αύριο;
Το σκέφτηκα κάμποση ώρα και τελικά είπα, Γιατί το πίστευα στ’ αλήθεια. Πως, κάποιο από όλα αυτά τα αύριο, θα γύριζε.’
Σε μόλις 150 σελίδες η Γούντσον παρατηρεί την πορεία της γενιάς της προς την ενηλικίωση και προσπαθεί να ερμηνεύσει όλα όσα σημάδεψαν αυτή τη γενιά μέσα από τις αναμνήσεις μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας και τις εικόνες ενός τόπου και μιας εποχής γεμάτης εθνικές και διεθνείς ανακατατάξεις. Το βιβλίο Ένα άλλο Μπρούκλιν’ είναι μια οδυνηρή ιστορία για τη φιλία, την οικογένεια και την πορεία προς την ενηλικίωση σε καιρούς αμείλικτους. Είναι ένα βιβλίο – όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας – ‘για τους δεσμούς που συνάπτουμε στη νιότη μας και το τι συμβολίζουν αυτοί οι δεσμοί’.
Το βιβλίο Ένα άλλο Μπρούκλιν’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Άννας Μαραγκάκη.
Eκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!