ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

στις

toypourgeioΟ Γκράχαμ Γκρην είχε κατηγοριοποιήσει τα έργα του σε ‘μυθιστορήματα’ και ‘ψυχαγωγικά αναγνώσματα’, θεωρώντας τα δεύτερα έργα μικρότερης αξίας. Στα πρώτα φαίνεται να εξετάζει σοβαρότερα τα θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα ενώ στα δεύτερα επικεντρώνεται περισσότερο στην πλοκή και τη δράση. Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία έχει εντάξει και το έργο του Το Υπουργείο του Φόβου, ένα βιβλίο γραμμένο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1943) που έχει σαν φόντο το Λονδίνο την εποχή των βομβαρδισμών. ‘Το Υπουργείο το Φόβου’ ενώ σε πρώτη ματιά είναι ένα ευχάριστο μυθιστόρημα κατασκοπείας, είναι παράλληλα και μια ιστορία για το θάνατο και τον κίνδυνο σε καιρό πολέμου, αλλά και ένα φιλοσοφικό ανάγνωσμα που απηχεί τις ηθικές ανησυχίες του Γκρην για την αυτοκτονία και τον φόνο από οίκτο.

Ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο Άρθουρ Ρόου, ένας μεσήλικας χήρος που ζει στο Λονδίνο σ’ αυτή τη δύσκολη χρονική στιγμή, αλλά παρόλο που οι σειρήνες ηχούν κάθε τόσο και ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης τρέχει στα καταφύγια, εκείνος δείχνει να  μην συμμετέχει καθόλου σε όλο αυτό που συμβαίνει γύρω του. Ζει σ’ ένα μικρό δωμάτιο, εργάζεται για 400 λίρες το χρόνο και έχει απομονωθεί από όλους τους φίλους που είχε πριν το θάνατο της γυναίκας του. Ένα θάνατο που τον στοιχειώνει ακόμη γιατί τον προκάλεσε ο ίδιος σκοτώνοντας τη βαριά άρρωστη γυναίκα του για να ξεφύγει από τον δικό του πόνο και την αγωνία που αισθανόταν όταν την έβλεπε να υποφέρει. Δικάστηκε γι’ αυτή του την πράξη και του δόθηκε χάρη αλλά ο ίδιος διαρκώς αναλύει τα κίνητρά του και αισθάνεται ανίκανος να συγχωρήσει τον εαυτό του. Με το βάρος αυτό στη ψυχή του και την ετικέτα του φονιά – παρόλο που είναι ένας φονιάς από ‘ευσπλαχνία’- έχει κλειστεί σ’ ένα δικό του κόσμο και περνά  τις μέρες του περιπλανώμενος, και αναπολώντας το παρελθόν, την παιδική του ηλικία που στο μυαλό του είναι συνώνυμο της αθωότητας και της ελευθερίας.

«Ήταν σαν ένας άνθρωπος που κατασκηνώνει στην έρημο. Τα βιβλία προέρχονταν από τα καροτσάκια ή τη δημόσια βιβλιοθήκη εκτός από το ‘Παλαιοπωλείο’ και τον ‘Δαυίδ Κόπερφιλντ’, που τα διάβαζε όπως ο κόσμος διαβάζει τη Βίβλο, ξανά και ξανά, μέχρι που να μπορεί να λέει απ’ έξω κεφάλαια και προτάσεις, όχι τόσο επειδή του άρεσαν όσο επειδή τα είχε διαβάσει παιδί και δεν κουβαλούσαν τις μνήμες του ενήλικα.»

Σε μία από τις περιπλανήσεις του βρίσκεται μπροστά σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση και αρχίζει να περιφέρεται στους πάγκους και τα παιχνίδια. Σε έναν από τους πάγκους κερδίζει απροσδόκητα ένα κέικ από ‘αληθινά αυγά, απλά μαντεύοντας το βάρος του και ξαφνικά, επειδή το κέικ προοριζόταν να το κερδίσει κάποιος άλλος και ο Άρθουρ παρά τις πιέσεις αρνείται να το επιστρέψει,  βρίσκεται καταδιωκόμενος από ένα κόσμο κατασκόπων, μυστηρίου και δολοφονιών.

Ξεκινώντας από αυτό το συμβάν, ο Άρθουρ, γυρίζει το Λονδίνο απ’ άκρη σ’ άκρη, προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο και να καταλάβει από ποιόν διώκεται και γιατί. Βρίσκεται με την κατεστραμμένη πόλη γύρω του να αντηχεί και να ενισχύει την κατεστραμμένη ψυχή του. Είναι σαν οι βόμβες που ισοπεδώνουν τα κτίρια γύρω του να έχουν ισοπεδώσει και τη λογική όσων τον περιβάλουν. Στην προσπάθειά του να γλυτώσει από τους διώκτες του συμβουλεύεται έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ και δέχεται τη βοήθεια της Άννας και του Γουίλι Χίλφε, δύο αυστριακών που εργάζονται για μια φιλανθρωπική οργάνωση.

«Πάντα δαγκωνόταν στη λέξη ‘φόνος’, όπως δαγκώνεις μια μικρή άφθα στη γλώσσα σου. Ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη χωρίς αυτοκατηγορία. Ο νόμος είχε δεχθεί την ερμηνεία της ‘ευσπλαχνίας’. Ο ίδιος δεχόταν εκείνη της ‘ασπλαχνίας’. Ίσως, αν τον είχαν κρεμάσει, θα είχε μπορέσει να βρει δικαιολογίες για τον εαυτό του ανάμεσα στο άνοιγμα και στον πάτο της καταπακτής, όμως του είχαν δώσει μια ολόκληρη ζωή για να αναλύσει τα κίνητρά του.»

Η ιστορία περιπλέκεται περισσότερο από τις ενοχές που κατατρύχουν τον Άρθουρ για το θάνατο της γυναίκας του αλλά και από τον αντίκτυπο των γερμανικών αεροπορικών επιδρομών. Μετά από μια τέτοια επιδρομή στην οποία τραυματίζεται ο διώκτης του, ο Άρθουρ βρίσκεται πιασμένος σε μια παγίδα στημένη από ένα δίκτυο ναζί κατασκόπων που κυριαρχούν με όπλο τους το φόβο, ενοχοποιημένος για ένα φόνο που δεν διέπραξε. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει κρύβεται στους σταθμούς του μετρό για να καταλήξει όμως σύντομα  με αμνησία σ’ ένα άσυλο.

Η αίσθηση του φόβου διαπερνά την ιστορία, τόσο με τις εναέριες επιθέσεις όσο και με τα δίκτυα των Γερμανών που προσπαθούν να χειραγωγήσουν ανθρώπους για να  συνεργαστούν μαζί τους. Ο Άρθουρ πλέον δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν. Καθώς ο αναγνώστης προχωρά και χάνεται μέσα στη συναρπαστική αφήγηση του Γκριν, σύντομα διαπιστώνει ότι παρά τον παραλογισμό που διατρέχει την ιστορία που παίρνει τη μορφή ενός σύνθετου θρίλερ, η αίσθηση της επικρατούσας, εκείνη την δύσκολη περίοδο, κατάστασης στο Λονδίνο και το θέμα της λύπης ως απομονωτικής και καταστροφικής δύναμης αυξάνει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον του.

Ένας από τους χαρακτήρες της ιστορίας δίνει και την εξήγηση του τίτλου του βιβλίου λέγοντας :

«Οι Γερμανοί είναι απίστευτα επιμελείς ως την τελευταία λεπτομέρεια. Αυτό το έκαναν και στη χώρα τους. Φακέλωσαν όλους τους αποκαλούμενους ηγέτες, την υψηλή κοινωνία, τους διπλωμάτες, πολιτικούς, εργατικούς ηγέτες, ιερείς και μετά τους παρουσίασαν το τελεσίγραφο. Περασμένα – ξεχασμένα όλα, διαφορετικά ο Δημόσιος Κατήγορος. Δεν θα εκπλαγώ αν έχουν κάνει το ίδιο κι εδώ. Έχουν δημιουργήσει ξέρετε, ένα είδος Υπουργείου του Φόβου και έχουν τους πιο συνεπείς υπαλλήλους. Δεν είναι μόνο ότι κρατάνε στο χέρι συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι το γενικό κλίμα που δημιουργούν, που σε κάνει να μη βασίζεσαι σε κανέναν».

Greene GrahamΕίναι σίγουρο ότι αν ο Γκράχαμ Γκρην είχε επιλέξει να γράψει αυτό το μυθιστόρημα λίγα χρόνια αργότερα, δεν θα μπορούσε να αποδώσει με την ίδια ένταση και αμεσότητα τα συναισθήματα, τις καταστροφές και όλα όσα μπορούσε να δει εκείνη την εποχή έξω από το παράθυρό του.

‘Το Υπουργείο του Φόβου’ έχει μεταφερθεί – αν και όχι με μεγάλη πιστότητα – στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Ρέι Μίλαντ.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΕΡΑΤΩ σε μετάφραση Δημήτρη Καρέλλα και Στέλλας Μακρή.

Εκδόσεις : ΕΡΑΤΩ

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.