Η Μέση Αγγλία το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe) είναι ένα μυθιστόρημα για το Brexit, μια παρατήρηση για τον τρόπο που η οικονομία και η πολιτική έχουν αφήσει το στίγμα τους στη βρετανική κοινωνία. Οι χαρακτήρες που γνωρίσαμε στη ‘Λέσχη των τιποτένιων’ και στον ‘Κλειστό Κύκλο’ επιστρέφουν μεγαλύτεροι και ωριμότεροι για να διερευνήσουν και να αναμετρηθούν με τα νέα δεδομένα στη χώρα και τις ζωές τους.
Διαβάζοντας το βιβλίο με όλους αυτούς τους χαρακτήρες που – όσοι παρακολουθούμε τα έργα του Κόου – γνωρίζουμε καλά, είναι σαν να επανασυνδέεσαι με παλιούς φίλους. Ο Μπέντζαμιν Τρότερ, πενηντάρης πια, ονειροπόλος συγγραφέας που ποτέ δεν ξεπέρασε την πρώτη του αγάπη, γράφει ένα τεράστιο μυθιστόρημα γι’ αυτή. Ζει πλέον στα Μίντλαντς, στο Σρούσμπερι – και όχι στο Μπέρμιγχαμ που μεγάλωσε – σε ένα μύλο στις όχθες του ποταμού Σέβερν. Ο παλιός του φίλος από τα σχολικά χρόνια, ο Νταγκ, είναι ένας επιτυχημένος αριστερός πολιτικός αρθρογράφος, που όμως ζει σ’ ένα αρχοντικό στο Τσέλσι με την έφηβη κόρη του που τον απεχθάνεται και το γιό του. Η αγαπημένη αδελφή του Μπέντζαμιν, η Λόις, ακόμη τώρα μετά από 40 σχεδόν χρόνια, στοιχειωμένη από την εμπειρία της από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μπέρμιγχαμ, μοιάζει να μην μπορεί ακόμη να αντιμετωπίσει με σιγουριά στη ζωή της. Η κόρη της, η Σόφι -που είναι και ο χαρακτήρας που ξεχωρίζει με την φρεσκάδα και τη δύναμή του – έχει μόλις παντρευτεί με τον Ιαν ο οποίος εκπροσωπεί την παλιά παραδοσιακή Βρετανία και προσπαθεί να παραβλέψει τα ιδεολογικά και συναισθηματικά πλήγματα του Brexit. Το νέο ζευγάρι αναζητά τόσο μέσα στον εαυτό του και τη σχέση τους όσο και μέσα στη χώρα, μια πιθανή διέξοδο από τη σύγχυση, την εχθρότητα και τα λάθη.
Στο βιβλίο αυτό όμως ξαναβρίσκουμε και τον Κόλιν, τον πατέρα του Μπέντζαμιν και της Λόις, που έχει μόλις χάσει τη γυναίκα του και θρηνεί όχι μόνο γι’ αυτή την απώλεια αλλά και για την αλλαγή της χώρας, για τους μετανάστες που έχουν κατακλύσει τις πόλεις, την απώλεια της βιομηχανίας και την ‘πολιτική ορθότητα’.
Ο Κόου έχει ένα απίστευτο ταλέντο να προβάλει τον τρόπο που η πολιτική και οι συνέπειές της επηρεάζουν τις ζωές των χαρακτήρων του, βουτώντας στην καθημερινότητά τους και παρακολουθώντας τους να συζητούν με τους μαθητές, τους φίλους, τους εχθρούς, την οικογένεια ή τους συναδέλφους τους. Με την αφήγησή του μας οδηγεί από το 2010 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2018 κάνοντας μια στάση στο Λονδίνο του 2012 όπου όλοι οι βασικοί χαρακτήρες του παρακολουθούν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και ο καθένας απ’ αυτούς βρίσκει σ’ αυτό κάτι που τον συγκινεί, από τους Pink Floyd, τη βασίλισσα Ελισάβετ, τον Τζέιμς Μπόντ και τον Mike Oldfield.
΄Όταν άρχισε η μουσική της συνέχειας, ο Φίλιπ δυσκολευόταν να το πιστέψει. Την αναγνώρισε αμέσως εκείνη την οικεία, υπνωτική μελωδία με τον χαρακτηριστικό ρυθμό. Η μουσική που είχε ακούσει χιλιάδες φορές, η μουσική που λάτρευε με όλη του την καρδιά, παρόλο που το σνομπάρισμα που δεχόταν για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες τον είχε αναγκάσει να κρατήσει κρυφή αυτή του την αγάπη, τον είχε κάνει να νιώσει ότι η αγάπη για αυτή τη μουσική τον καθιστούσε καταγέλαστο, ή, το λιγότερο, αιώνιο παλιομοδίτη. Όμως να την. Μεταδιδόταν σε ολόκληρο τον κόσμο, παρουσιαζόταν ως δείγμα των κορυφαίων στοιχείων της βρετανικής κουλτούρας. Δικαίωση! Δικαίωση επιτέλους!’
Ο Μπέντζαμιν είναι αυτός που στολίζει την ιστορία με κάποιες από τις μελαγχολικές στιγμές του όταν θυμάται τη μητέρα του στις τελευταίες της ημέρες να προσπαθεί να σιγοτραγουδήσει ένα παλιό τραγούδι της Shirley Collins. Ένα τραγούδι που οι στίχοι του γεννούν στον ίδιο συνειρμούς για την απώλεια της μητέρας του αλλά και για την απώλεια των προνομίων της μεσαίας τάξης που ‘Πριν από λίγα χρόνια, ένιωθαν πλούσιοι. Τώρα νιώθουν φτωχοί…’.
Η Μέση Αγγλία είναι ένα βιβλίο που απεικονίζει μια χώρα αγχωμένη που κοιτάζεται προσεκτικά στον καθρέπτη και αποφασίζει ότι δεν της αρέσει αυτό που βλέπει. Παντού φαίνεται να υπάρχει διάχυτη οργή για την απώλεια των προνομίων, ένας θυμός που σιγοβράζει και εκδηλώνεται με τις ταραχές στο Λονδίνο το 2011 και μια απογοήτευση που τελικά βρίσκει διέξοδο στις 23 Ιουνίου του 2016 με το δημοψήφισμα. Υπάρχει όμως και νοσταλγία – κάποιες φορές στολισμένη με κάποιες δόσεις εγγλέζικου ρατσισμού κάθε φορά που κάποιος από τους χαρακτήρες βιώνει μια ματαίωση – αλλά μια νοσταλγία για ένα κόσμο και μια εποχή που τελείωσαν οριστικά – αν υπήρξαν ποτέ. Ο Κόου αποτυπώνει αυτό το συναίσθημα σ’ ένα κεφάλαιο με τον Μπέντζαμιν και τον πατέρα του να επισκέπτονται στο Λόνγκμπριτζ ένα εμπορικό κέντρο που αντικατέστησε ένα παλιό εργοστάσιο αυτοκινήτων. «Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να τα κατεδαφίσουν όλα αυτά. Κάτι που βρισκόταν εδώ τόσο καιρό, κάτι που…» (…) Αλλά εκείνο το εμπορικό κέντρο – εκείνο το αναθεματισμένο εμπορικό κέντρο; Και όλα εκείνα τα σπίτια; Εκατοντάδες επί εκατοντάδων σπίτια; Γιατί; Πώς μπορείς να αντικαταστήσεις ένα εργοστάσιο με μαγαζιά; Αν δεν υπάρχει εργοστάσιο, πώς θα βγάζουν οι άνθρωποι χρήματα για να τα ξοδέψουν στα μαγαζιά; Πώς υποτίθεται ότι θα βγάλουν οι άνθρωποι τα χρήματα για να αγοράσουν τα σπίτια; Δεν έχει καμία λογική.»
Έτσι, από πολλές απόψεις η Μέση Αγγλία είναι ένα μυθιστόρημα αποχαιρετισμού αν και σε πολλά σημεία του γίνεται εύθυμο. Ο συγγραφέας του δεν επισημαίνει σ’ αυτό κάτι που δεν έχει ήδη ειπωθεί από άλλους, αλλά είναι ένα βιβλίο που έχει την οπτική όλων των πλευρών και όλων των απόψεων με τα νήματα της φαντασίας και της πραγματικότητας να συνυπάρχουν και να δημιουργούν ένα ειρωνικό θρήνο για μια χώρα παγιδευμένη σε μια ιμπεριαλιστική φαντασίωση.
Το βιβλίο Μέση Αγγλία κυκλοφορεί – όπως και τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα του Τζόναθαν Κόου που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά – από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Άλκηστης Τριμπέρη.
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!