Γράφει η Λίζα Παναγιωτοπούλου
Ο τριανταεπτάχρονος σήμερα Τζάστιν Τόρρες συστήθηκε το 2011 στο αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημα «Εμείς τα θηρία» το οποίο προκάλεσε αίσθηση και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες. Ο ίδιος σήμερα αποτελεί μια από τις ελπίδες της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.
Οι ήρωές του –«τα θηρία»- έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το συγγραφέα τα οποία εστιάζονται στην κοινή καταγωγή από Πορτορικανό πατέρα και «λευκή» μητέρα και στον τόπο όπου πέρασαν κάποια από τα παιδικά τους χρόνια.
Η ιστορία ξετυλίγει την παιδική ηλικία των «θηρίων»: του μεγαλύτερου Μάνι, του Τζόελ και του μικρότερου, ηλικίας 7 χρονών στο μεγαλύτερο μέρος της διήγησης, ανώνυμου αφηγητή. Ο πατέρας πολύ νέος στην ηλικία (γύρω στα είκοσι έξι), ο οποίος απασχολείται σε δουλειές του ποδαριού, συμπεριφέρεται κάποιες φορές βίαια τόσο στα παιδιά του «Όταν γυρνούσε στο σπίτι ο πατέρας μας τις τρώγαμε. Τα στρογγυλά κωλαράκια μας ήτανε καταπληγωμένα: κόκκινα, ξεγδαρμένα, μαστιγωμένα με τη δερμάτινη ζώνη. Ξέραμε ότι υπήρχε κάτι στην άλλη πλευρά του πόνου, στην άλλη πλευρά του τσουξίματος…..Μας αφύπνιζε, μας οδηγούσε κάπου πέρα από το κάψιμο και το ξέγδαρμα, κι εκεί δεν έφτανες βιαστικά» όσο και στην εικοσιτετράχρονη μητέρα, εργάτρια νυχτερινής βάρδιας σε ζυθοποιία «…και της φερόταν άγρια, όπως φερόταν και σε εμάς. Είδαμε ότι κι εκείνη πρέπει να την πονούσε να τον αγαπάει.» Η μητέρα όμως παρέμενε διαχυτική, κατάκοπη και μπερδεμένη με την πραγματικότητα, που ζητά από τον αφηγητή να παραμείνει για πάντα 6 χρονών.
«Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι» είπε. «Να μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις για πάντα έξι χρονών».
«Πως;»
«Είναι απλό. Δεν είσαι εφτά∙ είσαι έξι συν ένα. Και του χρόνου θα είσαι έξι συν δύο. Κι έτσι θα πάει για πάντα»
«Γιατί;»
«Όταν θα σε ρωτάνε πόσο χρονών είσαι, εσύ θα απαντάς «Είμαι έξι συν ένα, συν δύο, συν όσα είναι», θα τους λες πως όσο χρονών κι αν είσαι, είσαι ακόμα το αγοράκι της μαμάς σου. Κι αν εξακολουθήσεις να είσαι το αγοράκι μου, θα σε έχω για πάντα και δε θα με αποφεύγεις, δε θα γίνεις καπάτσος και σκληρός, κι εγώ δε θα πρέπει να κάνω την καρδιά μου πέτρα»
Η ζωή κυλά με φτώχια, ανεμελιά και πολλή σκανταλιά χαρακτηριστικό των μικρών αγοριών που εξερευνούν τον κόσμο, αλλά και με στιγμές οικογενειακής αγάπης και ζεστασιάς. Το μέλλον δείχνει προκαθορισμένο, «Δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από αυτό. […] Ούτε εμείς, ούτε αυτά. Κανένας μας δεν θα ξεφύγει από αυτό», οι ευκαιρίες λιγοστές, οι γονείς νέοι που ερωτεύτηκαν σε μικρή ηλικία και σε σύντομο διάστημα σκάρωσαν τρία παιδιά αλλά η καθημερινότητα τους ταλαιπωρεί και τους υπενθυμίζει τα πιθανά λάθη των επιλογών τους.
Η ιστορία είναι κλειστοφοβική. Περιστρέφεται αυστηρά γύρω από τα πέντε άτομα της οικογένειας. Οι εξωτερικές επιρροές ελάχιστες. Κανείς δεν μπορεί να σπάσει αυτόν τον κύκλο των πέντε ατόμων. «Όταν ήμασταν αδέλφια, ήμασταν οι Τρεις Σωματοφύλακες.» Οι γονείς έχουν εξοστρακιστεί από το περιβάλλον τους. Έχουν απογοητευτεί από τον κόσμο και μεταφέρουν αυτή τους τη σκέψη και στα παιδιά τους. «Μας είχαν προειδοποιήσει γι’ αυτά τα αγόρια, άλλωστε δεν τα είχαμε ανάγκη. Μας ήταν αρκετή η παρέα των τριών μας για τα παιχνίδια, τα κυνήγια και τους καβγάδες μας. Εξακολουθούσαμε ακόμα να είμαστε κολλητοί.»
Όμως ο μικρός γιός διαφέρει. Οι τρόποι του καθώς μεγαλώνει είναι «σα λευκού» και δεν μοιάζει πια με τα αδέρφια του καθώς έχει καλή συμπεριφορά, είναι ευγενικός και καλός μαθητής. Έχει αποκοπεί από την τριάδα – αγέλη και σταδιακά καθώς ολοκληρώνεται το βιβλίο γίνεται γνωστό σε όλους. Μια νύχτα με χιονιά πηγαίνει στο σταθμό των λεωφορείων, στις δημόσιες τουαλέτες, διότι έφτασε η ώρα του να ξεπεταχτεί. Τον ξεπέταξε ο οδηγός εκεί στα πίσω καθίσματα. Ξεπεταγμένος γύρισε σπίτι του όπου οι γονείς και τα αδέλφια του τον περιμένουν. Αλληλοκοιτάζονται, εκείνος ξεσπάει, ακολουθεί ένας παροξυσμός, διαφορετικός απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Τώρα πια ο μικρός γιος βρίσκεται αλλού μα πριν φύγει μακριά απ’ όλους, θα περάσει κι από ένα ίδρυμα. Θα τον πάει εκεί ο μπαμπάς, αφού πρώτα τον πλύνει καλά. Εκεί, στο νερό της μπανιέρας, ο συνδετικός ιστός θα διαλυθεί για πάντα.
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Από τις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα η οποία περιμένεις να εκτονωθεί με μια έκρηξη. Την αναμένεις από την αρχή του βιβλίου – δεν ξέρεις τι είναι ούτε πότε θα συμβεί. Η ένταση κλιμακώνεται με γρήγορους ρυθμούς όσο προχωράμε στην αποκάλυψη ενός μεγάλου μυστικού. Κάθε τελετή ενηλικίωσης είναι έντονη και όχι πάντα ευχάριστη.
Η περιγραφή είναι γεμάτη εικόνες που θα μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν σε κινηματογραφική ταινία αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος σκηνοθέτης να ακολουθήσει τον καταιγιστικό ρυθμό.
Το βασικό μήνυμα του βιβλίου αφορά τόσο στην επίδραση που έχει η οικογένεια και το περιβάλλον στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου όσο και στους δεσμούς που δημιουργούνται ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται, αλλά μες στη φτώχεια και τις δυσκολίες της ζωής μπορεί να διαρραγούν.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί η καταπληκτική μετάφραση του Θωμά Σκάσση για τις εκδόσεις Πατάκη.
Εκδόσεις : ΠΑΤΑΚΗΣ
Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας