ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ

στις

Το κλασικό μυθιστόρημα «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου» του Τόμας Γούλφ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, χωρίς πλοκή, γραμμένο όμως με εξαιρετικό λυρισμό που άσκησε επιρροή στο έργο μεταγενέστερων συγγραφέων.

Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το ποίημα του Μίλτον με τίτλο ‘Λυκίδας’ (στίχος 163) και ήταν η τελική επιλογή του Τόμας Γουλφ γι’αυτό το πρώτο του έργο, μετά από παρότρυνση του εκδότη του να βρει έναν εμπνευσμένο τίτλο.

Το βιβλίο αναφέρεται στην ιστορία ενός ανθρώπου του οποίου η ανησυχία και η λαχτάρα για να βιώσει τη ζωή στο έπακρο τον πηγαίνει από το αγροτικό σπίτι του στη Βόρεια Καρολίνα στο Χάρβαρντ. Παράλληλα εξιστορείται η πορεία μιας μικρής αγροτικής πόλης του Αμερικάνικου Νότου των αρχών του 20ου αιώνα προς στην εκβιομηχανισμένη εποχή.

Δεν πρέπει βέβαια κανείς να αγνοήσει και τις ιστορικές καταγραφές της πολιτιστικής εξέλιξης, των προκαταλήψεων και των περιορισμών του Νότου καθώς και την παράνοια των κατώτερων κοινωνικών τάξεων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το βιβλίο (κάτι που συναντήσαμε και στο πρόσφατα ανακαλυφθέν μυθιστόρημα της Χάρπερ Λη «Βάλε ένα φύλακα» που αποτελεί συνέχεια του κλασικού έργου της «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια»).

Το χρονικό της ιστορίας της οικογένειας του Γουλφ έχει σαν σκηνικό ένα ορεινό χωριό, το Άλταμοντ (το όνομα που έδωσε ο συγγραφέας στην γενέτειρά του Άσβιλ). Μέσα στον καυτό Αμερικάνικο Νότο, το Άλταμοντ είναι ένας αναζωογονητικά δροσερός τόπος, που εξελίσσεται σε καλοκαιρινό προορισμό και ιδανικό μέρος για πάσχοντες από φυματίωση. Ο Όλιβερ Γκαντ, γιός μεταναστών, ενός Εγγλέζου και μιας Ολλανδής, ατίθαση φύση, με διάθεση για περιπέτεια, φεύγει από τον τόπο του σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Όταν βλέπει ένα άγαλμα με τη μορφή αγγέλου, αποφασίζει να γίνει λιθοξόος και λίγα χρόνια αργότερα, μετά από το θάνατο της πρώτης του γυναίκας, και ενώ πιστεύει ότι πεθαίνει από φυματίωση, άφραγκος, μέθυσος και κακότροπος, καταλήγει στο Άλταμοντ. Εκεί συναντά τη δυναμική Ελίζα Πέντλαντ την οποία παντρεύεται και κάνει μαζί της εννιά παιδιά, έξι από τα οποία επέζησαν. Η οικογένεια έχει ένα μεγάλο σπίτι  και συντηρείται κυρίως από την οικονομία και τις επενδύσεις που κάνει η Ελίζα, παρά από τη δουλειά του Όλιβερ.

Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι ο τεμπέλης και διεφθαρμένος Στηβ, η ντροπαλή Νταίζη, η Έλεν που είναι το αγαπημένο παιδί του πατέρα της, ο ήσυχος και έξυπνος Μπεν και ο πληθωρικός και αξιαγάπητος Λιούκ.

Το 1900 με την ανατολή του νέου αιώνα γεννιέται το τελευταίο παιδί της οικογένειας, ο Ευγένιος, χαρακτήρας βασισμένος στον ίδιο το συγγραφέα και ίσως ένα σύμβολο για την αρχή της πορείας του Νότου προς τη νέα εποχή.

Ο Ευγένιος, έχει μια μάλλον μοναχική παιδική ηλικία στη διάρκεια της οποίας εργάζεται πουλώντας εφημερίδες στις συνοικίες των μαύρων, παρακολουθεί τους χαρακτήρες της πόλης του και ανακαλύπτει τον κόσμο των βιβλίων. Διαβάζει τους Άγγλους κλασσικούς, φοιτά σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου παίρνει μια πιο προσεγμένη εκπαίδευση και στα δεκάξι του μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Τον πρώτο καιρό της φοίτησής του εξακολουθεί να αισθάνεται μόνος και ‘διαφορετικός’, μέχρι την αποφοίτησή του όμως, έχει προσαρμοστεί αρκετά, εκδίδει ένα λογοτεχνικό περιοδικό και έχει τις πρώτες του ερωτικές ιστορίες. Τελικά φαίνεται να καταφέρνει να σπάσει τα οικογενειακά δεσμά και να ωριμάσει, μόνον όταν είναι έτοιμος να αναχωρήσει για τον Βορρά, χωρίς όμως να έχει αποτινάξει τελείως τη ρομαντική παράδοση του Νότου – όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του βιβλίου με τη «ματιά προς το σπίτι».

«Είχε πετύχει την πρώτη του απελευθέρωση από τους φραγμούς του σπιτιού – δεν είχε κλείσει τα έξι του χρόνια, όταν, χάρη στην επιμονή του, πήγε σχολείο. Η Ελίζα δεν ήθελε να τον στείλει, αλλά ο μόνος στενός φίλος του, ο Μαξ  Ίζαακς, έναν χρόνο μεγαλύτερός του, θα πήγαινε σχολείο και η καρδιά του παιδιού σφίχτηκε από τον φόβο πως θα ‘μενε πάλι μονάχο. Η μητέρα του του είπε πως δεν μπορούσε να πάει, νιώθοντας κατά κάποιον τρόπο πως το σχολείο θα ‘ρχιζε το αργό, το τελειωτικό χαλάρωμα των δεσμών που τους ένωναν, αλλά σαν τον είδε, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, να ξεγλιστράει κρυφά από την καγκελόπορτα και να τρέχει μ’ όλη του τη δύναμη στη γωνιά του δρόμου, εκεί που τον περίμενε το άλλο αγοράκι, δεν έκανε τίποτα για να τον φέρει πίσω. Κάτι τεντωμένο έσπασε μέσα της: Θυμήθηκε τη λαθραία ματιά που έριξε πίσω του κι έκλαψε απαρηγόρητα. Και δεν έκλαψε για τον εαυτό της αλλά για κείνον. Μετά τη γέννησή του είχε κοιτάξει μέσα στα σκούρα μάτια του και είχε δει κάτι που θα φώλιαζε αιώνια εκεί μέσα – το ‘ξερε – , απύθμενα βάραθρα ερημικής και άδηλης μοναξιάς. Ήξερε πως μες στα σκοτεινά και θλιμμένα σωθικά της ένας ξένος είχε έρθει στη ζωή, θρεμμένος από τις χαμένες επικοινωνίες της αιωνιότητας, φάντασμα του ίδιου του εαυτού του, στοιχειό του σπιτιού του, έρημος απέναντι στον εαυτό του και στον κόσμο. Ω, χαμένος.»

Και ενώ ο Ευγένιος μεγαλώνει διαβάζοντας και αναθεωρώντας αρχές και αξίες, αλλάζει μαζί του και η πόλη, που αντικαθιστά τα λασπώδη μονοπάτια της με μεγάλους δρόμους και τα χωράφια με ψηλά κτίρια.

Ο Γουλφ καταλαβαίνει ότι μόνο η απομάκρυνση από τις αξίες του Νότου είναι το κλειδί για την ωριμότητα και ο Ευγένιος χρειάζεται να ξεφύγει από το σπίτι του για να ενηλικιωθεί. Αλλά για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη η κατανόηση του παρελθόντος.

Ο Γουλφ περιγράφει τα πάντα, τα άτομα, τα τοπία, την ανθρώπινη συμπεριφορά, με ευρηματικές περιγραφές, ζωντανεύοντας έτσι  κάθε χαρακτήρα, όσο ασήμαντος κι αν είναι για την ιστορία του.  Πέρα όμως απ’ αυτό περιγράφει και αναλύει αρκετά και τις παλιές αξίες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης της φυλετικής ανωτερότητας, του ομογενειακού πατριωτισμού και της ιδιοκτησίας γης. Στο μυθιστόρημα αυτές οι ιδέες αναπτύσσονται και αλλάζουν με βάση την κατανόησή τους από τους ήρωες και τη συμβατότητά τους με τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της εποχής, όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Πριν κλείσω την παρουσίασή μου για το σπουδαίο αυτό βιβλίο της Αμερικάνικης λογοτεχνίας, θα αναφερθώ σε ένα ακόμη ατού της ελληνικής έκδοσής του, αυτό της μετάφρασής του από τον συγγραφέα του Λεμονοδάσους,  Κοσμά Πολίτη.

Γράφει  γι’ αυτό ο Δημήτρης Στεφανάκης : «Σε μια από τις καλύτερες μεταφραστικές του στιγμές, ο Κοσμάς Πολίτης μεταφέρει στα καθ’ημάς και το εμβληματικό Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου του Τόμας Γούλφ. Καταφέρνει να ξαναζωντανέψει σε μια αρυτίδωτη γλώσσα το παραληρηματικό έπος του αμερικανικού συγγραφέα, λογοτεχνικού σούπερ σταρ του Μεσοπολέμου, επιτρέποντας στον έλληνα αναγνώστη να νιώσει με τη σειρά του τις ισχυρές αφηγηματικές δονήσεις που προκαλεί ένα αφειδώλευτο και ατίθασο ταλέντο.»

 

Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Πηγές :

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.