ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ

στις

Στο βιβλίο ‘Με καταγωγή από τη Μαριούπολη’ (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), η συγγραφέας Νατάσα Βοντίν (Natascha Wodin, Fürth 1945-) με αφετηρία την αναζήτηση της καταγωγής της, ανασυνθέτει  μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας, μια εποχή γεμάτη αλλεπάλληλες ιστορικές και πολιτικές αδικίες, καταδεικνύοντας πόσο απροστάτευτοι είναι οι άνθρωποι μπροστά στην ιστορία και τις πολιτικές  τάσεις της εποχής τους.

Η Νατάσα Βοντίν, γεννήθηκε στο Φιρτ της Γερμανίας το 1945 σε μια οικογένεια ανατολικοευρωπαίων αιχμαλώτων-εργατών που δούλευαν σε γερμανικά εργοστάσια στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ήδη δύσκολη παιδική της ηλικία, γεμάτη από στερήσεις, ανασφάλεια και βία, στιγματίστηκε και από την αυτοκτονία της μητέρας της. Στις επόμενες δεκαετίες τόσο το ερωτηματικό των αιτίων της αυτοκτονίας της μητέρας της όσο και η έλλειψη πληροφοριών για τη ζωή και την καταγωγή των γονιών της, την στοιχειώνουν αφού δεν διακρίνεται κάπου μια ευκαιρία για αναζήτηση πληροφοριών.

Στα 70 της χρόνια η Βοντίν, αναγνωρισμένη πλέον συγγραφέας και μεταφράστρια γράφει τυχαία στο διαδίκτυο,  το όνομα της μητέρας της, χωρίς να προσμένει πολλά από αυτή την αναζήτηση. Μέσω μιας ιστοσελίδας με το όνομα «Azov’s Greeks» δέχεται μια ανέλπιστη απάντηση από έναν Έλληνα που ψάχνει κι αυτός για τους δικούς του συγγενείς  και ο οποίος γίνεται ο σημαντικότερος βοηθός της στην έρευνα που ξεκινά.

Σε νυχτερινά email και τηλεφωνήματα, με βάση ελάχιστες φωτογραφίες, μια κάρτα εργασίας, αιτήσεις για βίζα και κάποιες καταγραφές αρχείων εκκλησιών αρχίζουν δειλά, δειλά να συγκεντρώνονται πληροφορίες για την οικογένεια της μητέρας της Βοντίν,  μια πολυπληθή και πολυπολιτισμική οικογένεια της Μαριούπολης. Η ιστορία της πολύπαθης πόλης της Αζοφικής θάλασσας που κατοικήθηκε για πολλά χρόνια από μια ισχυρή ελληνική κοινότητα και η πολιτική της οδύσσεια ξεδιπλώνεται παράλληλα με την ιστορία της οικογένειας της συγγραφέως ˙μιας οικογένειας που φαίνεται να βρέθηκε πάντα στην πλευρά των χαμένων.

Στο πρώτο από τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου η συγγραφέας καταγράφει τη σειρά των ερευνών της που απέδωσαν ένα γενεαλογικό δέντρο πλούσιο σε μέλη και ιστορία˙ μια αριστοκρατική οικογένεια με ρίζες στην Ιταλία και τη Γερμανία που την μακρινή εποχή της τσαρικής Ρωσίας ζούσε στη Μαριούπολη.  Ένας θείος διάσημος τραγουδιστής της όπερας, μια διανοούμενη γιαγιά και η Λύντια, η επαναστάτρια αδελφή της μητέρας της είναι οι πρώτοι συγγενείς που εντοπίζονται σ’ αυτή την ιδιότυπη έρευνα και οδηγούν τη συγγραφέα να σκεφτεί ότι ‘Το μαύρο κουτί της ζωής μου είχε ανοίξει προς το τέλος της και παρόλο που μέσα δεν έβλεπα παρά ένα ακόμα μαύρο κουτί, όπου ήταν κρυμμένο κι άλλο ένα και μέσα σ’ εκείνο άλλο ένα, όπως στις Ματριόσκες, τις ρωσικές κούκλες που βγαίνουν η μια μέσα από την άλλη, παρόλο που δεν είχαν τελειώσει τα ερωτήματά μου, αλλά μόλις άρχιζαν, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θεωρούσα πιθανό να μη βρίσκομαι εκτός τις ιστορίας της ανθρωπότητας, αλλά να ανήκω σ’ αυτήν όπως κάθε άλλος.’

Οι θηριωδίες μετά το 1917, η λεηλάτηση της περιουσίας των αστών το μεγάλο πείραμα κολεκτιβοποίησης του Στάλιν στις αρχές του 1930 που έμεινε στην ιστορία ως η γενοκτονία του ουκρανικού λαού, η επιβίωση και ο θάνατος στα γκουλαγκ, αποκαλύπτονται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου μέσα από τα απομνημονεύματα που έγραψε η Λύντια πριν πεθάνει. Η Λύντια υπήρξε πνεύμα ανήσυχο που παρά τα τραυματικά βιώματα των παιδικών της χρόνων, προχώρησε στη ζωή με δύναμη και αυτοπεποίθηση καταφέρνοντας όχι μόνο να σπουδάσει αλλά και να επιβιώσει από διώξεις και φυλακίσεις.

Η Γεβγκένια, η μητέρα της Βοντίν και μικρότερη αδελφή της Λύντια,  γεννήθηκε τρία χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, σε περιβάλλον ηττημένο, σε μια οικογένεια που λόγω της αστικής της καταγωγής θεωρείτο ταξικός εχθρός και ως εκ τούτου οι διώξεις και ο φόβος τη συνόδευσαν σε όλη της τη ζωή.

Μεταξύ 1939 και 1945, εκατομμύρια άνθρωποι από τις χώρες που κατείχαν οι Ναζί, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη, χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβοι σε γερμανικά εργοστάσια, κυρίως σε εργοστάσια εξοπλισμών για να καλύψουν τα κενά που δημιούργησε ο πόλεμος στην παραγωγή όπλων της Γερμανίας. Περίπου το ένα τρίτο από αυτούς ήταν γυναίκες, μερικές από τις οποίες απήχθησαν μαζί με τα παιδιά τους. Μετά το τέλος του πολέμου, όσοι επέζησαν και κατάφεραν να επαναπατριστούν κουβαλούσαν εκτός από τις πληγές στο σώμα τους και την ντροπή και την ενοχή για τη δουλειά που υποχρεώθηκαν να προσφέρουν στον εχθρό.

Οι περιγραφές από τις συνθήκες στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί καθώς και όσα υπέστησαν οι ανατολικοί εργάτες είναι μια σελίδα της ιστορίας του 20ου αιώνα που άρχισε να ανοίγει μόλις το 1990, ότανάρχισαν να απαιτούνται  αποζημιώσεις για αυτούς τους διαφορετικούς αιχμαλώτους.

‘Όσο περισσότερο ερευνούσα τόσο περισσότερες φρικαλεότητες ανακάλυπτα, για τις οποίες δεν φαινόταν να γνωρίζει κανείς τίποτα. Δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν είχα ιδέα για πολλά πράγματα, αλλά και πολλοί Γερμανοί φίλοι μου που θεωρώ ανοιχτόμυαλους ανθρώπους με ιστορική γνώση και συνείδηση δεν ήξεραν τίποτα περί του πόσα ναζιστικά στρατόπεδα υπήρχαν παλιότερα στην επικράτεια του Ράιχ. Κάποιοι μιλούσαν για είκοσι, άλλοι για διακόσια, άλλοι υπολόγιζαν πως θα ήταν περίπου δύο χιλιάδες. Μια μελέτη ωστόσο του Holocaust Historical Museum της Ουάσιγκτον ανέφερε 42.500 στρατόπεδα, χωρίς να υπολογίζει τα μικρά και τα παράπλευρα στα μεγάλα. 30.000 από αυτά ήταν στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Zeit, ο Αμερικανός ιστορικός Georffrey Megargee που συμμετείχε στην έρευνα είπε στις 4 Μαρτίου του 2013 ότι ο τρομακτικός αριθμός των στρατοπέδων επιβεβαίωνε πως η ύπαρξή τους ήταν γνωστή σε όλους σχεδόν τους Γερμανούς, ακόμα κι αν δεν είχαν καταλάβει το εύρος του συστήματος ή τουλάχιστον τις συνθήκες σ’ αυτά. Ήταν η παλιά καλή ιστορία: Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Και αυτό, παρόλο που με τα 42.500 στρατόπεδα η χώρα θα πρέπει να είχε μετατραπεί κυριολεκτικά σε ένα τεράστιο γκουλάγκ.’

Τον Απρίλιο του 1944 η Γεβγκένια και ο σύζυγός της εγκατέλειψαν την Ουκρανία για να εργαστούν για το τρίτο Ράιχ . Δεν είχαν άλλη επιλογή αφού λίγο πριν ο Κόκκινος Στρατός είχε ανακαταλάβει την Οδησσό και εκείνοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία κα το θάνατο στην Ουκρανία. Διάλεξαν το πρώτο και μετά από ένα εφιαλτικό ταξίδι τοποθετήθηκαν μαζί με άλλους 2.500 ανατολικούς αιχμαλώτους σ’ ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης πολεμικών αεροπλάνων για να εργαστούν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Στο πέτο τους υποχρεώθηκαν να φορέσουν το σήμα ‘OST’ (συντομογραφία της λέξης Ostarbeiter που σημαίνει ‘ανατολικός εργάτης’).

Το τέλος του πολέμου δεν έφερε και το τέλος των δεινών για τους γονείς της Βοντίν. Αναγκασμένοι να αρνηθούν την επιστροφή τους στην Ουκρανία όπου θα αντιμετωπιζόντουσαν σαν προδότες, συνεργοί του εχθρού, παρέμειναν στη Γερμανία σε μια άλλη κατάσταση αιχμαλωσίας. Αυτή τη φορά σε ένα αμερικανικό στρατόπεδο για «εκτοπισμένους» ή «απάτριδες», – «displaced persons» (DPs) όπως ήταν η επίσημη ονομασία όσων δεν δέχονταν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους μετά το τέλος του πολέμου.

Η Βοντίν συνθέτει την τραγωδία της ζωής της μητέρας της σ’ εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς συνδυάζοντας τις σκόρπιες πληροφορίες που συλλέγει από την έρευνά της με τις θολές προσωπικές της αναμνήσεις. Το αποτέλεσμα είναι το πορτραίτο μιας άτυχης, βασανισμένης γυναίκας που έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα για λύτρωση, η αυτοχειρία ήταν ο μόνος δρόμος.

Η ίδια η συγγραφέας έζησε εκείνα τα χρόνια μέσα σε στερήσεις και σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί από την απόδραση από την πατρίδα, την απομάκρυνση από τους οικείους, τον  εγκλωβισμό στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Χίτλερ, τη σκληρή δουλειά και την κοινωνική απομόνωση.Μνήμες συγκεκριμένων στιγμών γεμάτων φτώχια και βία από την παιδική ηλικία της, καθώς και το τραύμα του αποκλεισμού και της υποβάθμισης στη γερμανική μεταπολεμική κοινωνία, μπαίνουν επανειλημμένα στην αφήγηση.

‘Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου δεν ήξερα καν πως ήμουν παιδί αιχμαλώτων εργατών. […] Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ανήκα σ’ ένα είδος ανθρώπινων απορριμμάτων, σ’ ένα σκουπιδότοπο που είχε απομείνει από τον πόλεμο.’

Αποφεύγοντας τον  επίμονο στοχασμό αλλά πάντα κοντά στις σκέψεις και τα συναισθήματά της, με μια ήρεμη αφήγηση και μια γλώσσα που ισορροπεί μεταξύ αποστασιοποίησης και εγγύτητας η συγγραφέας ζυγίζει την οικογενειακή κληρονομιά, προσπαθώντας να εστιάσει τόσο στην Ιστορία όσο και στις ιστορίες. ‘Και τι με αφορούσαν όλα αυτά’, αναρωτιέται κάποια στιγμή, ‘η σοβιετική και η μετασοβιετική αποτυχία, το αιώνιο ρωσικό πεπρωμένο, η αδυναμία να βγεις από τον συλλογικό εφιάλτη, η αιχμαλωσία ανάμεσα στην υποταγή και την αναρχία, ανάμεσα στην υπομονή και τη βία, όλος αυτός ο απροσδιόριστος, σκοτεινός κόσμος, αυτή η οικογενειακή ιστορία η γεμάτη ανημποριά, απληστία, αυθαιρεσία και θάνατο, αυτή η δική μας Ρωσία – η αιώνια mater dolorosa που αγκαλιάζει τόσο αμείλικτα τα παιδιά της’.

Το βιβλίο ‘Με καταγωγή από τη Μαριούπολη’ της  Νατάσα Βοντίν είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που οδηγούν τον αναγνώστη στον πυρήνα των πολιτικών και ατομικών αβύσσων διεγείροντας τον προβληματισμό για τραύματα που παραμένουν ακόμη και σήμερα άβολα οικεία.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.