Το βιβλίο του Πάτρικ Χάμιλτον (Patrick Hamilton, 1904-1962), ‘Οι Σκλάβοι της μοναξιάς’ (εκδόσεις ΣΤΕΡΕΩΜΑ-2017, μετάφραση Κατερίνας Σχινά), διαδραματίζεται στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλο όμως που ο πόλεμος είναι αναμφισβήτητα παρών στο παρασκήνιο σαν μια εφιαλτική παρουσία, εντούτοις το ενδιαφέρον του συγγραφέα είναι στραμμένο στον κόσμο των αμάχων και στην εξερεύνηση της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων.

‘Η γη ήταν τυλιγμένη στο σκοτάδι, κρυμμένη από τ’ αστέρια· το ποτάμι και η όμορφη γέφυρα του δέκατου όγδοου αιώνα ήταν κρυμμένα από τους ανθρώπους· οι άνθρωποι ήταν κρυμμένοι ο ένας από τον άλλον. Αυτός ήταν ο πόλεμος στα τέλη του 1943.’
Το 1943, λόγω των βομβαρδισμών, αρκετοί από τους κατοίκους του Λονδίνου το είχαν εγκαταλείψει καταφεύγοντας σε κοντινές πόλεις, σαν το Τέιμς Λόκντον που είναι και το σκηνικό της ιστορίας του Π. Χάμιλτον. Και ενώ το Λονδίνο περιγράφεται σαν ‘συσπειρωμένο, κουλουριασμένο τέρας’ με τα πλήθη να μπαίνουν και να βγαίνουν από τρένα και σταθμούς, το Τέιμς Λόκντον με το ποτάμι, τους επαρχιακούς δρόμους και τα σπίτια πάνω στην προκυμαία, αποπνέει μια ηρεμία. Εκεί, στο Τεϊοποτείο Ρόζαμουντ, που έχει μετατραπεί σε πανσιόν, συναντάμε μια ομάδα αταίριαστων, ετερόκλητων ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους την δεσποινίδα Ρόουτς, το πρόσωπο γύρω από το οποίο χτίζεται η αφήγηση. Η δεσποινίς Ρόουτς που έχει ‘απεμπολήσει την ελπίδα’ πια για γάμο, είναι κοντά στα σαράντα, και εργάζεται σ’ έναν εκδοτικό οίκο στο Λονδίνο. Μετά τη δουλειά της επιστρέφει με το τρένο στην πανσιόν, όπου εκτός από μερικές τυπικές κουβέντες με τους άλλους ενοίκους κατά τη διάρκεια των γευμάτων, υφίσταται και την κακεντρέχεια του κυρίου Θουέιτς, ενός ηλικιωμένου στους τρόπους του οποίου ‘ήταν έκτυπος ο σταθερός, αυτάρεσκος, ονειροπόλος, σχεδόν υπνοβατικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου που μια ζωή τσαλαπατάει τα αισθήματα των άλλων, ενός άνδρα που η δεσποινίς Ρόουτς ανεπιφύλακτα θα χαρακτήριζε «νταή».’
Η δεσποινίς Ρόουτς φοβισμένη και παγιδευμένη στην πληκτική της ρουτίνα, νιώθει μόνη και αποξενωμένη από αυτή την κοινωνία που αλλάζει και διαλύεται από τον πόλεμο. Μέχρι που στην πανσιόν εμφανίζεται ένας Αμερικανός Υπολοχαγός που δίνει στη δεσποινίδα Ρόουτς μια αφορμή για λίγη ευθυμία και ίσως και μια ευκαιρία απόδρασης. Οι προσδοκίες της όμως για την ανάπτυξη του ειδυλλίου ξεφουσκώνουν γρήγορα από την ελαφρόμυαλη συμπεριφορά του Υπολοχαγού και την εμφάνιση της Βίκυ Κούγκελμαν, μιας νεαρής Γερμανίδας που μετακομίζει στην πανσιόν και συμμαχεί με τον κύριο Θουέιτς στοχοποιώντας την δεσποινίδα Ρόουτς και διεκδικώντας απροκάλυπτα τον επιπόλαιο Υπολοχαγό.
Η ανάπτυξη αυτών των σχέσεων αλλά και οι αλληλεπιδράσεις με τους υπόλοιπους ενοίκους της πανσιόν – που είναι κι αυτοί παγιδευμένοι στους δικούς τους προσωπικούς αγώνες -, είναι αυτό που οδηγεί την πλοκή του βιβλίου.
‘Εντελώς ανεπίγνωστα, οι ένοικοι περίμεναν τη δεσποινίδα Ρόουτς κάθε βράδυ και αγωνιούσαν αν θα επέστρεφε ασφαλής – ίσως επειδή ήταν η μόνη ταξιδιώτισσα, η μόνη που εξέθετε τον εαυτό της σε περιπέτειες, και ως εκ τούτου η μόνη που θα μπορούσε να φέρει φρέσκιες κι ενδιαφέρουσες ειδήσεις από τον κόσμο του πολέμου και των επιχειρήσεων. Ίσως πάλι, μέσα στην ακραία τους ennui, αδιάφοροι για τα δικά της αισθήματα, ήλπιζαν να παραβρεθούν σ’ έναν ακόμα καβγά ανάμεσα στην ίδια και τον κ. Θουέιτς και να συμμεριστούν την έξαψή του. Συμπαθούσαν τη δεσποινίδα Ρόουτς και θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο του αντιστεκόταν.’

Ο Χάμιλτον περιγράφει μοναδικά τα ακατέργαστα συναισθήματα καθώς και τις διαφορετικές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, την κλειστοφοβική ενέργεια, την πίεση από την αναγκαστική συνύπαρξη, τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, τις συγκρούσεις που σιγοκαίνε και τις αναπόφευκτες θεατρικές εκρήξεις των χαρακτήρων. Η αίσθηση της απομόνωσης και της απόγνωσής τους αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα με ευαισθησία και με μια γραφή που τη χαρακτηρίζει η ακρίβεια των λέξεων και η φυσικότητα των διαλόγων, από τους οποίους δεν λείπει και το χιούμορ.
‘Ό,τι χαρακτηρίζει τον Πάτρικ Χάμιλτον είναι μια αμεσότητα ενσυναίσθησης που κάνει ορισμένους από τους ήρωες και κάποιες από τις σκηνές του εξίσου αλησμόνητες όπως και του Ντίκενς, εξίσου οδυνηρές όπως και του Γκίσινγκ.’[i]
Με κεντρικό θέμα του την αποξένωση, τη μοναξιά και την αναζήτηση της ανθρώπινης σύνδεσης, το βιβλίο ‘Οι σκλάβοι της μοναξιάς’ απεικονίζει, με μια αίσθηση νοσταλγίας, ένα κόσμο που με αφορμή τη λαίλαπα του πολέμου αλλάζει ραγδαία και εξαφανίζεται. Θέματα τόσο επίκαιρα σήμερα όσο και όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο.
[i] Απόσπασμα από την εισαγωγή της Ντόρις Λέσινγκ.
Reblogged στις anastasiakalantzi59.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!