ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ

στις

Το βιβλίο ‘Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη’ είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Ιταλός συγγραφέας Τζαφράνκο Καλίγκαριτς (Gianfranco Calligarich, 1947-) και κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1973 γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία.  Για χρόνια το βιβλίο έμεινε στην αφάνεια αφού την αρχική έκδοση δεν ακολούθησαν άλλες, ώσπου το 2010 αποφασίστηκε η επανέκδοσή του και πλέον απολαμβάνει παγκοσμίως τη θέση που του αξίζει.

‘Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη’ είναι ένα βιβλίο στοχαστικό που προβάλει μ’ ένα μοναδικό τρόπο εκείνο το συγκεκριμένο είδος ζωής που μπορεί να είναι εφικτό μόνο σε μια πόλη όπως η Ρώμη και ιδιαίτερα η Ρώμη της δεκαετίας του ’70, η Ρώμη του Φελίνι και της Dolce Vita.

Ο συγγραφέας παρατηρεί προσεκτικά την επίδραση αυτής της  ‘αμνήμονος, κατάπληκτης’ πόλης στον ήρωά του, τον τριαντάχρονο Λέο Γκατζάρα, τη μοναξιά του ακόμη κι όταν περιβάλλεται από κόσμο, την απάθειά του όταν αφηγείται την ιστορία του, την απόγνωσή του όταν δεν βρίσκει λόγο να παλέψει.

Καθισμένος σε μια ερημική παραλία στη σκιά ενός σαρακήνικου φρουρίου ο Λέο αφηγείται την ιστορία του ξεκινώντας από τη μέρα που αποχαιρέτησε τον πατέρα του στο σταθμό του Μιλάνου για να έρθει στη Ρώμη αναζητώντας τον ρομαντισμό και την επιτυχία μέσα στο απέραντο αστικό τοπίο.

‘Η Ρώμη ήταν η πόλη μας, μας ανεχόταν και μας κολάκευε, κι εγώ είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως παρά τις περιστασιακές δουλειές, τις εβδομάδες πείνας, τα σκοτεινά και γεμάτα υγρασία δωμάτια των ξενοδοχείων – με τα κιτρινισμένα έπιπλα που έτριζαν λες και τα είχε σκοτώσει και απομυζήσει μια ζοφερή ασθένεια του ήπατος – ήταν το μοναδικό μέρος όπου θα μπορούσα να ζήσω.’

Όταν λίγο καιρό αργότερα χάνει τη δουλειά του, λόγω της χρεοκοπίας του περιοδικού στο οποίο εργαζόταν, αρχίζει να περνά τον καιρό του περιπλανώμενος τα βράδια στα στέκια της αστικής τάξης, σ’ ένα κόσμο στον οποίο δεν αισθάνεται ότι ανήκει αλλά δεν αποφασίζει και να ξεφύγει απ’ αυτόν. Περιφέρεται στην πόλη, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς σχέδια λες και η ζέστη του ρωμαϊκού καλοκαιριού τον κρατάει ακίνητο. Η κοσμοπολίτικη γοητεία της Ρώμης τον θέλγει  και τον παρασύρει αλλά δεν τον γεμίζει∙  τίποτα δεν τον ενθουσιάζει, τίποτα δεν τον κινητοποιεί, τίποτα δεν είναι ικανό να τον βγάλει από την απάθεια.

Απαλλαγμένος από κάθε είδους ενθουσιασμό, ο Λέο επιδιώκει να μένει στο περιθώριο, να σιωπά και να παρατηρεί. Τίποτα δύσκολο δηλαδή γι’ αυτόν που μεγάλωσε μέσα στη σιωπή. Ο πατέρας του φώναζε με τη σιωπή του την απογοήτευσή του για τον Λέο που δεν προχωρούσε στη ζωή όπως η αδελφές του, του φώναζε με τη σιωπή του να μείνει στο Μιλάνο, του φώναζε με τη σιωπή του ότι τον αγαπάει. Έμαθε ο Λέο να βρίσκει παρηγοριά μέσα του, να αποτραβιέται και να παρατηρεί γιατί ‘Έτσι γίνεται  πάντα. Είμαστε αυτό που είμαστε, όχι λόγω των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει, αλλά όλων εκείνων που έχουμε αφήσει πίσω μας.’

Η Ρώμη του ’70 , στο μεσοδιάστημα της οικονομικής άνθησης πριν την πετρελαϊκή κρίση, τότε που οι φίλοι έβρισκαν δουλειά στους φίλους τους αν δεν είχαν, τους πρόσφεραν φιλοξενία, ένα πιάτο φαγητό και ατέλειωτες ώρες συζητήσεων, τότε που στα θορυβώδη σιντριβάνια και τις πλατείες συνυπήρχαν οι απένταροι και οι ατάλαντοι με τα μεγάλα ονόματα της τέχνης και των αριστοκρατικών τίτλων, μια πόλη που απαιτούσε να την αγαπήσουν, μια πόλη μεγαλοπρεπής αλλά ελάχιστα αντιληπτή ακόμη και στους τουρίστες που την κατέκλυζαν, αυτή είναι η πόλη που παρασύρει τον Λέο στους ρυθμούς της. Κι εκείνος περιπλανιέται, χάνεται στο αλκοόλ και στις γυναικείες αγκαλιές, γράφει περιστασιακά άρθρα για μια εφημερίδα και καταφεύγει κοντά στη θάλασσα για να βρει παρηγοριά διαβάζοντας.

‘Πιο πολύ κι από πόλη είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι. Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει ο έρωτας της ζωής σου ή θα πρέπει να την παρατήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι : να το αγαπήσεις.’

Βουβός και συναισθηματικά αποτραβηγμένος ψάχνει μάταια απαντήσεις για την ανάγκη ή όχι της αγάπης, της οικογένειας, της φιλίας. Απαντήσεις που δεν καταφέρνει να βρει, παρά την ξαφνική απώλεια ενός φίλου του και παρά την ιδιαίτερη γοητεία της όμορφης Αριάννα που συναντά το βράδυ των τριακοστών γενεθλίων του. Της Αριάννα που είναι λίγο χαμένη, που αγαπάει τους καθρέφτες, που δεν λέει ‘σ’ αγαπώ’, που υπογραμμίζει στον Λέο το κενό της καρδιάς του.

Ο Λέο αφηγείται τη ζωή του χωρίς μελοδραματισμό, αποστασιοποιημένα,  σαν ένας προσεκτικός παρατηρητής του οποίου η ελαφρότητα με την οποία προσεγγίζει τον κόσμο γύρω του έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαρότητα του βλέμματός του.

‘Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη’ είναι ένα οικείο και βαθύ ταξίδι τόσο στην Αιώνια πόλη όσο και στη φωτεινή μελαγχολία ενός μοναδικού ήρωα που απογυμνώνεται σιγά σιγά από τις ψευδαισθήσεις του. Όσο λιγότερο καταφέρνει να δώσει νόημα στη ζωή του τόσο περισσότερο κατανοούμε γιατί αναζητά τις απαντήσεις του στη θάλασσα. ‘Σκέφτομαι πως τα πάντα οδηγούν στη θάλασσα. Τη θάλασσα που υποδέχεται τα πάντα στην αγκάλη της, όλα εκείνα τα πράγματα που δεν κατάφεραν ποτέ να γεννηθούν, αλλά κι εκείνα που πέθαναν δια παντός’.

‘Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη’ είναι ένα βιβλίο ατμοσφαιρικό, με έξυπνους διαλόγους, κινηματογραφικές σκηνές που παραπέμπουν στην εμπειρία του συγγραφέα κι έναν ήρωα που παλεύει ανάμεσα στις λέξεις και τη σιωπή. Κι αν κάπου παραπέμπει στον Χέμινγουέι ή τον Φιτζέραλντ είναι που αυτοί συγκαταλέγονται στους αγαπημένους συγγραφείς του ήρωα και τα βιβλία τους αποτελούν τις μοναδικές του αποσκευές. Γιατί παρόλο που ο Λέο είναι γεμάτος κυνισμό και μένει απόμακρος από τον κόσμο γύρω του εντούτοις υπάρχει ένα θέμα που τον συγκινεί βαθιά· το διάβασμα. Η λογοτεχνία φαίνεται να είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να πάρει στα σοβαρά, το μόνο στο οποίο ανοίγεται. Ίσως εκεί να είναι οι ρίζες του. Ίσως είναι προορισμένος να είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας παγιδευμένος ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου και όχι ένας άνθρωπος που είναι καταδικασμένος προκειμένου να βρει το νόημα της ζωής του να πρέπει να τη σπαταλήσει ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν κατανοεί. ‘Άνοιξα ένα βιβλίο προσπαθώντας να αφεθώ σ’ εκείνη τη δελεαστική εσωτερική φωνή με την οποία διαβάζουμε. Διαφορετική για τον καθένα μας αν οι ψυχές είναι διαφορετικές, ίδια αν είναι ίδιες, αλλά σε κάθε περίπτωση άψογη, χωρίς παραφωνίες, η απαίδευτη φωνή που ίσως έχουμε προτού έρθουμε στον κόσμο σκούζοντας.’

Το βιβλίο κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σε εξαιρετική μετάφραση από τη Δήμητρα Δότση. Στην ελληνική έκδοση περιλαμβάνεται – εκτός του σημειώματος του Ιταλού εκδότη – και το επαινετικό σχόλιο της Natalia Ginzburg για το βιβλίο στο οποίο οφείλεται η πρώτη του έκδοση.

Εξάλλου πάντα έτσι γίνεται. Κάνεις ό,τι μπορείς για να μένεις απομονωμένος, ώσπου μια ωραία πρωία, άγνωστο πώς, βρίσκεσαι στη δίνη μιας ιστορίας που σε παρασύρει μέχρις εσχάτων.

Όσο για μένα, θα ήμουν ευτυχής αν έμενα αμέτοχος. Είχα γνωρίσει ένα σωρό κόσμο, ανθρώπους φτασμένους ή και άλλους που δεν είχαν καν ξεκινήσει την πορεία τους, μα αργά ή γρήγορα, όλοι τους ανεξαιρέτως θα αποκτούσαν το ίδιο ανικανοποίητο ύφος, έτσι κι εγώ είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν προτιμότερο απλώς να κάθεσαι και να παρατηρείς τη ζωή, μόνο που δεν είχα υπολογίσει πως μια βροχερή μέρα στην αρχή της περασμένης άνοιξης θα έμενα άφραγκος. Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν έτσι όπως έρχονται αυτά τα πράγματα: από μόνα τους. Να ξεκαθαρίσω πάντως ευθύς εξαρχής ότι δεν τα βάζω με κανέναν, είχα τα χαρτιά μου και τα έπαιξα. Αυτό μόνο.

Gianfranco Calligarich

Ο Gianfranco Calligarich (Τζανφράνκο Καλίγκαριτς) γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας από μια κοσμοπολίτικη οικογένεια με καταγωγή από την Τεργέστη. Μεγάλωσε στο Μιλάνο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Ρώμη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Πολλές επιτυχημένες εκπομπές της Rai φέρουν τη δική του υπογραφή. Το 1994 ίδρυσε στη Ρώμη το Teatro XX Secolo. Έχει γράψει μεταξύ άλλων τα μυθιστορήματα Ιδιωτικές άβυσσοι (Premio Bagutta 2011), Η μελαγχολία των Κρούσιτς (Premio Viareggio 2017), Τέσσερις άντρες τρέπονται σε φυγή (2018) και Μια ζωή στα άκρα (2021). Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (1973) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο από την πρώτη του έκδοση κιόλας έγινε ανάρπαστο και αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός. Σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά αλλά και σε περισσότερες από 20 χώρες, εξακολουθώντας να συναρπάζει και να συγκινεί το αναγνωστικό κοινό. (πηγή : εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ https://ikarosbooks.gr/authors/calligarich-gianfranco )

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.