Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ

στις

Ο Γερμανός συγγραφέας Rudolf Wilhem Friedrich Ditzen (21 Ιουλίου 1893 – 5 Φεβρουαρίου 1947), ο οποίος υιοθέτησε το όνομα Hans Fallada/Χανς Φάλαντα (ένα όνομα που πήρε από χαρακτήρες ιστοριών των αδελφών Γκριμ), και με το οποίο έγινε γνωστός στον κόσμο των γραμμάτων, έζησε μια ασυνήθιστη ζωή. Ο Φάλαντα από πολύ μικρός γνώριζε ότι ο κόσμος, και ιδιαίτερα η αγαπημένη του Γερμανία, γκρεμιζόταν γύρω του, σε εκείνο το απρόβλεπτο πρώτο μισό του 20ου αιώνα στον οποίο ζούσε, και αντέδρασε βυθίζοντας τον εαυτό του σιγά σιγά και όλο και περισσότερο στη δική του άβυσσο. Γεννημένος σε μεσοαστική οικογένεια, ρομαντικός και ρεαλιστής, καθαρό μυαλό αν και εθισμένος στη μορφίνη, ταυτόχρονα επαναστάτης και οπαδός ο Φάλαντα ήταν πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα ένας από τους μεγάλους αφηγητές του 20ού αιώνα. Έγραψε σπουδαία μυθιστορήματα στα οποία αποτυπώνονται τόσο οι ιστορικές συνθήκες της εποχής του όσο και η κοσμοθεωρία του, στην οποία η εμπειρία της κατώτερης τάξης σμίγει με αυτή της αστικής ηθικής. Στις ιστορίες του πρωταγωνιστές είναι τα ‘ανθρωπάκια[i], οι καθημερινοί βιοπαλαιστές, οι άνεργοι, οι φυλακισμένοι, οι ιερόδουλες, οι πότες, χαρακτήρες που  βρίσκονται αντιμέτωποι με τη βία, την προδοσία των άλλων ή τον φόβο για το μέλλον. 

Hans Fallada

Η ίδια η ζωή του Φάλαντα σημαδεύτηκε βαθιά από χάος. Τα δύσκολα σχολικά του χρόνια ακολούθησε ένας σοβαρός τραυματισμός που έγινε η αφορμή – λόγω των ισχυρών παυσίπονων που αναγκάστηκε να παίρνει – να μπει σιγά σιγά στον κόσμο των ναρκωτικών. Έναν κόσμο από τον οποίο δεν κατάφερε να βγει ποτέ! Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών σχεδίασε με τον καλύτερό του φίλο μια διπλή αυτοκτονία την οποία θα πραγματοποιούσαν με μια σκηνοθετημένη μονομαχία. Ο φίλος του κατέληξε νεκρός αλλά ο Φάλαντα, τραυματισμένος, νοσηλεύτηκε για καιρό σε ψυχιατρείο. Στην υπόλοιπη ζωή του χρειάστηκε κι άλλες φορές να νοσηλευτεί σε ψυχιατρεία και άσυλα απεξάρτησης ενώ φυλακίστηκε δύο φορές – την μία επειδή πυροβόλησε τη γυναίκα του, και την άλλη όταν καταδικάστηκε για υπεξαίρεση στην οποία οδηγήθηκε για να καλύψει την ανάγκη του να αγοράσει ναρκωτικά.

Σε ό,τι αφορά στη συγγραφική του πορεία, ο Φάλαντα πάντα προχωρούσε με τους δικούς του ρυθμούς, γενικά κόντρα στο ρεύμα, συντηρώντας μια απόλυτη ιδιομορφία. Η ασαφής πολιτική του θέση του δημιούργησε εχθρούς από όλες τις πλευρές. Οι Ναζί, που κάποια στιγμή επαίνεσαν το έργο του ως επικριτικό στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αργότερα τον χαρακτήρισαν ‘πορνογράφο’ επειδή ήταν εξίσου σκληρός με το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί συγγραφείς και διανοούμενοι, που αυτοεξορίστηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, συμπεριλαμβανομένου του Τόμας Μαν, δεν του συγχώρεσαν ποτέ ότι επέλεξε να παραμείνει στη Γερμανία. Εκείνος ωστόσο, πάντα υπερασπιζόταν τις θέσεις του λέγοντας ότι είχε πάρει την πιο δύσκολη απόφαση, δηλαδή να μείνει στην πατρίδα του και να πέσει μαζί της αν έπεφτε, – κάτι που αναμφίβολα γνώριζε ότι γινόταν.

Αυτή του η θέση είναι έντονα παρούσα σε όλο το έργο του · ότι δηλαδή η πατρίδα του, αυτή η μεγάλη Γερμανία για την οποία όλοι ήθελαν να νιώθουν περήφανοι, είχε ξεκινήσει έναν οδυνηρό μονοπάτι αυτοκαταστροφής, του οποίου οι συνέπειες θα περνούσαν από τη δική του γενιά. Μια αίσθηση που αποτυπώνεται απόλυτα στο έργο του ο Εφιάλτης (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης και Μαρία Αγγελίδου), που ολοκληρώθηκε λίγους μόνο μήνες πριν τον θάνατο του συγγραφέα. Με προφανές αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, ο Εφιάλτης είναι μια αφήγηση για την ηθική και σωματική εξαθλίωση των ανθρώπων και της γερμανικής κοινωνίας την εποχή της πτώσης του ναζισμού, την εποχή της μεγάλης κατάρρευσης. Η Γερμανία είναι πλέον μια χώρα ερειπίων και ο Φάλαντα μεταφέρει τον αναγνώστη του στην καρδιά αυτών των ερειπίων που καπνίζουν ακόμα και θα κρατούν για καιρό καλά κρυμμένη την αχτίδα της ελπίδας· τη θεραπεία.

Ο δόκτωρ Ντολ, ο πρωταγωνιστής του Εφιάλτη, ζει το τελευταίο διάστημα του πολέμου σε μια μικρή πόλη στη βορειοανατολική Γερμανία με τη σύζυγό του Άλμα. Είναι η εποχή της μεγάλης κατάρρευσης όταν οι πολίτες αρχίζουν να νιώθουν συνένοχοι της θηριωδίας που διέπραξαν οι ισχυροί, γιατί, παρόλο που στα λόγια καταδίκαζαν τις πράξεις τους εντούτοις δεν έκαναν τίποτα για να τις αποτρέψουν. Η χώρα είναι γονατισμένη, ενώ οι μέχρι πρότινος οπαδοί του ναζισμού ξεφορτώνονται τις στολές και τα διακριτικά τους λίγες ώρες πριν την άφιξη του Κόκκινου Στρατού. Ο Ντολ που ταλαιπωρείται από ένα καθημερινό εφιάλτη ότι βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν κρατήρα που έχει ανοίξει μια βόμβα, κολλημένος στη λάσπη, ανήμπορος και απροστάτευτος, όπως η Γερμανία αλλά και όλοι οι λαοί της Ευρώπης, να περιμένει τους Τρεις Μεγάλους – τον Τσόρτσιλ, τον Ρούσβελτ και τον Στάλιν – να τον σώσουν, επιλέγεται από τις σοβιετικές αρχές ως δήμαρχος. Εργάζεται με συνέπεια και προσπαθεί όχι μόνο να οργανώσει τη νέα ζωή των πολιτών αλλά και να αποκαταστήσει το όνομα της Γερμανίας στον κόσμο, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν μερικοί αξιοπρεπείς Γερμανοί. Γρήγορα όμως βγαίνει από την αυταπάτη του όταν παρατηρεί και καταγράφει συμπεριφορές που επαλήθευαν όλα εκείνα που ο κόσμος πίστευε για τους συμπολίτες του, συμπεριφορές όπως αυτή του αλκοολικού κτηνίατρου Βίλχελμ ή του ζυθοποιού Τσάχες που του προκαλούν οργή και τον βυθίζουν σε μια άβυσσο ενοχών. Ο Ντολ δεν εξαιρεί από τις ευθύνες ούτε τον εαυτό του ‘Μα ανήκε κι αυτός στους Γερμανούς, Γερμανός ήταν, «Γερμανός», όνομα που είχε γίνει βρισιά στον κόσμο όλο’. Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το ηθικό τέλμα της γερμανικής ευθύνης για τα τερατώδη εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας  κι έτσι σύντομα η οργή δίνει τη θέση της στην απόγνωση ‘Δεν ένιωθε πια θυμωμένος, λες και η οργή του είχε γίνει καπνός μια βαθιά απελπισία τον πλημύριζε, μια απελπισία χωρίς πρόσωπο και χωρίς όνομα. Η οργή ήταν πιο εύκολη να την αντέξει από τούτη την απόγνωση, που δεν είχε πια την παραμικρή ελπίδα.’

Λίγο αργότερα ο Ντολ με τη γυναίκα του αποφασίζουν να γυρίσουν στο Βερολίνο, ‘στο γκρεμισμένο, καμένο, σακατεμένο Βερολίνο’ και στο παλιό τους διαμέρισμα. Εκεί βρίσκουν το απόλυτο χάος και επιπλέον αποκαλύπτεται ο τρομερός δεσμός που ενώνει το ζευγάρι – ο ακραίος εθισμός τους στη μορφίνη. Με το διαμέρισμά τους να κατοικείται πλέον από άλλους, άστεγοι, άρρωστοι και πεινασμένοι, σωστά ανθρώπινα κουρέλια, το ζεύγος Ντολ αναγκάζεται να ξεπουλήσει ό,τι τους έχει απομείνει και να ζητιανέψουν βοήθεια από αγνώστους για να επιβιώσουν. Έτσι ξεκινά γι’ αυτούς ένας νέος εφιάλτης, γεμάτος σκοτεινούς δαίμονες, ναρκωτικά, μαυραγορίτες και καμία ελπίδα. Η λύση τελικά βρίσκεται στον αναγκαστικό χωρισμό τους, για να υποβληθούν σε θεραπείες αποτοξίνωσης σε ψυχιατρικές κλινικές και  σανατόρια, μέχρι να μπορέσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να περάσουν από την εύθραυστη ελπίδα  στην πιθανή λύτρωση. Κι ο Ντολ, πιο υγιής και πιο δυνατός ξαναγυρνά στη συγγραφή και αρχίζει να πιστεύει ότι η αγαπημένη του Γερμανία ‘αυτή η άρρωστη καρδιά της Ευρώπης’ θα γίνει πάλι καλά.

Σαφώς ενταγμένο σ’ αυτό που ονομάστηκε ‘λογοτεχνία των ερειπίων’ το μυθιστόρημα του Φάλαντα εστιάζει στους ανθρώπους,  σκάβει βαθιά στην ψυχή τους, εξερευνά την ενοχή– τόσο τη συλλογική όσο και την ατομική – αλλά και τον αγώνα και το κουράγιο αυτών που αγωνίστηκαν μέσα στα ερείπια για να βρουν νόημα στη ζωή τους, να παραμείνουν υγιείς ενώ τους περιέβαλε το χάος. Χαρτογραφεί τα βάσανα του ήρωά του, από το βλέμμα του στην άβυσσο μέχρι την κάθοδό του στα βάθη της, και με αυτόν τον τρόπο –όπως περιγράφεται και στον πρόλογο του βιβλίου, παρέχει ‘μια κατά το δυνατόν πιστή καταγραφή των όσων ένιωσε, υπέφερε και έκανε ο γερμανικός λαός από τον Απρίλιο ως το καλοκαίρι του 1945.’ 

Οι αλλαγές γνώμης και συναισθημάτων των χαρακτήρων του βιβλίου και ιδιαίτερα του βασικού ήρωα, του ‘σκεπτικιστή αμφισβητία Ντολ, παρακολουθούν τις διαθέσεις που υπήρχαν τόσο στο γερμανικό λαό, όσο και στο αποπροσανατολισμένο από τη χρήση ποσοτήτων αλκοόλ και ναρκωτικών μυαλό του Φάλαντα. Στον  εφιάλτη του ήρωά του απεικονίζει ξεκάθαρα την απελπισία και την απάθεια που κατέβαλαν τον διαλυμένο από την ενοχή γερμανικό λαό. Απάθεια που τους συμπαρέσυρε όλους σιγά σιγά αφού ήταν τελικά πιο εύκολο για κάποιον να ξεφύγει από τον εθισμό παρά να σηκωθεί και να συνεισφέρει στο έργο της ανοικοδόμησης. Η ζωή όμως συνεχίζεται και οι επιζώντες έπρεπε να μάθουν να στέκονται στα πόδια τους ακόμη και μέσα στα ερείπια. Κι ο Ντολ θέλει να μάθει, θέλει να βοηθήσει τη χώρα όσο και τον εαυτό του να προχωρήσουν μπροστά. Και η μόνη θεραπεία που βλέπει δεν είναι άλλη από τη σκληρή δουλειά.

Ο Φάλαντα δεν παραλείπει να αναφερθεί – σχεδόν με ευγνωμοσύνη – και στις προσπάθειες μιας ομάδας συγγραφέων που δούλεψαν σκληρά και με επιμονή για να ξαναβρούν οι γερμανοί συγγραφείς τη θέση που τους αξίζει στη λογοτεχνία. 

Ο Εφιάλτης είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα —πολύ σκληρό σε ορισμένα κεφάλαια— αλλά και μια μαρτυρία η οποία αν και είναι ντυμένη με τον μανδύα της μυθοπλασίας δεν παύει να αποτελεί ένα αξιόλογο ιστορικό ντοκουμέντο για αυτό στο οποίο ελάχιστοι έχουν αναφερθεί: ‘στους επιζώντες του πολέμου στη Γερμανία σ’ αυτούς που δεν μπορούν να ελπίζουν τίποτα· και στους άλλους που δεν τολμούν να ελπίζουν τίποτα.’


[i] ‘Και τώρα, ανθρωπάκο’ είναι ο τίτλος ενός από τα πιο σημαντικά βιβλία του Χανς Φάλαντα που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου.

Το βιβλίο του Χανς Φάλαντα ‘Ο Εφιάλτης’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading  και αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.

2 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

  1. Ο/Η argyris446 λέει:

    Reblogged στις worldtraveller70.

    Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Ανώνυμος λέει:

    O Ε φ ι ά λ τ η ς Hans Fallada

    Κατεστραμμένη Γερμανία ολοσχερώς και άνθρωποι ξεκρέμαστοι-σε εγκατάλειψη μετά από ολοκληρωτική ήττα, αφημένοι στην τύχη τους από τον ηγέτη που αρχικά τους ενέπνευσε, αλλά τελικά τους οδήγησε στην κατάρρευση.
    Κάτι χειρότερο δεν μπορούμε να σκεφτούμε.
    Ο ηγέτης δραπέτευσε. Δεν έδωσε παράδειγμα ανδρείας.
    Ο λαός κατακρεουργημένος, παρατημένος μέχρι να τον αναλάβουν οι ελευθερωτές για ορισμένους, οι κατακτητές για τους περισσότερους και σύντομα οι κατακτητές για όλους.
    ‘Ενας στρατός παραμένει στρατός, ακόμα και ο απελευθερωτικός.
    Όταν η πατρίδα χάνεται, δεν είναι δυνατή η συμπλήρωση του κενού της εξουσίας, μιας εξουσίας λαοφιλούς.
    Αυτός που σου μιλάει είναι ο εισβολέας, ο δικός σου προηγούμενος ηγέτης είναι η προδοσία.
    Δεν υπάρχει συνέχεια, ούτε αρχή αποδεκτή.

    Οι Γερμανοί ίσως να μην είχαν ενοχές στο σημείο τερματισμού του πολέμου. Ο χώρος ήταν «πιασμένος» από βαρύτερα συναισθήματα.
    Αργότερα, αρκετά αργότερα, έρχεται η αποτίμηση της κατάστασης για να ανέβουν σιγά σιγά οι ευθύνες στο μυαλό.

    Και για το σήμερα υπάρχουν οι αναλογίες στην γερμανική εθνική και κοινωνική συμπεριφορά.

    Ο συγγραφέας δίνει αποχρωματισμένα όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και το μήνυμα.
    Η οικονομική βοήθεια προς έθνη και ανθρώπους και όχι η εκμηδένιση του ηττημένου, αποτελεί εφαλτήριο νέας αρχής.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.