ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΙΧΩΣ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Ο Ιμρε Κέρτες (Imre Kertesz, Βουδαπέστη 1929-2016), επιζών του Άουσβιτς και βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2002, γεννήθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια. Το 1944, σε ηλικία  μόλις 15 ετών, συνελήφθη και  μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς και στη συνέχεια στο Μπούχενβαλντ.  Επέστρεψε στην Ουγγαρία το 1945, όπου επανασυνδέθηκε με την οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Στο μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνονται έργα των Φρίντριχ Νίτσε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Ελίας Κανέτι και άλλων σημαντικών στοχαστών.

Έντονος επικριτής της δικτατορίας και της λογοκρισίας που αυτή συνεπαγόταν, ο Κέρτες παρέδωσε στα ημερολόγιά του, στα μακροσκελή δοκίμια και στα μυθιστορήματά του μια αμείλικτη αυτοανάλυση της ίδιας του της ζωής. Τα γραπτά του μοναδικού νομπελίστα συγγραφέα της Ουγγαρίας, περιστρέφονται τόσο γύρω από την κεντρική εμπειρία της επιβίωσής του από το Ολοκαύτωμα όσο και από το περιβάλλον στο οποίο στη συνέχεια έχτισε τη ζωή του, μέσα σε μια κοινωνία που τη χαρακτήριζαν η καταπίεση και η συνενοχή. Ο κόσμος του Κέρτες είναι ένας κόσμος σκοτεινά εμμονικός, ένας κόσμος στον οποίο κάποιος μπορεί να διακρίνει την υποτονική, αδιαφανή βία του Αλμπέρ Καμύ, ένας κόσμος όπου παραμονεύει ο κίνδυνος ανά πάσα στιγμή.

Το έργο του προδίδει και την αμφίθυμη σχέση του με την εβραϊκή θρησκεία. Σε μια συνέντευξή του στην El Pais είχε πει : «Είμαι ένας άπιστος Εβραίος. Ωστόσο, ως Εβραίο με πήγαν στο Άουσβιτς, ως Εβραίος ήμουν στα στρατόπεδα θανάτου και ως Εβραίος ζω σε μια κοινωνία που δεν συμπαθεί τους Εβραίους, μια κοινωνία με μεγάλο αντισημιτισμό. Έχω πάντα την αίσθηση ότι ήμουν υποχρεωμένος να είμαι Εβραίος. Είμαι Εβραίος, το αποδέχομαι, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι επίσης αλήθεια ότι μου επιβλήθηκε’.

Ο Κέρτες, στα έργα του, κρατά τους αναγνώστες του σε εγρήγορση, αγνοώντας τα ταμπού, τις σιωπές, διατηρώντας παράλληλα εξαιρετική πνευματική αυτονομία και κατάμαυρο χιούμορ. ‘Τι θα είχα ζήσει χωρίς το Άουσβιτς; Ό,τι βιώνουν οι άλλοι άνθρωποι’, είπε ο Κέρτες αφού έλαβε το βραβείο Νόμπελ το 2002. Μίλησε επίσης για εξάντλησηεπειδή έγινε γρανάζι στη ‘μηχανή του Ολοκαυτώματος’ και διέγνωσε τον εαυτό του ως ‘κλόουν του Ολοκαυτώματος

Το πρώτο του  βιβλίο ‘Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο’ (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ,  μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου), αποτελεί μυθιστορηματική καταγραφή της ζωής του συγγραφέα και είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό από τα έργα του.  Το βιβλίο, που  πρωτο-δημοσιεύτηκε το 1975, αφορά στο οδυνηρό ταξίδι ενός νεαρού δεκατετράχρονου Ούγγρου, του Γκιόργκι Κέβες, από την ασφάλεια του οικογενειακού του περιβάλλοντος στη Βουδαπέστη, στις ακραίες δοκιμασίες που υφίσταται στα χέρια των Ναζί στο Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ.

Τα γεγονότα που εξιστορούνται συνέβησαν το 1944, όταν ήδη ο  Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα είχαν προχωρήσει αρκετά, με όλα τα συνακόλουθα δεινά που έπληξαν τους Εβραίους – ειδικά στην Ευρώπη. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας ενηλικίωσης μιλάει με την ελαφρώς δυσκίνητη και αποστασιοποιημένη φωνή ενός πρόθυμου μαθητή σε όλο το βιβλίο, περιγράφοντας προσεκτικά όσα γνωρίζουμε και έχουμε ήδη διαβάσει όλοι : μεταφορά με βαγόνια τρένων, άφιξη στα στρατόπεδα, επιλογή, θάλαμοι αερίων, κρεματόρια, πείνα, κρύο, αρρώστιες  κ.λπ..

Ο Γκιόργκι, συλλαμβάνεται μια μέρα μαζί με άλλα εβραιόπουλα  και ενώ  περιγράφει τη σύλληψή του με εκπληκτικές λεπτομέρειες είναι σαφές ότι δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς του έχει συμβεί, πόσο μάλλον τι του επιφυλάσσει το μέλλον.  Η εμμονή στην τάξη και την αποδοχή των κανόνων, βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και του τρόπου που πορευόταν στη ζωή, τον κάνουν να ξαφνιάζεται όταν κάποιος συγκρατούμενός του το σκάει ‘Είχα μείνει άναυδος : όλα αυτά ήταν κάπως αταίριαστα με τη συμπεριφορά του στο τελωνείο, έτσι μου φάνηκε. Ταυτόχρονα όμως ένιωσα και κάτι άλλο, ήταν για μένα μια σχεδόν ευχάριστη έκπληξη το πόσο απλή ήταν η υπόθεση αυτή : και πραγματικά, ύστερα είδα δύο τρία ανήσυχα πνεύματα εκεί μπροστά να τον ακολουθούν. Κοίταξα κι εγώ γύρω μου, περισσότερο βέβαια, πώς να το πω, έτσι για παιχνίδι – αφού τελικά δεν έβλεπα κανένα λόγο να το σκάσω, και νομίζω ότι θα είχα αρκετό χρόνο για κάτι τέτοιο : η ευπρέπειά μου όμως αποδείχτηκε πιο δυνατή.’

Όλη η δύναμη αυτού του βιβλίου βρίσκεται στη συγκεκριμένη μορφή αποσύνδεσης, του παιδιού -αφηγητή, σ’ αυτή την ανεμελιά του έφηβου που με απαθείς εκφράσεις – αξιοσημείωτη είναι η συχνή χρήση της λέξης ‘φυσικά’- περιγράφει την πορεία του προς το Άουσβιτς, το μεγαλύτερο σφαγείο της σύγχρονης Ιστορίας.   

Στο Άουσβιτς φτάνει μέσα σ’ ένα ασφυκτικά γεμάτο τρένο. Παρόλο που ήδη βασανίζεται από τη δίψα και ήδη έχει αντιληφθεί κοντά του τον πρώτο θάνατο, συνεχίζει να αυταπατάται ότι η κατάστασή του είναι προσωρινή και ότι σύντομα θα επανέλθει στους κανονικούς του ρυθμούς. Θαυμάζει τις πεντακάθαρες στολές των Γερμανών αξιωματικών και παρατηρεί με ενδιαφέρον αλλά και αποστροφή τους κρατούμενους που τον κατεβάζουν από το τρένο: ‘Είχα μείνει έκπληκτος, γιατί τελικά έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου – τουλάχιστον από τόσο κοντά – πραγματικούς κρατούμενους, με ριγωτές στολές, με κεφάλι κουρεμένο με την ψιλή, με το στρογγυλό σκούφο του φυλακισμένου. Έκανα αμέσως πίσω, εννοείται. […] Όλοι τους, απ’ ό,τι είδα, είχαν τον αριθμό που συνήθως έχουν οι κατάδικοι και επιπλέον ένα κίτρινο τριγωνάκι στο στήθος και παρόλο που δεν μου ήταν δύσκολο να μαντέψω τη σημασία αυτού του χρώματος, ξαφνιάστηκα κάπως. Αλλά και τα πρόσωπά τους δεν ήταν ακριβώς τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη: πεταχτά αυτιά, μεγάλες μύτες, βαθουλωτά μικροσκοπικά μάτια που έλαμπαν πονηρά. Πραγματικά είχαν παρουσιαστικό Εβραίων, από κάθε άποψη. Μου φάνηκαν ύποπτοι και γενικά ξένοι.’

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης με την αυθαιρεσία, τη σκληρότητα, την ταπείνωση και τον άσχημο θάνατο, καταφέρνει σιγά σιγά, βήμα βήμα, να σβήσει τις ψευδαισθήσεις του. Και ο Γκιόργκι αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τα γεγονότα χωρίς να επαναστατεί, προσπαθώντας απεγνωσμένα να παραμείνει αξιοπρεπής και να διατηρήσει τον έλεγχο του εαυτού του. Μέχρι που σε λίγο χρόνο φτάνει να γίνει ένα σακί από κόκαλα που μετά βίας μπορεί να μιλήσει. Η σωματική αδυναμία και η αρρώστια τον καταβάλουν, τον αναγκάζουν να  παραιτηθεί από κάθε θέληση και κάθε αντίσταση που μπορούσε να αντλήσει.

‘Κάποια πράγματα λόγου χάρη, στα οποία προηγουμένως έδινα κατά κάποιον τρόπο τεράστια, σχεδόν ακατανόητη σημασία, έχασαν στα μάτια μου όλη τους τη  σπουδαιότητα. Στο προσκλητήριο λόγου χάρη, όταν κουραζόμουν να στέκομαι, δεν μ’ ενδιέφερε πλέον αν είχε λάσπες ή λακκούβες γεμάτες νερό : Πολύ απλά καθόμουν κάτω, κουλουριαζόμουν και έμενα έτσι μέχρι να με ξανασηκώσει με τη βία ο διπλανός μου. Το κρύο, η υγρασία, ο αέρας και η βροχή δεν κατάφερναν να μ’ ενοχλήσουν : δεν με άγγιζαν, ούτε καν τα καταλάβαινα. Ακόμα και η πείνα μου πέρασε : ακόμα και τώρα έχωνα στο στόμα μου ό,τι φαγώσιμο έβρισκα, τελείως αφηρημένα όμως, μηχανικά, από συνήθεια, για να το πω έτσι. Στη δουλειά; Δεν τηρούσα πια ούτε καν τα προσχήματα. Αν δεν τους άρεσε, τότε το πολύ πολύ να με έδερναν, αλλά και μ’ αυτό δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα περισσότερο, ακόμα κι έτσι κέρδιζα απλώς χρόνο : από το πρώτο κιόλας χτύπημα έπεφτα αμέσως στο έδαφος και τα υπόλοιπα δεν τα καταλάβαινα πια γιατί κοιμόμουν.’

Αρκετοί επιζώντες έχουν γράψει για το Άουσβιτς όμως ο Κέρτες οδηγεί τον αναγνώστη  σ’ αυτή την κόλαση του απόλυτου κακού με καθηλωτικές λεπτομέρειες βάζοντας στη θέση του αφηγητή ένα παιδί· ένα έξυπνο και ώριμο για την ηλικία του παιδί που βρέθηκε σ’ ένα κόσμο σκληρό αλλά άγνωστο και θεώρησε φυσικό να τον παρατηρήσει προσεκτικά, με έκπληξη και μερικές φορές ακόμη και με θαυμασμό.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, αμέσως μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων, ο Γκιόργκι  επιστρέφει στη Βουδαπέστη. Βλέπει τους βομβαρδισμένους δρόμους, ψάχνει για γνώριμα σημεία στην πόλη και κάνει τις πρώτες προσπάθειες να πει την ιστορία του. Όλοι όμως τον αντιμετωπίζουν σαν σύμβολο των καιρών και όχι σαν άτομο. Οι συμπολίτες του δεν μπορούν να τον ακούσουν, πόσο μάλλον να τον καταλάβουν. Ο πρόθυμος μαθητής που στάλθηκε εν μία νυκτί στο Άουσβιτς, δεν έχει πλέον πολλά κοινά με τον Γκιόργκι που πέρασε από την κόλαση και επέζησε. Δεν μπορεί να μιλήσει για τη φρίκη των στρατοπέδων, όχι από κάποιου είδους διεστραμμένο θαυμασμό γι’ αυτά, αλλά επειδή δεν βίωσε ποτέ κάτι μεγαλειώδες, μόνο πλήξη, πόνο και πείνα και κάπου κάπου ακόμα και ευχαρίστηση, την ευχαρίστηση να είναι ακόμα ζωντανός, μια αίσθηση που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ ακόμα κι όταν βρέθηκε στο κατώφλι του θανάτου. Δεν μπορεί καν να συμμετάσχει στην ηθική αγανάκτηση για τη δοκιμασία του γιατί, γι’ αυτόν, ήταν απλώς μια πραγματικότητα που έπρεπε να αποδεχτεί για να επιβιώσει. Είναι πλέον ένας ενήλικας που συνειδητοποιεί απόλυτα τις νέες συνθήκες του  και ότι είναι δική του υπόθεση να διεκδικήσει ξανά τη ζωή του, να πετάξει από πάνω του την ταυτότητα του ανθρώπου δίχως πεπρωμένο.

Ιμρε Κέρτες (Imre Kertesz, 1929-2016)

Το βιβλίο του Ίμρε Κέρτες, ‘Το Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο’ συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης Passe Partout Reading στη συνάντηση του Φεβρουαρίου 2022 με την ευγενική συμβολή της μεταφράστριάς του κυρίας Γιώτας Λαγουδάκου. Αρκετές από τις θέσεις του πιο πάνω κειμένου εκφράστηκαν από τα μέλη της Λέσχης.

3 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

  1. Ο/Η agge23 λέει:

    Α. Η κατανομή του βάρους των εμπειριών στον χρόνο μας βοηθά να αντέχουμε.
    Β. Η συνέχιση της ζωής με προοπτική (κοιτάμε μπροστά) μέσω της βούλησης, μας βοηθά να ανεβαίνουμε τα επόμενα σκαλοπάτια.
    Γ. η αποφυγή μετατροπής της εμπειρίας σε συνήθεια, ώστε αυτή να μην γίνει πεπρωμένο με αποτέλεσμα να χαθεί η ελευθερία επιλογών,
    αποτελούν την βασική ιδέα αυτού του μυθιστορήματος ή αυτής της αυτοβιογραφίας

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.