ΣΚΟΤΩΣΟΥ, ΑΓΑΠΗ

Το μυθιστόρημα ‘Σκοτώσου, αγάπη της Αριάνα Χάρουιτς (Ariana Harwicz, Μπουένος Άιρες 1977 -), αφηγείται σε αποσπασματικές σκηνές την καθημερινή ζωή μιας νεαρής ανώνυμης γυναίκας, η οποία ζει με τον σύζυγο και το μωρό της σε ένα απομονωμένο σπίτι στην ύπαιθρο κοντά στο δάσος και μακριά από τη χώρα καταγωγής της.  Ενώ ο σύζυγός της πηγαίνει στη δουλειά του κάθε μέρα, εκείνη μένει μόνη στο σπίτι με το μωρό της και τα καθήκοντα που συμβατικά συνεπάγεται ο ρόλος της μητέρας και της συζύγου. Η ζωή σε άλλη χώρα, ο γάμος και στη συνέχεια η γέννηση του μωρού της, αντιπροσωπεύουν αρχικά για εκείνη ένα διάλειμμα από την προηγούμενη ζωή της στην οποία εργαζόταν ως δικηγόρος. Όμως για μια γυναίκα με ανήσυχο μυαλό και παθιασμένο πνεύμα, με πανεπιστημιακές σπουδές που ξαφνικά δεν της χρειάζονται πια και σε μια χώρα που δεν είναι δική της, όλα τα παραπάνω αρχίζουν να μετατρέπονται σε κόλαση.

Αισθάνεται ότι ο  νέος της  ρόλος ως σύζυγος και  μητέρα είναι ένας ρόλος που την απωθεί και την οδηγεί στην τρέλα. Μέσα από τη ροή της  συνείδησης και τους μονολόγους της, η αφηγήτρια-ηρωίδα δίνει στον αναγνώστη την άποψη μιας έρημης, παρορμητικής και αντιμαχόμενης ζωής· μιας ζωής που μέσα από την ασφυκτική ατμόσφαιρα των άδικων προσδοκιών που γίνονται υποχρεώσεις, μέσα από το αιώνιο δίλημμα μεταξύ καθήκοντος και βούλησης και  από τη συνεχή πάλη ενάντια στις αποφάσεις και τις συνέπειές τους, οδηγείται στην απόγνωση.

‘Με το ‘να χέρι κρατάω το παιδί μου, με το άλλο μια σκούπα. Με το ‘να χέρι μαγειρεύω, με το άλλο μαχαιρώνομαι. Τι ωραίο που έχουμε δύο χέρια. Τι πρακτικό. Έξω με περιμένει το αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη, τρέχω προσπαθώντας να μη σκοντάψω, κορνάρουν. Άκουσα! Θέλουν σώνει και καλά να ‘μαι μαζί τους, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, με τη ζώνη καλά δεμένη, με την προσδοκία της κυριακάτικης βόλτας.’

Στην προσπάθειά της να ξεφύγει καταφεύγει στο δάσος, κυλιέται στο έδαφος, κρύβεται και προστρέχει στο προστατευτικό βλέμμα ενός μυστηριώδους ελαφιού, ενώ σε στιγμές απελευθερωτικής εξέγερσης, καταφεύγει στη λυσσασμένη αδιαφορία, στην απιστία και στην παραφροσύνη. Μέχρι που οι αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις της κορυφώνονται με τον εγκλεισμό της σε μια ψυχιατρική κλινική.  

Αλλά η κοινωνική της επανένταξη καθώς και η επιθυμία να αποκατασταθεί η οικογενειακή τάξη αποτυγχάνουν. Όσο πιο ελεύθερη και ασταθής γίνεται η ηρωίδα, τόσο πιο παθιασμένη και ξέφρενη γίνεται η ιστορία. Και μέσα στη σιωπή που καλύπτει τους χαρακτήρες, ο αναγνώστης γίνεται συνένοχος σε μια κρίση, μια διαρκή αμφισβήτηση της συμβατικής οικογενειακής ζωής.

Εκτός από τον προβληματισμό για τη μητρότητα, το βιβλίο διέπεται και από μια λανθάνουσα κατάσταση θανάτου. Οι ιδεαλιστικές σκέψεις για δολοφονία ή θάνατο που ξεπηδούν στη σκέψη της ηρωίδας αλλά αποτυγχάνουν να οργανωθούν σε πραγματικά σχέδια, σύντομα  εγκαταλείπονται. Γιατί τελικά ο θάνατος είναι μια ψεύτικη ελευθερία και επομένως απορρίπτεται.

Η Βιρτζίνια Γουλφ  αναφέρεται ρητά στο κείμενο. Η σκιά της κρέμεται πάνω από ‘Σκοτώσου, αγάπη’, μια καταραμένη σκιά που μιλά για γυναίκες που αυτοκτονούν, για γυναίκες δυσαρεστημένες από την κοινωνία στην οποία ζουν και καταπιέζονται από αυτήν. Μια σκιά που μιλά για γυναίκες με λίγες επιλογές, πέρα από το να είναι μητέρες και νοικοκυρές. 

Ο ρυθμός της ιστορίας, κινείται ανάμεσα στις συνεχείς ονειροπολήσεις της ζωή που ζει στην πραγματικότητα και μιας επιθυμίας σεξουαλικής, άγριας, παντοδύναμης, της οποίας η ικανοποίηση δεν είναι καθόλου τυχαία ή έχει λιγότερη σημασία από την επιμονή της.  Μέσα από τα λυρικά αποσπάσματα και τα μικρά κεφάλαια του βιβλίου η Χάρουιτς καταφέρνει να αποτυπώσει τόσο το συναισθηματικό χάος της ηρωίδας της, όσο κι εκείνη την απόκοσμη στιγμή που βγαίνει έξω από τον εαυτό της για να γίνει μάρτυρας της δικής της πραγματικότητας.

Το ‘Σκοτώσου, αγάπη’  είναι ένα βιβλίο δύσκολο στην ανάγνωση, ένα βιβλίο ενοχλητικά βίαιο με μια γραφή πολύπλοκη και πυκνή που προκαλεί ίλιγγο με το στυλ και τις εικόνες που δημιουργεί. Ένα βιβλίο που αποκαλύπτει την πραγματική ποιητική δύναμη και τις μοναδικές συγγραφικές δυνατότητες της δημιουργού του. Ένας μονόλογος ανάμεσα στην ποίηση, την τρέλα, την αγωνία και τη βία. Ένα παραλήρημα  που καταγγέλλει τον εγκλεισμό των γυναικών σε μοντέλα που επιβάλλει ο τυφλός, κωφός και εγωιστής πατριαρχικός κόσμος. Και πίσω από αυτόν τον απότομο μονόλογο, που είναι τόσο γεμάτος με παραισθήσεις, σε σημείο που δεν ξέρουμε πια τι είναι πραγματικότητα ή φαντασία, υπάρχει μια οργή και μια αγωνία που μεταφέρεται στον αναγνώστη, γιατί η ηρωίδα παρόλο που θεωρεί τον εαυτό της νεκρό, έχει ωστόσο μέσα της αυτή την ιερή φωτιά, αυτή την επιθυμία να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες που τη φυλακίζουν, από τις κοινωνικές και οικογενειακές πιέσεις.

Ariana Harwicz

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις OPERA και η μεταφορά του στα ελληνικά -που λόγω της εγγύτητάς του στην ποίηση δεν πρέπει να ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση – οφείλεται στον Αχιλλέα Κυριακίδη.

Θυμάμαι αυτό που δεν υπάρχει. Ένα νησί κατοικημένο από ανθρώπους που αναζητούν την ομορφιά και δεν τη βρίσκουν παρά μόνο στην απεραντοσύνη του περιορισμού. Το ομολογώ, είμαι σαδίστρια. Λέω πως τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ψυχή, όπως δεν υπάρχει και εικόνα χωρίς τον άλλον. Αλλά δεν έχω άλλον. Ούτε ψυχή. Θα χαράξω το μοιραίο σημάδι στην κοιλιά σου και θα φύγουμε για μια χώρα υγρή, μου ‘ταξε κάποτε ένας νεαρός εραστής. Τι ν’ απέγινε άραγε; Είμαι ήδη εκατό χιλιάδες βράδια μακριά από τότε, κι ο εραστής έχει χαθεί. Ακόμα ελπίζω πως θα εμφανιστεί ανάμεσα στις σπείρες που μου ανεβαίνουν στο στόμα. Μ’ είχαν σταμπάρει μυρωδιές, διάχυτες σαν σελαγισμοί, η μυρωδιά κάποιων χεριών στο μισοσκόταδο, μιας απαλής ράχης, ενός διαβολισμένου λαιμού. Τώρα έχουν φύγει όλες. Παραμένω μια μικρή μάγισσα που ελπίζει να κάνει κάποτε τα μάγια της. Ένας γείτονας υπέκυψε από υπερβολική δόση ηρωίνης, με το μωρό του αγκαλιά. Η γυναίκα με τα σφραγισμένα παράθυρα πνίγηκε από τον καπνό της ίδιας της φωτιάς της. Τα ζώα σβήνουν πριν αναπαραχθούν. Να πως  είναι ο θάνατος σ’ αυτά τα μέρη. Ενώ στις ηλιόλουστες νύχτες μου στο νησί όλα ήταν κουβεντούλες, ρεμβασμοί, μανιασμένα φιλιά. Ενώ στη χρυσή εποχή όπου ζούσα όλα ήταν μέθη αναζωπυρωμένου σεξ. Ένα κύμα αντιπάθειας για τον κόσμο φουσκώνει μέσα μου. Δεν ξέρω τι θα πουν γι’ αυτό τα ζώα που ‘χουν σχηματίσει ένα κύκλο και με κοιτάζουν κατάπληκτα, με τα σαγόνια ξέκρεμα απ’ το σώμα τους. Πέφτω στα γόνατα. Αν τύχαινε να περάσει κανένας ντόπιος που θα ‘χε βγει με το πανέρι του για μανιτάρια και μούρα, θα νόμιζε πως έβλεπε μια μυσταγωγία.’

3 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

  1. Ο/Η Priti λέει:

    Nice reviewed ! The story is similar to the most of the common women ! Well shared thanks 🙂👌

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Ο/Η ΒΑΣΩ ΜΠΕΡΗ λέει:

    Glad you liked my article. Thank you for reading and sharing your impressions.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.