Με τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο ‘Χρώματα του αποχαιρετισμού’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ σε μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού ο Γερμανός συγγραφέας Bernhard Schlink (Μπέρναρντ Σλινγκ, Μπίλεφελντ 1944-), επιστρέφει, με μια πιο οικεία και πιο στενή πνοή σε θέματα που έχει ήδη αγγίξει σε ορισμένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του.

Οι εννέα ιστορίες – που συνθέτουν ένα στοχασμό στο πολύπλοκο θέμα του αποχαιρετισμού – αν και ανεξάρτητες μεταξύ τους χαρακτηρίζονται εντούτοις όλες από την επίμονη έως και αφόρητη εσωτερική ανησυχία των ηρώων τους. Όλοι τους είναι άνδρες σε προχωρημένη ηλικία που έχουν κάτι να κρύψουν από τον εαυτό τους ή τους άλλους και αναμετρώνται με τις αποφάσεις της ζωής τους, τους περασμένους έρωτες, τις χαμένες ευκαιρίες, τις αυταπάτες και τα μυστικά που οδήγησαν σε κάποιο αποχωρισμό. Ανατρέχουν με αγωνία στο παρελθόν τους, ξαναζωντανεύουν περασμένες συνθήκες, αναλύουν προθέσεις και αναζητούν τη συμφιλίωση με τον αποχωρισμό ενώ η μετατόπιση της αναζήτησης αυτής στο ηθικό επίπεδο είναι όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά επιδιώκεται από τον συγγραφέα με αποφασιστικότητα.
Κάθε αποχαιρετισμός έχει το δικό του ηθικό βάρος, και τη δική του στιγμή∙ έχει τελικά το δικό του χρώμα. Κάποιοι είναι τραυματικοί ενώ κάποιοι άλλοι οδηγούν στην ευκταία αποδέσμευση. Η ιδέα του αποχαιρετισμού υπονοεί ότι η ευθύνη δεν πέφτει μόνο στον άλλον, αλλά και στις αναπόφευκτες προσδοκίες και ελπίδες που δημιουργούνται από εκείνους που πρέπει να τον αποδεχθούν. Στο επίκεντρο των ιστοριών του βιβλίου βρίσκονται σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ αδελφών, μεταξύ γονέων και παιδιών, μεταξύ ηλικιωμένων και νέων. Ο Schlink γεμίζει με σιωπές τον εξωτερικό κόσμο των ηρώων του, οι οποίοι μέσα από τους ενδοσκοπικούς μονολόγους τους αναζητούν μια κρυμμένη αλήθεια, που παραμένει γι’ αυτούς, σχεδόν εσκεμμένα, αόρατη. Είτε αφορούν σε ένα λάθος, σε ένα μοιραίο γεγονός ή σε μια προδοσία, οι αποχωρισμοί αυτοί κατακλύζουν τους ήρωες με έντονα συναισθήματα αγάπης ή μίσους, πικρίας, λύπης και πάνω απ’ όλα ενοχής.
Σε μια από τις ιστορίες ο ήρωας πρέπει να συμβιβαστεί με τις ενοχές του όταν η προδοσία σ’ ένα φίλο του που έχει πεθάνει, κινδυνεύει να αποκαλυφθεί.
‘Έκανα μαζί του τη συζήτηση που δεν είχε τύχει να κάνουμε όσο ζούσε, αν και τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να γίνει, μέχρι που ήταν πολύ αργά. Του είπα τι είχε συμβεί εκείνο τον καιρό, τι είχα κάνει, και γιατί και για ποιο λόγο, ότι δεν ήμουν περήφανος για την πράξη μου, αλλά χαρούμενος που μας είχε χαρίσει φιλία και κοινή εργασία για μια ζωή. Ότι δεν υπάρχει σωστή ζωή μέσα σ’ αυτή που είναι γεμάτη λάθη και ότι μια ζωή με φιλία και κοινή εργασία, έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, δεν μπορούσαμε να την έχουμε στη ΛΔΓ. Ότι ήθελα να πετύχω το καλύτερο δυνατό μέσα σ’ αυτή την άσχημη κατάσταση, το καλύτερο για εκείνον και για μένα, και ότι ξέρω πως δεν έπρεπε να το είχα κάνει πίσω από την πλάτη του. Ότι δεν θέλω να δικαιολογηθώ ή να ζητήσω να με συγχωρέσει και ότι θα σκύψω το κεφάλι στην κρίση του.’
Σε άλλη ιστορία η μοναχική ζωή ενός επιμελητή βιβλίων επιβαρύνεται από τη δολοφονία της έφηβης κόρης του επιστάτη της πολυκατοικίας. Μια δολοφονία που ίσως μπορούσε να αποτρέψει.
Ένας άλλος θυμάται κάποιες καλοκαιρινές διακοπές με τη μητέρα του, ενώ αναρωτιέται αν έκανε καλά που δεν αποκάλυψε την απιστία της.
Η μελαγχολία και η νοσταλγία διαπερνούν τις ιστορίες καθώς οι ήρωες αποχωρίζονται όχι μόνο από άλλους ανθρώπους αλλά λένε οριστικά ‘αντίο’ σε περιόδους της ζωής τους, σε ελπίδες που έτρεφαν μια ζωή, σε προσδοκίες, παραδοχές και φόβους που τους συντρόφευαν για χρόνια. Όσο όμως κι αν οι ήρωές του Schlink καταφεύγουν στην αυταπάτη στο τέλος δεν αποφεύγουν να κοιτάξουν κατάματα την άβολη αλήθεια.
Στην ιστορία με τίτλο ‘Το Μενταγιόν’, μια γυναίκα δέχεται να ξανασυναντήσει τον πρώην σύζυγό της που την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα, όταν μαθαίνει ότι εκείνος είναι βαριά άρρωστος. Είναι τελικά η συγχώρεση που λυτρώνει και όχι η εκδίκηση εκτός αν ‘έχεις βολευτεί τόσο μες στον πόνο σου που δεν μπορείς να ζήσεις πια χωρίς αυτόν’.
Αν και είναι ξεκάθαρο ότι ο θάνατος ενός αγαπημένου δεν είναι το απόλυτο τέλος και παρόλο που υπάρχουν θραύσματα ελπίδας σε όλες τις ιστορίες, ο Schlink τις καλύπτει με μια αδιαμφισβήτητη μελαγχολία φωτίζοντας έντονα τα ηθικά διλήμματα των εμπλεκόμενων.
Στο «Daniel, my brother» ο ήρωας της ιστορίας μετά τον θάνατο του αδελφού του ξαναφέρνει στη μνήμη του περιστατικά της ζωής τους προσπαθώντας να καταλάβει αισθήματα και συμπεριφορές τα οποία δεν είχε καταφέρει να ερμηνεύσει μέχρι τον οριστικό αποχωρισμό τους.
‘Ξαφνικά, ο πόνος για τον χαμό του αδελφού τον χτύπησε σαν κεραυνός. Και ανάμεσα σε όλες τις αναμνήσεις που ξύπνησαν τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, σε όλα τα ερωτήματα που θα έμεναν πλέον αναπάντητα, στην οργή για τις απογοητεύσεις και τα τραύματα, στη θλίψη για το ότι δεν μπόρεσαν να έρθουν κοντά, αυτός ο πόνος τον χτυπούσε ξανά και ξανά. Άλλες φορές διαισθανόταν τον ερχομό του, άλλες του παραδινόταν όπως την πρώτη φορά, σαν κεραυνοβολημένος.’

Είναι φανερό και από τα άλλα του βιβλία (Διαβάζοντας στη Χάννα, Η γυναίκα στη σκάλα, Όλγα) ότι τα ζητήματα της συνείδησης απασχολούν τον Schlink έντονα. Είναι ένας ηθικολόγος της γραφής που ξέρει πώς να μεταφέρει το μήνυμά του μέσα από μια ήρεμη, καθαρή και χωρίς στυλιστικά εφέ γλώσσα.
Ο Bernhard Schlink είναι νομικός και καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα. Το 1995 το βιβλίο του ‘Διαβάζοντας στη Χάννα’ που αποτέλεσε μοναδικό παγκόσμιο εκδοτικό γεγονός και τον έκανε ευρύτερα γνωστό ήταν και το πρώτο στο οποίο φάνηκε ο έντονος προβληματισμός του τόσο για τα ζητήματα της ηθικής και της ευθύνης όσο και της ατομικής αλλά και της συλλογικής μνήμης.
Merci pour cet article ça donne envie de lire ce livre ! bonne journée 😉
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Merci beaucoup 😉
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!