ΓΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ

στις

Το 2011 η Τζούλια Φίλιπς (Julia Phillips, 1989 -) επισκέφθηκε τη χερσόνησο Καμτσάτκα μέσω ενός προγράμματος του Ιδρύματος Fulbright και έζησε εκεί για λίγους μήνες. H Καμτσάτκα είναι μια ορεινή χερσόνησος στη Ρωσική Άπω Ανατολή, απέναντι από την Αλάσκα και περιβάλλεται από την Οχοτσκική και της Βερίγγειο θάλασσα, δίνοντας την αίσθηση ενός νησιού αφημένου στον Ειρηνικό ωκεανό. Είναι μια περιοχή σπάνιας ομορφιάς με ποτάμια, ηφαίστεια, θερμοπίδακες, απέραντες εκτάσεις τούνδρας όπου κοπάδια ταράνδων περνούν σιωπηλά και τεράστια δάση με καφέ αρκούδες. Μια περιοχή που δίκαια προστατεύεται από την UNESCO σαν μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα που η περιοχή προσαρτήθηκε στην χερσόνησο, ζούσαν εκεί διάφορες εθνικές ομάδες, Εβένοι, Τσούκτσι, Κοριάκοι, Αλεούτ, ενώ μετά το 1996 κύματα μεταναστών και τουριστών έφτασαν στην περιοχή αποσταθεροποιώντας την μέχρι τότε ήρεμη ζωή των αυτοχθόνων.

Αυτό το μοναδικό τοπίο διάλεξε η Τζούλια Φίλιπς για σκηνικό του πρώτου της μυθιστορήματος με τίτλο ‘Γη που χάνεται’ (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)· ένα βιβλίο με σύνθετη πλοκή, δοσμένη με πολύπλευρη οπτική, που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία λέξη.

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μια Αυγουστιάτικη μέρα δύο μικρά κορίτσια, οκτώ και έντεκα χρονών, παίζουν στην παραλία, περνώντας την ώρα τους μακριά από την επίβλεψη της μητέρας τους. Η μεγαλύτερη, η Αλιόνα, προσέχει τη μικρότερη, τη Σοφία και για να της τραβήξει καλύτερα την προσοχή, της λέει μια ιστορία για ένα χωριό που βρισκόταν στην άκρη ενός γκρεμού και μια μέρα ένας ισχυρός σεισμός σήκωσε ένα τεράστιο τσουνάμι τόσο μεγάλο που έκρυψε το φως του ήλιου και κατάπιε όλο το χωριό.

Η τρομακτική ιστορία που αφηγήθηκε η Αλιόνα στην αδελφή της – στην οποία οφείλεται και ο τίτλος του βιβλίου – είναι η αφετηρία για μια καλειδοσκοπική αφήγηση που ξεκινάει σαν παραμύθι. Το παραμύθι όμως δεν τελειώνει καλά γιατί λίγη ώρα αργότερα, ενώ τα δύο κορίτσια, επιστρέφουν στο σπίτι τους παρασύρονται από έναν άγνωστο, μπαίνουν στο αυτοκίνητό του και εξαφανίζονται.

Μια τέτοια ζοφερή αλλά ταυτόχρονα συναρπαστική αρχή επέλεξε η συγγραφέας για να πει μια ιστορία που στο επίκεντρό της δεν είναι το ίδιο το έγκλημα αλλά οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας και κυρίως των γυναικών που ζουν σ’ αυτή και  βιώνουν τις αντιφάσεις των αυτόχθονων παραδόσεων, τις κληρονομημένες απόψεις από τη Σοβιετική εποχή και το ξεκίνημα του σύγχρονου κόσμου.

Τα δύο κορίτσια είναι ανοιχτόχρωμα με ξανθά μαλλιά, όπως οι περισσότεροι Ρώσοι. Ανήκουν στους ‘λευκούς’ πολίτες της περιοχής και το ενδιαφέρον των αρχών για την ανεύρεσή τους φαίνεται να είναι έντονο ενώ σύντομα γίνεται σημείο παρατήρησης αφού τέσσερα χρόνια πριν δεν είχαν δείξει το ίδιο ενδιαφέρον για την εξαφάνιση της Λίλια, μιας έφηβης από τους αυτόχθονες πληθυσμούς της χερσονήσου. Η Φίλιπς επισημαίνει το ενδιαφέρον που δείχνουν οι αρχές για τους λεγόμενους ‘λευκούς’ κατοίκους σε αντίθεση με την αδιαφορία τους για τα προβλήματα των γηγενών εστιάζοντας στον λανθάνοντα ρατσισμό που επικρατεί στην περιοχή. Έναν ρατσισμό που φαίνεται να αναπτύσσεται και αμφίδρομα, καθώς και οι αυτόχθονες εμφανίζονται να δυσπιστούν απέναντι στους λευκούς, αναφέροντάς τους ως ‘οι ξένοι’.

‘«Αυτό ποτέ δεν θα συνέβαινε τη σοβιετική εποχή» σχολίασε η Βαλεντίνα Νικολάεβνα. […] «Εσείς, κορίτσια, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόση ασφάλεια υπήρχε τότε. Δεν έβλεπες αλλοδαπό. Δεν έβλεπες ξένο. Το άνοιγμα της χερσονήσου ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν ποτέ οι Αρχές μας.[…] Τώρα μας έχουν κατακλύσει τουρίστες, μετανάστες. Αυτόχθονες. Αυτοί οι εγκληματίες».

Εκδήλωση αυτοχθόνων υπό το βλέμμα τουριστών
Πηγή: https://ita.agromassidayu.com/korennoe-naselenie-kamchatki

Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά σ’ ένα τέτοιο έγκλημα μια κοινωνία, για την οποία το κριτήριο της φυλής φαίνεται να είναι σημαντικό, αλλά και ο αντίκτυπος του εγκλήματος αυτού κυρίως στις γυναίκες καταγράφεται στα επόμενα 12 κεφάλαια του βιβλίου που το καθένα έχει για τίτλο το όνομα κάθε μήνα που περνά από την εξαφάνιση. Κάθε κεφάλαιο επικεντρώνεται στη ζωή μιας γυναίκας και παρατηρούμε πώς έχει επηρεαστεί τόσο από την εξαφάνιση αλλά και από το σβήσιμο της ελπίδας ανεύρεσης των παιδιών. Ιστορίες διαφορετικές που αρχικά δείχνουν ασύνδετες αλλά στις οποίες αντανακλάται η πραγματικότητα της Καμτσάτκα και η αίσθηση ότι η εξαφάνιση έχει ξυπνήσει κάτι στους ανθρώπους της μια ανώνυμη δυσφορία, μια παρορμητικότητα, μια καίρια ανάγκη να ζήσουν τη ζωή τώρα.

Μέσα από τα μάτια μιας μαθήτριας, μιας υπερπροστατευτικής μητέρας, μιας φοιτήτριας,  και πολλών άλλων, οι αναγνώστες μαθαίνουν για την όμορφη και σκληρή γη της σιβηρικής χερσονήσου, για ζωές γυναικών σφραγισμένες από εμμονικούς φίλους, περιθωριοποίηση και πόνο που παλεύουν για τη σεξουαλική ταυτότητά τους, τη διαφορετικότητα και την κοινωνική αποδοχή, συχνά συμβιβασμένες στα κτυπήματα της ζωής, τις απώλειες αλλά και τις εντάσεις μεταξύ των πληθυσμών που αποτυπώνονται στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η  εξαφάνιση της Λίλια χρόνια πριν.

«Από πού είσαι;» είχε ρωτήσει κάποιος πριν το μάθημα. «Από το Έσο» άρχισε να λέει εκείνη. «Από τα κοπάδια των ταράνδων» είπε κάποιος άλλος σαν υποσημείωση στα λόγια της. Κι ύστερα είχαν ξεσπάσει σε γέλια.

Είχε μείνει βουβή από την ταπείνωση για λίγο, προτού σηκώσει τα δάχτυλα στα μάγουλά της. Τα είχε πιέσει εκεί – κρύοι κύκλοι πάνω στο ξαναμμένο δέρμα της.

Εκείνη, που είχε κερδίσει χρυσό μετάλλιο αριστείας στην αποφοίτησή της από το λύκειο και είχε εξασφαλίσει υποτροφία για το τμήμα λογιστικής του πανεπιστημίου, γινόταν αντικείμενο χλευασμού. Ο τρόπος που μιλούσε έφταιγε. Οι διακυμάνσεις της φωνής της – ακουγόταν βόρεια. Και το δέρμα της, τα μαλλιά της, τα λοξά και στενά μάτια της. Την αναγνώρισαν αμέσως, ετούτα τα παιδιά της πόλης. Της είχαν μιλήσει λες και ήταν εν μέρει ζώο κοπαδιού και η ίδια.

Julia Philips

Η πρωτότυπη δομική ιδέα της Φίλιπς, με τις φαινομενικά ασυνεχείς ιστορίες, αποδεικνύεται συναρπαστική με τον αναγνώστη να ανακαλύπτει μια ευαίσθητα κατασκευασμένη εικόνα μιας άγνωστης κοινότητας, καθώς και πλέγμα σχέσεων μεταξύ των πλήρως αναπτυγμένων χαρακτήρων αυτών των ιστοριών και του εγκλήματος της εξαφάνισης των παιδιών. Καθώς οι μήνες από την εξαφάνιση διαδέχονται ο ένας τον άλλο, για κάποιους ο ψυχικός πόνος γίνεται αποδεκτός, σε κάποιους άλλους καταπιέζεται, εξαφανίζεται ή οδηγεί σε καταστροφή.  Αυτό που φαίνεται αρχικά σαν μια συλλογή ανακόλουθων διηγήσεων εξελίσσεται σε μια πολύχρωμη εικόνα μιας χώρας σε μεταβατική κατάσταση, γεμάτη αντιθέσεις και αντιφάσεις, από την ερήμωση των ερειπωμένων προκατασκευασμένων κτιρίων μέχρι την εκπληκτική ομορφιά της φύσης.

‘Η γη που χάνεται’  παρόλο που περιστρέφεται γύρω από ένα έγκλημα, δεν είναι ένα βιβλίο που έχει σαν θέμα του το κακό ή ακόμα και τον πραγματικά φόβο. Δεν επικεντρώνεται στην ψυχολογία ή τα κίνητρα του δράστη και δεν παραμένει εστιασμένο στις λεπτομέρειες του ίδιου του εγκλήματος. Είναι μια ιστορία για την κοινότητα, για τη σύνδεση, για τον αντίκτυπο που έχουν άλλοι άνθρωποι στη ζωή μας, ακόμη και όταν δεν το παρατηρούμε. Όταν το κεφάλαιο κάθε χαρακτήρα τελειώνει, ο αναγνώστης βρίσκεται να αναρωτιέται και να ενδιαφέρεται για τον κάθε ήρωα ξεχωριστά. Τι έδειξαν οι εξετάσεις της Βαλεντίνας; Έμεινε η Κάτια με τον Μαξ; Πώς συνέχισε τη ζωή της η Ρεβμίρα; Βρήκε τελικά η Οξάνα τον σκύλο της; Η συγγραφέας έχει  καταφέρει να αποτυπώσει την πραγματική ζωή, προσφέροντάς μας μόνο σύντομες ματιές στη ζωή των χαρακτήρων της.

Aerial view of Petropavlovsk-Kamchatsky, Russia
Πηγή: https://www.westend61.de/en/imageView/AAEF05126/

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη Μαρίνα, τη μητέρα των κοριτσιών που εξαφανίστηκαν και εδώ ο αναγνώστης συναντά τον απόλυτο πόνο της απώλειας, το θρήνο της μητέρας και το σβήσιμο της ελπίδας καθώς περνά ο καιρός.

‘Σε ό,τι είχε να κάνει με την ίδια, η Μαρίνα επιβίωνε. Πήγαινε στο γραφείο της, αρχειοθετούσε τα τυπωμένα άρθρα της, συμμετείχε σε κουβέντες περί ανέμων και υδάτων. Πήγαινε στα διαμερίσματα των φίλων της όταν την καλούσαν. Τηλεφωνούσε στο αστυνομικό τμήμα ζητώντας να ενημερωθεί. Αυτά ωστόσο ήταν τα μόνα που κατάφερνε να κάνει, και μερικές φορές φάνταζαν πάρα πολλά. Όλα όσα την κινούσαν κάποτε τώρα είχαν χαθεί. Παλιά αφηγούνταν ιστορίες, είχε αίσθηση του χιούμορ, ήταν μητέρα, αλλά τώρα ήταν … ένα τίποτα. Η Άλα Ινοκέντεβνα είχε τη δύναμη μετά την απώλειά της να οργανώνει γιορτές, αλλά η Μαρίνα ήταν ένας άνθρωπος που είχε απομείνει χωρίς σκοπό.’

Σ’ αυτό το τελευταίο κεφάλαιο η συγγραφέας με μια ανατροπή που θα ζήλευαν πολλοί συγγραφείς αστυνομικών θρίλερ, ολοκληρώνει την ιστορία της χωρίς να αφήσει αναπάντητα ερωτήματα, ενώ κλείνει το μάτι στον αναγνώστη για να του δείξει  ότι τελικά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Το βιβλίο ‘Γη που χάνεται’ της Julia Phillips κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε πολύ ωραία μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.