Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Τζέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese, Σάντο Στέφανο 1908 – Τορίνο 1950), και ολοκλήρωσε το 1950, λίγους μήνες πριν δώσει τέλος στη ζωή του σ’ ένα ξενοδοχείο στο Τορίνο, ήταν το μυθιστόρημα ‘Το φεγγάρι και οι φωτιές’ ένα βιβλίο μεγάλης ιστορικής αλλά και πολιτιστικής σημασίας. Ο Παβέζε γι’ αυτό το βιβλίο του έγραψε: ‘Το φεγγάρι και οι φωτιές είναι το βιβλίο που κουβαλούσα μέσα μου εδώ και πολύ καιρό και που απόλαυσα περισσότερο γράφοντάς το. Τόσο που πιστεύω πως για κάμποσο καιρό – ίσως και για πάντα – δεν θα γράψω τίποτ’ άλλο. Δεν είναι σωστό να προκαλούμε υπερβολικά τους θεούς’.

Ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες, είναι ένας άνθρωπος που δεν ανήκει πουθενά, ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν, χωρίς όνομα. Έτσι και στον ήρωα της ιστορίας ο Παβέζε δεν δίνει όνομα· όλοι τον αποκαλούν Χέλι, ένα παρατσούκλι που του έδωσαν κάποια στιγμή δηλώνοντας μ’ αυτό την ικανότητά του να προσαρμόζεται και να επιβιώνει.
Το Χέλι ήταν ένα από τα νόθα παιδιά που εγκαταλείφθηκε στο νοσοκομείο της Αλεσάντριας και τον μεγάλωσε μια φτωχή οικογένεια της περιοχής για να πάρει το επίδομα των πέντε λιρετών που έδιναν σε όσους υιοθετούσαν κάποιο έκθετο. Με σπαρακτικό τρόπο περιγράφει από την αρχή της αφήγησής του την αποξένωση που αισθανόταν από τη στιγμή που έμαθε ότι δεν ανήκει σ’ αυτή την οικογένεια, ότι δεν ανήκει πραγματικά σε καμία οικογένεια. ‘Πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι ούτε ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ να πω: «Ορίστε, να τι ήμουνα προτού γεννηθώ»’.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ο αφηγητής επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια περιπλάνησης στην Αμερική στο χωριό που μεγάλωσε. Ξαναβρίσκει τον φίλο της παιδικής του ηλικίας, τον Νούτο, και μαζί του ταξιδεύει στο παρελθόν, αναπολεί το τοπίο και τους ανθρώπους που τον περιβάλανε τότε και αναζητά την εξήγηση για τις αλλαγές που παρατηρεί. Ο Νούτο που δεν έφυγε ποτέ από το χωριό, μπορεί να τον βοηθήσει για να ανακαλύψει όσα συνέβησαν κατά την απουσία του. Από αυτόν μαθαίνει για την τύχη της οικογένειας που τον μεγάλωσε αλλά και για την τύχη της άλλης οικογένειας στην οποία δούλεψε μέχρι τον ξενιτεμό του. Μαθαίνει όσα έγιναν τον καιρό του πολέμου και ακόμα δεν έχουν ξεθυμάνει, ότι ο φασισμός διαίρεσε το χωριό, ότι ο κομματικός αγώνας κόστισε τη ζωή σε ανθρώπους που γνώριζε και ότι πια στην περιοχή δεν ανάβουν φωτιές μόνο για να έχουν καλύτερη σοδειά, αλλά και πυρκαγιές οργής και απόγνωσης.
‘Ένα χωριό χρειάζεται, έστω και μόνο για να έχεις την ικανοποίηση να φύγεις απ’ αυτό. Ένα χωριό σημαίνει πως δεν είσαι μονάχος, πως ξέρεις ότι μέσα στον κόσμο, μέσα στα φυτά, μέσα στη γη, υπάρχει κάτι δικό σου, που ακόμα κι όταν εσύ δεν είσαι εκεί, αυτό μένει και σε περιμένει’.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια αναφορά του Παβέζε στον κύκλο των εποχών, και μια υπενθύμιση στις πεποιθήσεις της αγροτικής κοινωνίας που πιστεύει ότι το αποτέλεσμα της συγκομιδής καθορίζεται από τη θέση της σελήνης και τις φωτιές. Πέρα όμως από αυτό τόσο το φεγγάρι όσο και οι φωτιές χρησιμοποιούνται συμβολικά σε όλο το κείμενο· το μεν φεγγάρι που είναι σαν την ελπίδα του ήρωα όμορφο, μακρινό και τελικά απλησίαστο, οι δε φωτιές αλλού δίνουν ζωή και πλούτο και αλλού σπέρνουν θάνατο.
Ο πόλεμος και η αγριότητά του είναι ο άλλος κρυφός ήρωας της ιστορίας. Ο πόλεμος που αναστάτωσε για πάντα τη ζωή των κατοίκων του χωριού και ο Παβέζε προβάλει το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του ’50 ενώ δεν παραλείπει να καυτηριάσει και το ρόλο της εκκλησίας στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος.
Το παρόν και το παρελθόν αναμειγνύονται στην ιστορία με τα γεγονότα, τους χαρακτήρες από τα παλιά και άλλους που ο ήρωας γνωρίζει με την επιστροφή του και όλα φιλτράρονται από τις αναμνήσεις του. Η αγροτική κοινωνία, η σκληρή δουλειά, οι λόφοι, οι αντιλήψεις, είναι τα ίδια και ταυτόχρονα διαφορετικά. Οι συστάδες με τις φουντουκιές, τα μονοπάτια στο δάσος, οι γκρεμοί, η καλύβα που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι εκεί αλλά αλλαγμένα. Οι άνθρωποι δεν τον αναγνωρίζουν και η πρώτη του οικογένεια δεν ζει πια εκεί. Η απώλεια αυτών των γνωστών ορόσημων τον σαστίζει ενώ διακατέχεται από μια έντονη επιθυμία να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του, να ορίσει την ταυτότητά του, να ξεπεράσει την αποξένωση τόσο από τον εαυτό του όσο κι από τον τόπο αφηγούμενος την ιστορία του και προσπαθώντας να ισορροπήσει μέσα του την πίκρα με την ελπίδα.
Σε μια επίσκεψη στην καλύβα που έζησε με την οικογένεια που τον υιοθέτησε γνωρίζεται με τον Τσίντο, ένα ανάπηρο αγόρι που ζει με τη θεία, τη γιαγιά και τον εκρηκτικά βίαιο πατέρα του. Σε αυτό το αγόρι ο ήρωας βλέπει τον εαυτό του, αναγνωρίζει την απελπισία που σβήνει τη φωνή του μπροστά στον πατέρα του και προσπαθεί να του προσφέρει μια ελπίδα για το μέλλον, μια ενθάρρυνση να κοιτάξει πέρα από τα όρια των λόφων.
‘Και τι δεν θα ‘δινα να ‘βλεπα ακόμη τον κόσμο με τα μάτια του Τσίντο, να ‘κανα μια καινούργια αρχή πάνω στην Γκαμινέλα όπως αυτός, με τον ίδιο πατέρα, ακόμα και μ’ εκείνο το ποδάρι, τώρα που ήξερα τόσα πράγματα και ήξερα να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Και δεν είναι διόλου συμπόνια αυτό που ένιωθα γι’ αυτόν, ώρες ώρες τον ζήλευα. Μου φαινόταν πως ήξερα ακόμα και τα όνειρα που έκανε τη νύχτα και τα πράγματα που περνούσαν από το νου, καθώς σερνόταν στην πλατεία. Ποτέ δεν είχα περπατήσει έτσι εγώ, δεν ήμουνα κουτσός, αλλά πόσες φορές είχα δει να περνάνε τα κάρα, φασαριόζικα, με καθισμένες πάνω γυναίκες και παιδιά, που πήγαιναν στη γιορτή, στο πανηγύρι, στα λούνα παρκ του Καστιλιόνε, του Κοσάνο, του Καμπέτο, παντού, κι εγώ έμενα με την Τζούλια και την Αντζολίνα κάτω από τις φουντουκιές, κάτω από τη συκιά, στο παραπέτο του γεφυριού, εκείνα τα ατέλειωτα βράδια του καλοκαιριού, να κοιτάμε τον ουρανό και τ’ αμπέλια, πάντα ίδια κι απαράλλαχτα. Κι έπειτα τη νύχτα, όλη νύχτα, τους ακούγαμε να επιστρέφουν από το δρόμο τραγουδώντας, γελώντας, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον από τις όχθες του Μπέλμπο. Εκείνα τα βράδια ήταν που μια φωτεινή κηλίδα, μια υπαίθρια φωτιά, καθώς την έβλεπα πάνω στους μακρινόυς λόφους, μ’ έκανε να ξεφωνίζω και να κυλιέμαι καταγής, γιατί ήμουνα φτωχός, γιατί ήμουνα μικρός, γιατί ήμουν ένα τίποτε. Σχεδόν χαιρόμουν έτσι κι έπιανε καταιγίδα, ένας κατακλυσμός, από εκείνους τους καλοκαιρινούς, και τους χαλούσε τη γιορτή. Τώρα με τη σκέψη αυτή νοσταλγούσα τα χρόνια εκείνα, θα ‘θελα να τα ξαναζούσα.’
Την ίδια εποχή πτώματα εμφανίζονται σε χωράφια και ρεματιές , η αποξένωση του αφηγητή από εκείνους που έμειναν και υπέμειναν τα χρόνια της φασιστικής κυριαρχίας και του πολέμου αυξάνεται. Γνωρίζει πια ότι το παρελθόν δεν μπορεί να αναδημιουργηθεί. Παρόλο που δεν είναι σαφές τι περίμενε να βρει με την επιστροφή του καταλαβαίνει πιά ότι έχει χτίσει τη ζωή του με μοναξιά, ότι δεν ανήκει πλέον σε αυτή τη μικρή αγροτική κοινότητα, ότι δεν πιστεύει πια στη δύναμη που κάνει τα χωράφια εύφορα στο φεγγάρι και τις φωτιές.

΄Το φεγγάρι και οι φωτιές’ είναι ένα βιβλίο που μιλάει στην καρδιά του αναγνώστη. Οι όμορφες εικόνες του τοπίου εναλλάσσονται με απίστευτα σκληρές περιγραφές, οι αναμνήσεις αναμειγνύονται με τις τωρινές εμπειρίες και κάθε νεοαποκτηθείσα ελπίδα σβήνει αφήνοντας πίσω της τις στάχτες μιας εποχής που τελείωσε ανεπιστρεπτί.
Το βιβλίο ‘Το φεγγάρι και οι φωτιές’, το κύκνειο άσμα του Τσέζαρε Παβέζε κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε ωραία μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.
Vous donnez envie de le relire, merci beaucoup, et coïncidence du moment, vous écrivez sur le dernier livre de Cesare Pavese et je retrouve il y a quelques jours dans un sac un livre de C. Pavese que j’avais oublié «Terre d’exil et autres nouvelles» , nouvelles extraites de Nuit de fête et autres récits, Cesare Pavese vient nous rendre visite, oui relisons-le, très bon week-end
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
merci d’avoir lu mon article. est difficile lorsqu’un texte est dans une autre langue. Paveze m’a beaucoup ému avec ce livre qui est presque autobiographique mais aussi avec son drame personnel. Je lirai bientôt d’autres de ses livres.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο