Ο Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe, 1960 -) με το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο ‘Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ’ διακόπτει για λίγο τους προβληματισμούς του για την πολιτική κατάσταση στη Βρετανία για να ασχοληθεί με το χώρο του θεάματος και να αποδώσει τιμές σε μια μεγάλη μορφή της χρυσής εποχής του Χόλuγουντ· τον Μπίλι Γουάιλντερ.

Ο Κόου συχνά σε συνεντεύξεις του έχει αναφερθεί στο μεγάλο ενδιαφέρον που έχει για τον χώρο του κινηματογράφου, τις ταινίες και τους δημιουργούς τους – κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τη συγγραφή βιογραφιών για δύο από τα ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και τον Τζέημς Στιούαρτ (τα συγκεκριμένα βιβλία δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά και η πληροφορία προέρχεται από τη Wikipedia). Το αρχικό του ενδιαφέρον για τον Μπίλι Γουάιλντερ όμως εξελίχθηκε με τα χρόνια σε δια βίου αγάπη τόσο για τον ίδιο όσο και για το έργο του. Στο site του συγγραφέα υπάρχει μια εκτενής αναφορά για το πώς οδηγήθηκε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου. Εν ολίγοις, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο δεκατετράχρονος τότε Τζόναθαν Κόου έτυχε να δει στην τηλεόραση την ταινία ‘Η ιδιωτική ζωή του Σέρλοκ Χολμς’ σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μπίλι Γουάιλντερ. Παρά την ισχνή ανταπόκριση που βρήκε στο κοινό της εποχής εκείνη η ταινία, έγινε η αφορμή για τον Κόου όχι μόνο να δει όλες τις άλλες ταινίες του Γουάιλντερ αλλά να αναρωτηθεί και στη συνέχεια να αναζητήσει στοιχεία και πληροφορίες για τον βίο του μεγάλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού. Όλο το υλικό που συγκέντρωσε μέσα στα χρόνια, το συνέθεσε σ’ αυτό το βιβλίο που είναι συνδυασμός βιογραφίας και μυθιστορήματος.
Την ιστορία αφηγείται η Καλλιστώ Φραγκοπούλου, μια γυναίκα κοντά στα 60 με δύο κόρες που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία και να κυνηγήσουν τα δικά τους όνειρα. Προσπαθώντας να διαχειριστεί αυτή την επικείμενη αλλαγή στη ζωή της, η Καλλιστώ θυμάται το πρώτο ταξίδι που έκανε χωρίς τους γονείς της, στο ξεκίνημα της δικής της ζωής.

Το 1976 ταξιδεύοντας με σακίδιο στην Αμερική συνάντησε τυχαία σ’ ένα απρόσμενο δείπνο τον Μπίλι Γουάιλντερ και τον πιο στενό του συνεργάτη και φίλο, τον Ιζ Ντάιαμοντ. Ο Κόου υπογραμμίζει σε πολλά σημεία του βιβλίου του τη μεγάλη ζεστασιά και στοργή που χαρακτήριζε τη σχέση των δύο ανδρών, παρά τις διαφορές του χαρακτήρα τους. Εκείνο το δείπνο, παρόλο που η Καλλιστώ δεν είχε καμία επίγνωση για το ποιοι ακριβώς είναι οι συνδαιτημόνες της, έμελλε να της αλλάξει τη ζωή. Ο ηλικιωμένος σκηνοθέτης, ‘ήταν σχεδόν φαλακρός αλλά αξιοποιούσε στο έπακρο τα εναπομείναντα ασημένια του μαλλιά, που ήταν όμορφα χτενισμένα προς τα πίσω, για να τονίζουν το μεγαλοπρεπές του μέτωπο […]Φορούσε, επίσης, γυαλιά με χοντρούς φακούς και, παρά τον αέρα κατήφειας που απέπνεε, πίσω από αυτά τα γυαλιά τα μάτια του δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν μια παιχνιδιάρικη λάμψη…’.
Λίγους μήνες αργότερα η Καλλιστώ καλείται να εργαστεί σαν διερμηνέας στην ομάδα του Γουάιλντερ, που έκανε τα γυρίσματα της ταινίας ‘Φεντόρα’ στην Κέρκυρα. Για την Καλλιστώ το διάστημα αυτό ήταν μια ευλογημένη εποχή και ένα μεγάλο σχολείο. Ήταν η μύησή της στον κόσμο του σινεμά με τον οποίο συνδέθηκε αργότερα και επαγγελματικά. Παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας, αρχικά στην Ελλάδα και στη συνέχεια στο Μόναχο και το Παρίσι, συνάντησε τη Μάρθα Κέλερ, τον Γουίλιαμ Χόλντεν, τον Αλ Πατσίνο αλλά και τον Μίκλος Ρόζα και τον Χένρι Φόντα. Άκουσε άλλους να της αφηγούνται ιστορίες για τον Γουάιλντερ, αλλά και τον ίδιο να εξομολογείται ίσως το πιο ευαίσθητο κομμάτι της προσωπικής του διαδρομής. Μέσα από την εξιστόρηση των αναμνήσεών της, η Καλλιστώ γίνεται για τον αναγνώστη ο καθρέφτης του ηλικιωμένου σκηνοθέτη εκτιμώντας το μεγαλείο του και φωτίζοντας σιγά σιγά την ευαισθησία και το βάθος του χαρακτήρα του.

Την εποχή των γυρισμάτων της ‘Φεντόρα’ ο Γουάιλντερ βρισκόταν στο λυκόφως της καριέρας του. Ήταν ήδη 72 ετών και έβλεπε τα ηνία του αμερικανικού κινηματογράφου να περνούν στη νέα γενιά· στον Σκορτσέζε, τον Σπίλμπεργκ και τον Κόπολα, στους ‘χίπηδες με τα μούσια’ όπως τους αποκαλεί. Είναι σαφές ότι αισθανόταν πληγωμένος που ο κόσμος του κινηματογράφου προχωρούσε και πλέον δεν εκτιμούσε αυτό που εκείνος είχε να προσφέρει. Η ‘Φεντόρα’- μια επανερμηνεία του θέματος της ταινίας του ‘Sunset Boulevard’- δεν ταίριαζε στη νέα τάση και κανείς στο Χόλυγουντ δεν ενδιαφερόταν να τη χρηματοδοτήσει. Ο Γουάιλντερ και ο Ντάιαμοντ με πείσμα κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν την ταινία κάνοντας τα γυρίσματα στην Ευρώπη με τη χρηματοδότηση μιας γερμανικής εταιρείας παρόλο που κανείς από τους δύο δεν πίστεψε ότι θα ήταν εμπορική επιτυχία.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Μόναχο, μέσα από μια αφήγηση που έχει γραφτεί με τη μορφή σεναρίου, μαθαίνουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Γουάιλντερ εγκατέλειψε την Ευρώπη, την χώρα του και την οικογένειά του, – την τύχη της οποίας δεν κατάφερε ποτέ να μάθει – κάτω από τη ναζιστική απειλή. Πίσω από το χαρούμενο και ζωντανό Μπίλι Γουίλντερ αποκαλύπτεται ένας άνθρωπος που μελετά κάθε ντοκιμαντέρ για την εξόντωση των Εβραίων για να δει αν μπορεί να βρει το πρόσωπο της αγνοούμενης μητέρας του. ‘Νομίζω πως η αλήθεια ήταν ότι βαθιά μέσα μου ήξερα ήδη τι της είχε συμβεί’, εκμυστηρεύεται. Γι’ αυτόν το να γυρίσει μια ταινία που έχει απορρίψει το Χόλιγουντ χρησιμοποιώντας γερμανικά κεφάλαια είναι μια θέση από την οποία δεν μπορεί να βγει χαμένος.
‘[..] μ’ αυτή την ταινία είναι αδύνατον να χάσω. Αν γίνει τεράστια επιτυχία, παίρνω εκδίκηση από το Χόλυγουντ. Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση για το Άουσβιτς’.
Το βιβλίο ‘Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ’ είναι μια υπέροχη ιστορία, βιογραφικά πιστή στη ζωή του Γουάιλντερ (συνοδεύεται από βιβλιογραφία και κατάλογο πηγών για διάφορα από τα ανέκδοτα που είναι υφασμένα στην πλοκή), συναρπαστική και μερικές φορές σπαρακτική, ενώ και η Καλλιστώ είναι μια ευαίσθητη αφηγήτρια που μέσα από τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες της ερμηνεύει και τη δική της ζωή.
Η αφήγηση του Κόου είναι γεμάτη με έξυπνη ειρωνεία, πνευματώδεις διαλόγους και αρκετά ενδιαφέροντα στιγμιότυπα με χαμένες αγάπες και ξεχασμένες δόξες. Παρόλα αυτά όμως τη διατρέχει μια μελαγχολία αφού εκτός από την στοργική παρουσίαση της ζωής μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ‘Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ’ είναι και ένας προβληματισμός για το χρόνο που κυλά, για το βάρος του παρελθόντος, μια παρατήρηση για το συναίσθημα της απώλειας, ένα νοσταλγικό ταξίδι αλλά και ένα γενναιόδωρο μάθημα.
‘Όσο δύσκολα κι αν είναι αυτά που σου συμβαίνουν, η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει. Και πρέπει να τις αδράξεις.’
Το βιβλίο κυκλοφορεί – όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του Τζόναθαν Κόου που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας – από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε θαυμάσια μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη.
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!