Στο μυθιστόρημα ‘Αν η Beale street μπορούσε να μιλήσει’, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση και σημειώσεις Άλκηστης Τριμπέρη, αποτυπώνεται μια κρίσιμη καμπή στο έργο του διαπρεπούς Αφροαμερικανού συγγραφέα Τζέιμς Μπάλντουιν (James Baldwin 1924-1987) κατά την οποία ο συγγραφέας αποπειράθηκε να προβάλει την αγάπη ως το πιο συμπαγές θέμα του και ηθική αρχή του έργου του.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια αναφορά στην Beale street, στο κέντρο της αφροαμερικάνικης μουσικής στο Μέμφις του Τενεσί αλλά και σ’ ένα τραγούδι των μπλούζ του 1917 με τίτλο Beale Street Blues.
Η Τις και ο Φόνι είναι ένα ζευγάρι νέων που ξαφνικά και αναίτια βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση που μοιάζει ανυπέρβλητη. Η αφήγηση ξεκινά με τη δεκαεννιάχρονη Τις να επισκέπτεται στη φυλακή τον αγαπημένο της Φόνι και να του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Οι δύο νέοι, που γνωρίζονται από παιδιά ‘στο σχολείο και σε όλη τη γειτονιά μας φώναζαν Ρωμαίο και Ιουλιέτα’, ενώ ετοιμάζονται να παντρευτούν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια άδικη κατηγορία βιασμού που στέλνει τον Φόνι στη φυλακή. Τα μέλη της οικογένειας της Τις όπως και ο πατέρας του Φόνι παραμερίζουν αγόγγυστα τις δικές τους ανάγκες και συμπαραστέκονται στο νεαρό ζευγάρι με κάθε τρόπο.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η ιστορία του βιβλίου ‘Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει’. Μια ιστορία που τοποθετείται κάπου στη δεκαετία του ’70 και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικογενειακό δράμα από το οποίο αναδύεται και μια ισχυρή διαμαρτυρία κατά του φυλετικού ρατσισμού. Η ίδια η ιστορία είναι σκληρή και με αμφιλεγόμενη/ανοικτή κατάληξη, στοιχεία όμως που δεν υπερτερούν της αγάπης, της τρυφερότητας και της βαθιάς ανθρωπιάς των χαρακτήρων. Εκτός όμως από αυτό ο Μπάλντουιν καταπιάνεται και με το ρόλο της θρησκείας ως ανέλπιδο καταφύγιο, με την οικογενειακή συνοχή, με τη σεξουαλικότητα, με την αξιοπρέπεια.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Γνωρίζουμε την ιστορία μέσα από τη διήγηση της Τις την οποία παρακολουθούμε να μεγαλώνει, να ωριμάζει μέσα από τις εμπειρίες και να συνειδητοποιεί τι σημαίνει να είσαι μαύρος στην Αμερική στα μέσα του 20ου αιώνα.
‘Φυσικά, οφείλω να πω ότι δεν θεωρώ την Αμερική δώρο Θεού για κανέναν – αν όμως είναι, τότε οι μέρες του Θεού πρέπει να είναι μετρημένες. Εκείνος ο Θεός που ο κόσμος λέει ότι υπηρετεί – και που πράγματι υπηρετεί, με τρόπους που δεν καταλαβαίνει – μάλλον έχει πολύ κακή αίσθηση του χιούμορ. Σαν να λέμε ότι θα Τον είχες σαπίσει στο ξύλο, αν Εκείνος ήταν άνθρωπος. Ή : αν ήσουν εσύ.’

Με διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν γνωρίζουμε την ιστορία του ζευγαριού· πώς γνωρίστηκαν, πως αγαπήθηκαν, ποιες ήταν οι σχέσεις μέσα στις οικογένειές τους, πώς έφτασαν στην κατάσταση που αντιμετωπίζουν τώρα. Το βιβλίο όμως φωτίζει και το κομμάτι των δεσμών μέσα στην οικογένεια. Ο Μπάλντουιν στρέφει το βλέμμα του στα μέλη της οικογένειας της Τις και στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη σχέση της μικρής τους κόρης, την άδικη φυλάκιση του Φόνι, την εγκυμοσύνη. Πώς αγνόησαν τους φόβους και τα ελλιπή μέσα τους και έκαναν ασπίδα την αγάπη τους για το ζευγάρι και το μωρό τους προκειμένου να τους προστατέψουν από μια κοινωνία, άδικη, ρατσιστική ‘σε αυτό το παιδί είχε δοθεί η υπόσχεση της ασφάλειας’.
Το Φόνι τον γνωρίζουμε κυρίως από τις αναδρομές της Τις. Είναι 21 ετών, γλύπτης και πολύ περήφανος. Όταν συγκρούεται με ένα λευκό αστυνομικό ξέρει πως είναι χαμένος αλλά δεν σκύβει το κεφάλι.
‘Το ίδιο πάθος που έσωσε τον Φόνι τον έβαλε σε μπελάδες και τελικά στη φυλακή. Γιατί, βλέπετε, είχε βρει τον πυρήνα του, τον δικό του πυρήνα, μέσα του : και αυτό φαινόταν. Δεν ήταν ο αράπης κανενός. Και αυτό είναι έγκλημα σε αυτή τη γαμημένη, ελεύθερη χώρα. Έχεις το καθήκον να είσαι ο αράπης κάποιου. Αν δεν είσαι ο αράπης κανενός, είσαι κακός αράπης : και σε αυτό κατέληξαν οι μπάτσοι, όταν ο Φόνι μετακόμισε στο κέντρο.’
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών που διήρκεσε η λογοτεχνική καριέρα του Μπάλντουιν, οι πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις που βίωσαν οι ΗΠΑ, συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, και στην εξέλιξη του λογοτεχνικού οράματος του συγγραφέα που αποτυπώνεται κυρίως στη αναζήτηση της κοινωνικής αποδοχής των ηρώων του. ‘Τώρα, μπορώ να το πω, γιατί τώρα πια είμαι σίγουρη, ότι η πόλη δεν μας αγαπούσε’ λέει η Τις. ‘Μας κοιτούσαν λες και ήμασταν ζέβρες – και, ξέρετε, κάποιοι συμπαθούν τις ζέβρες, κάποιοι τις αντιπαθούν. Όμως κανείς δεν ρωτάει τη ζέβρα πώς αισθάνεται’.
Οι χαρακτήρες των ηρώων του βιβλίου σκιαγραφούνται μέσα από την αφήγηση της Τις αλλά και μέσα από μερικές αξέχαστες σκηνές. Η συνάντηση μεταξύ των δύο οικογενειών, όταν η Tις αποκαλύπτει την εγκυμοσύνη της στους γονείς του Φόνι είναι ισχυρή, εντυπωσιακή· μια σύγκρουση με μια μεγάλη κάθαρση που ευχαριστεί και ικανοποιεί το αίσθημα δικαίου και τιμής του αναγνώστη. Είναι μια μάλλον δευτερεύουσα στιγμή στο βιβλίο, στην οποία ο συγγραφέας βάζει τις δύο αφροαμερικανικές οικογένειες να τσακώνονται λεκτικά και σωματικά επιδιώκοντας ίσως να δώσει στους μαύρους του ήρωες κάτι πολύ πέρα από το στερεότυπο. Τους δίνει ψυχή, τους δίνει σάρκα και αίμα, τους δίνει χαρακτηριστικά, προτερήματα και ελαττώματα.

Κομβική για τις απόψεις και τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, είναι και η σχέση του Μπάλντουιν με τη θρησκεία. Ιεροκήρυκας στα δεκάξι του χρόνια, απομακρύνθηκε γρήγορα από την εκκλησία απογοητευμένος από την υποκρισία και τον ρατσισμό και τα τελευταία χρόνια του δήλωνε άθεος. Στο βιβλίο, το νεαρό ζευγάρι παίρνει δύναμη και στήριξη από τους γονείς της Τις και τον πατέρα του Φόνι ενώ η μητέρα του, που έχει κάνει την εκκλησία δεύτερο σπίτι της, αντιδρά στα νέα της εγκυμοσύνης της Τις με κατάρες! ‘Έχεις τον διάολο μέσα σου – πάντα το ήξερα. Ο Θεός μου έδωσε αυτή τη γνώση πάρα πολλά χρόνια πριν. Το Άγιο Πνεύμα θα κάνει αυτό το παιδί να μαραθεί στη μήτρα σου. Αλλά ο γιός μου θα συγχωρεθεί. Οι προσευχές μου θα τον σώσουν’.
Η κατάληξη της περιπέτειας της Τις και του Φόνι αφήνεται στη φαντασία του αναγνώστη με μια σκηνή που παραπέμπει σ’ ένα όνειρο της Τις, με το μωρό να κλαίει, τον Φόνι να δουλεύει σκυμμένος πάνω σε ένα γλυπτό και την ελπίδα ότι τα εμπόδια της κοινωνικής αδικίας θα αρθούν για όσους τολμούν να ζήσουν με αγάπη και αξιοπρέπεια, να σιγοκαίει.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Barry Jenkins το 2018.

Έγραψαν για το βιβλίο :
Reblogged στις worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!