ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΥΣΥ ΜΠΑΡΤΟΝ

στις

Lucy_Barton

Το βιβλίο ‘Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον’ είναι μια ιστορία για μια παιδική ηλικία σκληρή και οδυνηρά μοναχική και για μια οικογενειακή σχέση ισχυρή, γεμάτη συμβιβασμούς, μυστικά  και ανομολόγητα αισθήματα.

‘Η μοναξιά ήταν η πρώτη γεύση που γεύτηκα στη ζωή μου, και ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη μέσα στο στόμα μου, στις πτυχώσεις του, σαν υπενθύμιση.’

Αφηγήτρια είναι η Λούσυ Μπάρτον, επιτυχημένη συγγραφέας, που ζει στη Νέα Υόρκη. Η Λούσυ ξεκλειδώνει τα μυστικά της ζωής της γυρνώντας χρόνια πίσω – κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 – τότε που νοσηλεύτηκε για μεγάλο διάστημα λόγω μιας επιπλοκής από μια εγχείρηση. Μόνη της τότε στο δωμάτιο του νοσοκομείου, αδυνατισμένη σωματικά και ψυχικά, μακριά από τον σύζυγο και τις μικρές της κόρες, δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη της μητέρας της, με την οποία είχε να συναντηθεί πάνω από τέσσερα χρόνια. Η μητέρα της – που έφυγε από το αγροτικό Άμγκας του Ιλλινόι και μπήκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο – κάθεται δίπλα στην κόρη της για πέντε μέρες. Σ’ αυτό το διάστημα δεν δέχτηκε να της φέρουν ένα ράντζο για να ξεκουραστεί παρά έκλεινε τα μάτια της για λίγο καθισμένη πάντα στην πολυθρόνα. Στην ανησυχία που εκφράζει η κόρη της για το πόσο λίγο κοιμάται η μητέρα της λέει: ‘Το μαθαίνεις αυτό, όταν δεν νιώθεις ασφαλής’ και η Λούσυ συνειδητοποιεί πόσο λίγα γνωρίζει για τα παιδικά χρόνια της μητέρας της.

Οι δύο γυναίκες, αμήχανες στην αρχή μετά την πολυετή απομάκρυνσή τους, σύντομα χαλαρώνουν και αρχίζουν μια ψιλοκουβέντα για ανθρώπους της πόλης τους, δίνουν παρατσούκλια στις νοσοκόμες, μοιράζονται κοινότυπες πληροφορίες για τις οικογένειές τους, αλλά αποφεύγουν να αναφέρουν όσα έχουν πραγματικά στο μυαλό τους. Λένε για τον άτυχο έρωτα της Κάθυ Νάισλυ, τον κακό γάμο της Χάριετ, τον ατυχή γάμο της Μέριλιν, αλλά ούτε κουβέντα για την ιστορία της δικής τους οικογένειας. Σαν μικρό παιδί η Λούσυ, ακούει τις ιστορίες που της αφηγείται η μητέρα της, απολαμβάνοντας τη φωνή και την παρουσία της που της είχε λείψει.

‘Ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Αχ, ήμουν ευτυχισμένη που μιλούσα έτσι με τη μητέρα μου!

Και είναι αυτές οι ώρες με τις σκόρπιες ιστορίες που καθαρίζουν σιγά σιγά το μυαλό της και καταφέρνει να πλησιάσει την αλήθεια και να βρει τις λέξεις για να γράψει για τη μοναξιά και την απομόνωση που βίωσε ως παιδί· να συνειδητοποιήσει και να συνδέσει τον φόβο και τη δυστυχία με την παρηγοριά και την αγάπη.

‘Κάπως έτσι μάλλον βρίσκουμε το δρόμο μέσα στον κόσμο, μισοξέροντας, μισοαγνοώντας, με αναμνήσεις που μας έρχονται και που αποκλείεται να είναι αληθινές. […] Με υποθέσεις πορευόμαστε, φαίνεται, στη ζωή.’

Η Λούσυ γράφει για τη ζωή της με υπαινιγμούς και μισές αποκαλύψεις πηγαίνοντας μπρος πίσω στο χρόνο. Μιλάει για την ντροπή της  φτώχειας, τότε που όλοι στην πόλη τους θεωρούσαν ‘αλλόκοτους’ και ‘αηδία’, τότε  που είχαν για σπίτι ένα γκαράζ, τότε που η δασκάλα πρόσβαλε την αδελφή της γιατί ήταν βρώμικη, τότε που ο πατέρας τιμωρούσε τα παιδιά κλείνοντάς τα για ώρες μέσα σ’ ένα φορτηγάκι, τότε που τα περισσότερα γεύματα ήταν ψωμί και μελάσα. Σκέφτεται τον αδελφό της, το άλλο μέλος της οικογένειας που ζει με τη μοναξιά του, που αν και μεσήλικας, του αρέσει ακόμη να διαβάζει παιδικά βιβλία και πηγαίνει σ’ έναν γειτονικό αχυρώνα όπου ‘Περνάει τη νύχτα με όποιο ζώο είναι να θανατωθεί την επόμενη μέρα.

Ο πατέρας της οικογένειας, σημαδεμένος από όσα πέρασε κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κινείται σαν βαριά σκιά μέσα στην ιστορία. Τιμωρεί τα παιδιά του με σκληρούς τρόπους, για ασήμαντους λόγους, ενώ η ηττημένη μητέρα αδυνατεί όχι μόνο να τα προστατεύσει αλλά ακόμη και να τους πει ότι τα αγαπά.

Το καταφύγιο της Λούσυ γίνονται τα βιβλία. Αναζητώντας τη ζεστασιά που έλειπε από το σπίτι της, παρέμενε μετά το σχόλασμα στο σχολείο, όπου διάβαζε μέχρι αργά. ‘Αλλά  τα βιβλία μου έδιναν πράγματα. […] Με έκαναν να νιώθω λιγότερο μόνη. Εκεί θέλω να καταλήξω. Κι έτσι σκεφτόμουν : Θα γράφω κι εγώ βιβλία κι έτσι οι άνθρωποι δεν θα νιώθουν τόσο μόνοι!’ Κι έτσι κατάφερε να φύγει, να βιώσει κοινωνικούς και πολιτιστικούς ‘κανόνες’ που ήταν εντελώς ξένοι γι’ αυτή, να σπουδάσει και να εκπληρώσει τη φιλοδοξία της να γίνει συγγραφέας και μάλιστα επιτυχημένη.

Κοιτάζει την πορεία της από την απόσταση που της δίνει ο χρόνος και γράφει για τις δυσκολίες κοινωνικής ένταξης που αντιμετώπισε, για τον στιγματισμό και την απομόνωση. Και πάνω απ’ όλα, ανακαλύπτει ότι παρόλα όσα έχει κατακτήσει, όσο παραμένει αποξενωμένη από την οικογένειά της θα στοιχειώνεται από τη γνώριμή της μοναξιά. Της λείπουν οι γονείς της, της λείπουν τα αδέλφια της, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι με τις κοινές εμπειρίες και καταβολές που λέμε ‘οικογένεια’.  Καταλαβαίνει ότι για όλους τους άλλους θα είναι πάντα σαν ‘να έχει έρθει από το τίποτα’.

Χωρίς δισταγμούς η συγγραφέας Λούσυ ψάχνει την αλήθεια της καταγράφοντας περιστατικά της ζωής της, ζωγραφίζοντας ένα ανεξίτηλο πίνακα φτώχειας και κακοποίησης χωρίς ποτέ να την αναγνωρίζει και να την λέει με το όνομά της. Αλλά και χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Όπως ακριβώς τη συμβούλεψε χρόνια πριν μια άλλη συγγραφέας σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής.

‘Πολλοί θα σε κατακρίνουν  που συνδυάζεις τη φτώχεια με την κακοποίηση. Πόσο ηλίθια λέξη, η ‘κακοποίηση’, πόσο συμβατική και ηλίθια λέξη, αλλά πολλοί θα πούνε πως υπάρχει και φτώχεια χωρίς κακοποίηση, αλλά εσύ δεν θα βγάλεις τσιμουδιά. Ποτέ μα ποτέ μην υπερασπίζεσαι το έργο σου. Αυτή εδώ είναι μια ιστορία περί αγάπης, το ξέρεις. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που βασανίζεται κάθε μέρα  της ζωής του για πράγματα που έκανε στον πόλεμο. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έμεινε μαζί του, γιατί αυτό έκαναν οι περισσότερες σύζυγοι εκείνης της γενιάς, και μετά έρχεται στο δωμάτιο της κόρης της στο νοσοκομείο και μιλά ακατάπαυστα για τον κατεστραμμένο γάμο του ενός και του άλλου και ούτε καν το καταλαβαίνει, ούτε που το καταλαβαίνει ότι αυτό κάνει. Είναι η ιστορία μιας μητέρας που αγαπά την κόρη της. Ατελώς. STROUTΓιατί όλοι μας ατελώς αγαπάμε. Αν όμως ανακαλύψεις στην πορεία της συγγραφής πως προστατεύεις κάποιον, να θυμάσαι το εξής: Είναι λάθος αυτό.’

Το βιβλίο ‘Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον’ της Ελίζαμπεθ Στράουτ (Elizabeth Strout), είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται γρήγορα αλλά δεν ξεχνιέται καθόλου εύκολα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

Εκδόσεις: ΑΓΡΑ

2 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.