Ο καθηγητής γαλλικής και συγκριτικής φιλολογίας Ουίλιαμ Μαρξ, σε μια προσεκτική όσο και λεπτομερή έρευνα, στο βιβλίο του ‘Το Μίσος για τη Λογοτεχνία’, εξηγεί ότι η λογοτεχνία διώκεται, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι και σήμερα, κατηγορούμενη ότι στερείται κύρους, ότι δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, ότι είναι ανήθικη και ότι η κοινωνία δεν την χρειάζεται. Βάζοντας λοιπόν ο συγγραφέας τον εαυτό του στο ρόλο του συνηγόρου προσπαθεί να εξετάσει την κατηγορούμενη μέσα από τα μάτια των κατηγόρων της.
Όπως μας υπενθυμίζει ο Μαρξ, η λογοτεχνία παραμένει μια κάπως αόριστη ιδέα που ‘δεν έχει σωστό ορισμό’ και για να προχωρήσει στην υπεράσπισή της πρέπει κατ’ αρχάς να την ορίσει και να βρει το αντικείμενό της; Είναι η Λογοτεχνία ‘ο ύπνος της λογικής, η νοσταλγία μιας έκπτωτης εξουσίας ή αυτό που απέμεινε από την επικράτηση της φιλοσοφίας’; Ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να εστιάσει στην αντιλογοτεχνία!
‘Ονομάζουμε αντιλογοτεχνία κάθε λόγο που αντιτίθεται στη λογοτεχνία, και με το να της αντιτίθεται την ορίζει. Ονομάζουμε λογοτεχνία κάθε λόγο στον οποίο αντιτίθεται η αντιλογοτεχνία. Δεν υπάρχει λογοτεχνία χωρίς αντιλογοτεχνία.’
Κάνοντας λοιπόν μια μη χρονολογική αναδρομή αποδεικνύει με χιούμορ και σαφήνεια πόσο σαθρά και χωρίς φαντασία ήταν ανέκαθεν τα αντιλογοτεχνικά επιχειρήματα και ότι οι επιθέσεις στη λογοτεχνία προήλθαν, τις περισσότερες φορές, από ψυχρά εκπεφρασμένα, ορθολογικά ή αυτενεργά επιχειρήματα, υποκινούμενα από τον φόβο των ιδεών που ενυπάρχουν σε όλες τις λογοτεχνικές μορφές, θεωρώντας την απειλή για την Εξουσία, την Αλήθεια, την Ηθική και την Κοινωνία. Στις 267 σελίδες του βιβλίου τα επιχειρήματα για την υποστήριξη της λογοτεχνίας είναι σαφώς πιο ενδιαφέροντα από τα επιχειρήματα των κατηγόρων της που – εκτός του ότι αποτελούν μέρος της απόλαυσης της ανάγνωσης του βιβλίου του Μαρξ-, καταλήγουν να είναι και η πιο ωραία υπεράσπισή της.
Στη δίκη για την Εξουσία, η πρώτη κατηγορία προέρχεται από τον Πλάτωνα, ο οποίος κατηγορεί την ποίηση για ανηθικότητα και ψεύδη για να αποδειχτεί όμως ότι οι κατηγορίες αυτές είναι στην πραγματικότητα μια καταδίκη της αποτυχίας της να χρησιμοποιήσει το ψέμα για λογαριασμό του κράτους, και όχι μια καταδίκη των ψεμάτων ως τέτοια!
Αργότερα στη λογοτεχνία επιτέθηκαν οι χριστιανοί θεολόγοι του μεσαίωνα – οι οποίοι όμως ‘δεν στόχευαν απευθείας την ποίηση, αλλά την παγανιστική θρησκεία της οποίας θεωρείτο ο άρρηκτος αγωγός’.
Η δεύτερη δίκη για την Αλήθεια ξεκινά με αναφορά σε μια διάλεξη που δόθηκε στο Κέιμπριτζ το 1959 από τον σερ Charles Percy Snow με θέμα τις δύο κουλτούρες – δηλαδή τη λογοτεχνική και την επιστημονική κουλτούρα. Ο Snow σ’ αυτή την περιβόητη ομιλία του, μεταξύ άλλων και αφού χωρίζει την κοινωνία σε δύο ομάδες, επιχειρεί μια επικίνδυνη γενίκευση αναφέροντας στις αρετές των επιστημόνων την ειλικρίνεια, την αλήθεια, την απλότητα, τη χρησιμότητα, την αποτελεσματικότητα και τον αλτρουισμό ενώ την ίδια στιγμή για τους ανθρώπους των γραμμάτων τα χαρακτηριστικά που τους προσδίδει είναι η υποκρισία, το ψεύδος, ο σνομπισμός, η παρελθοντολογία, η έλλειψη φυσικότητας, ο εγωκεντρισμός και η μοχθηρία. Η απάντηση σ’ αυτές τις ακραίες θέσεις του Snow ήρθε από τον κριτικό F.R. Leavis ο οποίος όχι μόνο ακύρωσε τα επιχειρήματα του Snow αλλά κατάφερε να καταστρέψει και τη λογοτεχνική του φήμη.
Ο Μαρξ στη συνέχεια επιστρατεύει τις θέσεις που έχουν εκφράσει κατά καιρούς ο μαθηματικός d’Alembert και ο Currie καθώς και κείμενα του Βιργίλιου, του Ισοκράτη και του Descartes για να φτάσει στο συμπέρασμα ότι ‘Το ζήτημα της αλήθειας αποτελεί απλώς πρόσχημα’ και ότι η λογοτεχνία θα έχει μια δύσκολη πορεία αν δεν απαντήσει στις απειλές με λόγο που δεν θα επιτρέπει στην αλήθεια του να παρεννοηθεί.
‘Η δίκη της λογοτεχνίας στο όνομα της αλήθειας ξαναπαίζεται σε κάθε εποχή: η επανάληψη αποτελεί μια από τις κατεξοχήν ασχολίες της αντιλογοτεχνίας. Ακόμα κι αν άλλαξε η λογοτεχνία, είναι εκπληκτικό το πόσο σταθερά παραμένουν τα επιχειρήματα.’
Στην τρίτη δίκη με κατήγορο την Ηθική, ο αναγνώστης παρασύρεται στις σκέψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και σε λογοτεχνικά έργα όπως η Μαντάμ Μποβαρύ, οι περιπέτειες του Huckleberry Finn, ο Φύλακας στη Σίκαλη αλλά και οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, όπου διερευνώνται οι ηθικές συνέπειες των κειμένων που εμφανίζουν τις γυναίκες ως αδύναμα πλάσματα, τις οικογένειες ως πηγή των πιο σοβαρών προβλημάτων και ενθαρρύνουν την ασέβεια προς τους δασκάλους.
‘Η άρνηση της ηθικής αξίας της λογοτεχνίας ισοδυναμεί με άρνηση της δυνατότητας του αναγνώστη να έχει αυτόνομη κρίση’ γράφει ο Μαρξ για να καταλήξει ότι ‘είναι αλήθεια ότι, για να ξεκινήσεις μια δίκη για ανηθικότητα, η τάση προς την απλούστευση κι ο αμφίβολος πνευματικός ηθικός κώδικας αποτελούν μεγάλα πλεονεκτήματα’.
Στην τελευταία δίκη εξετάζεται ο κοινωνικός ρόλος της λογοτεχνίας και οι διακρίσεις που αυτή γεννά στην κοινωνία για να καταλήξει ο συγγραφέας ότι :
‘Η δίκη κατά της λογοτεχνίας στο όνομα της κοινωνίας είναι πιο συχνά δίκη λόγω των ελλείψεων και των αδυναμιών της και λιγότερο λόγω της ισχύος της: καλός λόγος για να συνεχίζουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε λογοτεχνία – διαφορετικά.’

Τελικά το μίσος για τη Λογοτεχνία είναι μάλλον ένα συναίσθημα που περισσότερο ακούγεται και συζητιέται παρά γράφεται, και όπως όλα τα πάθη έτσι κι αυτό καταλήγει να γελοιοποιεί τον εαυτό του και να ενισχύει τη θέση της Λογοτεχνίας. Ο Ουίλιαμ Μαρξ στην μελέτη του αυτή κούνησε από το βάθρο τους προσωπικότητες παγκόσμιου κύρους όπως ο Tanneguy Le Fevre, ο Sir Charles Percy Snow ή ακόμα και ο D’Alembert για να καταλήξει – με μια σειρά σκέψεων που αφορούν περισσότερο την κοινωνία παρά τη Λογοτεχνία – στο ότι τελικά η Λογοτεχνία – που ανέκαθεν ενοχλούσε την εξουσία – κινδυνεύει όχι από τους αυτόκλητους κατηγόρους της αλλά από την αδιαφορία.
‘Η Λογοτεχνία είναι ο κατεξοχήν παράνομος λόγος.
Ακόμα και παράλογη, ακόμα και άδικη, ακόμα και αναχρονιστική, η αντιλογοτεχνία επιβεβαιώνει την ύπαρξη αυτού που αντιμάχεται∙ δείχνει τη δύναμη και την εξουσία του, όποιες κι αν είναι, και του αποτίνει έναν παράδοξο φόρο τιμής.
Πολύ χειρότερη από το μίσος για τη λογοτεχνία όμως θα ήταν στην πραγματικότητα η αδιαφορία: μη γένοιτο να έλθει η εποχή της.’
Το βιβλίο ‘Το μίσος για τη Λογοτεχνία’ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σε μετάφραση Αντώνη Αθανασόπουλου.
Εκδόσεις : ΠΟΛΙΣ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!