Ο Ερνέστο Σάμπατο σχεδόν πάντα αναφέρεται στην ίδια πρόταση με τον πατριώτη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο μεγάλος αργεντίνος συγγραφέας εγκωμιάστηκε από έναν μεγάλο αριθμό σημαντικών συγγραφέων του 20ου αιώνα όπως ο Καμύ, ο Τόμας Μαν, ο Γκράχαμ Γκρην, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Κολμ Τοϊμπιν κ.ά. Ο Ερνέστο Σάμπατο όμως εκτός από σημαίνουσα μορφή των γραμμάτων υπήρξε και εμβληματική πολιτική φιγούρα για τη χώρα του αφού ‘Το 1984 ορίστηκε από τον πρόεδρο της Αργεντινής Ραούλ Αλφονσίν πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Εξαφάνιση Προσώπων, η οποία διερεύνησε την τύχη όσων εξαφανίστηκαν επί καθεστώτος Βιντέλα τη δεκαετία του 1970. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας εκδόθηκαν το 1984 σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Nunca Más» («Ποτέ Ξανά»). Τη χρονιά αυτή του απονεμήθηκαν πολλές διακρίσεις: Διακεκριμένος Πολίτης του Μπουένος Άιρες, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Αντιοχείας στην Κολομβία, Βραβείο Γκαμπριέλα Μιστράλ από την Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών, Βραβείο Θερβάντες.’ πηγή : wikipedia
Το βιβλίο ‘Περί ηρώων και τάφων’ είναι ένα θεμελιώδες έργο της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, μια μακρά και σύνθετη βουτιά στην Αργεντινή άβυσσο, ένα βιβλίο που όταν το διαβάσεις σε ακολουθεί για πάντα!
Είναι το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας (με πρώτο μέρος το ‘Τούνελ’ και τρίτο το ‘Αββαδών ο εξολοθρευτής’) και όπως και τα υπόλοιπα είναι χαοτικό, πυκνό, σουρεαλιστικό, σύνθετο και πολυεπίπεδο. Όποιος έχει ξαναδιαβάσει έργο του Σάμπατο ξέρει ότι η λογοτεχνία του είναι γυμνή, βαθιά δουλεμένη και υπογραμμίζει τις ακραίες υπαρξιακές καταστάσεις της μοναξιάς και του θανάτου.
Το ‘Περί ηρώων και τάφων’ είναι ένα βιβλίο αναζήτησης της ελπίδας σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στην Αργεντινή τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής της από τον Περόν. Το μυθιστόρημα δίνει ένα υποβλητικό πορτρέτο της πόλης του Μπουένος Άιρες και του λαού της αργεντινής το 1955. Μια μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της Αργεντινής που οδηγεί τον αναγνώστη της σε έναν κόσμο πάθους, φιλοσοφίας και παράνοιας.
Η ιστορία του βιβλίου έχει χτιστεί γύρω από ένα βίαιο έγκλημα και ξεκινά με το απόσπασμα ενός αστυνομικού χρονικού από μια εφημερίδα του Μπουένος Άιρες που αναφέρει ότι η Αλεχάντρα, τελευταία απόγονος μιας παλιάς αργεντινής οικογένειας, σκότωσε τον πατέρα της και στη συνέχεια αυτοπυρπολήθηκε.
Η εξιστόρηση αρχίζει δύο χρόνια νωρίτερα από το συμβάν και παρουσιάζεται από διάφορες οπτικές, αποκαλύπτοντας στοιχεία της ζωής του κάθε αφηγητή. Τέσσερις είναι οι ‘ήρωες’ του βιβλίου. Η Αλεχάντρα, η όμορφη, αλλά συναισθηματικά ασταθής, τελευταία απόγονος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας της Αργεντινής, ο Μαρτίν, ένας ντροπαλός δεκαοκτάχρονος που προσπαθεί να βρει το δρόμο του στη ζωή, ο Φερνάντο, ο τρελός πατέρας της Αλεχάντρα και ο Μπρούνο που είναι φίλος και των τριών.
Όταν ο Μαρτίν γνωρίζει την Αλεχάντρα την ερωτεύεται και τη βλέπει σαν τον μόνο λόγο για να συνεχίσει να ζει. Ο Μαρτίν, μισεί τη μητέρα του, δεν έχει κανένα σεβασμό για τον πατέρα του και ζει μόνος του σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Η έλξη που του ασκεί η Αλεχάντρα ενώ στην αρχή τον κάνει να ελπίσει σε κάτι ωραίο, στη συνέχεια τον ρίχνει σε μια σκοτεινή άβυσσο απόγνωσης που τον φέρνει στο χείλος της αυτοκτονίας. Η προσπάθειά του να ξεπεράσει τον έρωτά του και να καταλάβει τι έχει συμβεί σε αυτόν και στην Αλεχάντρα, παρέχει τον πνευματικό προβληματισμό του μυθιστορήματος.
Η Αλεχάντρα είναι δεκαοκτώ χρονών όταν συναντά τον Μαρτίν. Με τα μακριά μαύρα μαλλιά της με τις κοκκινωπές ανταύγειες, τα γκριζοπράσινα μάτια της και το λυγερό της σώμα είναι μια μυστηριώδης φιγούρα που ασκεί μια σχεδόν απόκρυφη επιρροή στον Μαρτίν που ποτέ του δεν καταφέρνει να καταλάβει την αινιγματική της προσωπικότητα και τον σκοτεινό τρόπο ζωής της. Ζει στο παλιό οικογενειακό σπίτι, κάποτε ένα αρχοντικό αλλά τώρα ένα ερείπιο που βρίσκεται σε μια υποβαθμισμένη πλέον περιοχή. Η οικογένειά της έχει χάσει την προηγούμενη αίγλη της και τα εναπομείναντα μέλη της ζουν με τις μνήμες της παλιάς Αργεντινής.
«Η Αλεχάντρα παρέμενε άφαντη και ο Μαρτίν κατέφευγε στη δουλειά του και στη συντροφιά του Μπρούνο. Ήταν καιροί στοχαστικής θλίψης : δεν είχαν φτάσει ακόμα οι μέρες της χαοτικής και φοβερής θλίψης. Η ψυχική διάθεση έμοιαζε μ’ εκείνο το φθινόπωρο του Μπουένος Άιρες, φθινόπωρο όχι μόνο με ξεραμένα φύλλα, γκρίζο ουρανό και βροχούλες, αλλά και με αναστάτωση, με θολή δυσθυμία. Όλοι γκρίνιαζαν με όλους, οι άνθρωποι μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, οι καρδιές δεν χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό (όπως συμβαίνει σε κάποιον εθνικό πόλεμο, σε κάποιες συλλογικές δόξες): υπήρχαν δύο έθνη στην ίδια χώρα κι εκείνα τα έθνη ήταν θανάσιμοι εχθροί, κοιτάζονταν λοξά, ήταν θυμωμένοι. Και ο Μαρτίν, που ένιωθε μόνος, αναρωτιώταν για τα πάντα : για τη ζωή και τον θάνατο, για τον έρωτα και το απόλυτο, για τη χώρα του, για το πεπρωμένο του ανθρώπου γενικά. Αλλά κανένας απ’ αυτούς τους συλλογισμούς δεν ήταν άσχετος παρά αναπόφευκτα γινόταν πάνω σε λέξεις και αναμνήσεις της Αλεχάντρα, γύρω από τα γκριζοπράσινα μάτια της, το βάθος της χολωμένης και αντιφατικής έκφρασής της. Και ξαφνικά φαινόταν λες και αυτή να ήταν η πατρίδα, όχι εκείνη η ωραία γυναίκα αλλά συμβατική των συμβολικών λιθογραφιών. Η πατρίδα ήταν τα παιδικά χρόνια και η μητέρα, ήταν η εστία και η τρυφερότητα· κι εκείνο δεν το είχε νιώσει ο Μαρτίν· και παρόλο που η Αλεχάντρα ήταν γυναίκα, θα μπορούσε να περιμένει απ’ αυτήν, με κάποιο μέτρο, κατά κάποιο τρόπο, τη θέρμη της μητέρας· αλλά αυτή ήταν μια σκοτεινή και ταραγμένη περιοχή, που ταρακουνούσαν σεισμοί, που σάρωναν τυφώνες. Όλα ανακατεύονταν στο ανήσυχο και σαν ζαλισμένο μυαλό του και όλα γύριζαν ιλιγγιωδώς γύρω από τη μορφή της Αλεχάντρα, ακόμα κι όταν σκεφτόταν τον Περόν και τον Ρόσας, γιατί σ’ εκείνη την κοπέλα, απόγονο των Ενωτικών και ωστόσο οπαδό των Ομοσπονδιακών, σ’ εκείνη την αντιφατική και ζωντανή κατάληξη της ιστορίας της Αργεντινής, έμοιαζαν να συνοψίζονται, μπροστά στα μάτια του, όλα όσα είχε, τόσο χαοτικά και αλληλοσυγκρουόμενα, φρικτά και σπαρακτικά, διφορούμενα και θαμπά.»
Η Αλεχάντρα συναντιέται με τον Μαρτίν όποτε θέλει εκείνη, κρατά μυστικές τις σκέψεις της και τις περισσότερο σημαντικές από τις εμπειρίες της, κάποιες φορές είναι τρυφερή μαζί του ενώ κάποιες άλλες περιφρονητική και συχνά απομακρύνεται απ’ αυτόν, παρόλο που τον διαβεβαιώνει ότι τον αγαπάει. Μάταια ο Μαρτίν αγωνίζεται να ανακαλύψει την κρυμμένη λογική στη μυστηριώδη συμπεριφορά της Αλεχάντρα. Και οι δύο αυτοί χαρακτήρες – με τον ορθολογισμό του ενός και τον παραλογισμό της συμπεριφοράς της άλλης – αντιπροσωπεύουν τους αντίθετους πόλους της ανθρώπινης ύπαρξης και παρουσιάζονται σαν δύο αρχετυπικά σύμβολα αυτού που φαίνεται να πιστεύει ο Σάμπατο ως αρσενικό και θηλυκό χαρακτηριστικό.
Ο άλλος χαρακτήρας που συμμετέχει στην αφήγηση είναι ο Μπρούνο. Ερωτευμένος για πάντα με τη μητέρα της Αλεχάντρα, γοητεύεται να βλέπει στα χαρακτηριστικά του προσώπου της την αγαπημένη του. Ο Μπρούνο είναι συγγραφέας και εκφέροντας γνώμη για τα πάντα από την λογοτεχνία και τη μεταφυσική μέχρι το ταγκό, ουσιαστικά απηχεί τις απόψεις του ίδιου του Σάμπατο.
Ο κυνικός και παράφρων Φερνάντο, ο πατέρας της Αλεχάντρα, που μας βυθίζει στους δικούς του εφιάλτες – γεννημένος την ίδια ημέρα (24/6/1911) με τον Σάμπατο – διακατέχεται από μια μοναδική μανία καταδίωξης που έχει στόχο της τους τυφλούς. Τους παρακολουθεί, τους μελετά και γράφει μια έκθεση για τη Σέκτα των τυφλών, την οποία ολοκληρώνει την ημέρα του θανάτου του. Ολόκληρο το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις ψευδαισθήσεις και τις εμμονές του.
Οι ψυχολογικές πτυχές του έργου είναι αναμεμειγμένες με ιστορικές και πολιτικές σκέψεις σχετικά με την Αργεντινή σε μια περίοδο που εκτείνεται κυρίως από το επεισόδιο του θανάτου του στρατηγού Λαβάλ τον 19ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1950 όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας, εν μέσω του οικονομικού χάους και της κοινωνικής κρίσης που οδήγησε στις διαμαρτυρίες της Πλάζα ντε Μάγιο.
Σ’ αυτό το βιβλίο ο Σάμπατο αποτυπώνει τις ψυχολογικές, ηθικές και μεταφυσικές του ανησυχίες προβάλλοντάς τες μέσα από την πορεία μιας χώρας που μοιάζει να μην ξέρει τι θέλει, τι είναι και πού ανήκει. Το ‘Περί Ηρώων και Τάφων’ είναι μια αξιοσημείωτη καταβύθιση στην ανθρώπινη απελπισία, ένα πορτρέτο της τρομερής αδυναμίας και της τρομερής δύναμης που μας θυμίζει ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ξεχωριστοί επειδή είναι σκεπτόμενοι αφού όλοι, σκεπτόμενοι και μη είναι εκτεθειμένοι στη ντροπή και τη μοναξιά.
Το βιβλίο ‘Περί Ηρώων και Τάφων’ επανακυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε νέα εξαιρετική μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου.
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!