Ο ΕΡΑΣΤΗΣ

στις

οεραστήςΣχεδόν 30 χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση και στο πλαίσιο συζήτησης της Λέσχης Ανάγνωσης στην οποία συμμετέχω, διάβασα ξανά τον «Εραστή» της Μαργκερίτ Ντυράς.

Η Μαργκερίτ Ντυράς, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Μαργκερίτ Ντοναντιέ, γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Ινδοκίνας το 1914. Οι γονείς της, εκπαιδευτικοί και οι δυο, είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία για να εγκατασταθούν στην Ινδοκίνα, γαλλική τότε αποικία. Ο πατέρας της πέθανε όταν η ίδια ήταν τεσσάρων ετών, η απουσία του οποίου φαίνεται ότι τη στιγμάτισε καθώς κλόνισε τις ισορροπίες της οικογένειάς της. Η Ντυράς μεγάλωσε με τη μητέρα της και τους δυο μεγαλύτερους αδελφούς της. Η μητέρα έχει παθολογική αδυναμία στο μεγάλο γιο, ένα ναρκομανή μικροαπατεώνα. Η κόρη θα γνωρίσει τη βία τόσο από τη μητέρα της όσο και από το μεγαλύτερο αδελφό της. Αντίθετα η Μαργκερίτ είναι τρυφερά δεμένη με το μικρότερο, και με ελαφριά νοητική υστέρηση, αδελφό της με μια σχέση που φτάνει στα όρια της αιμομιξίας. Τελειώνοντας το γαλλικό λύκειο στη Σαϊγκόν πήγε στο Παρίσι όπου ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές αρχικά στα μαθηματικά και στη συνέχεια στη νομική και τις πολιτικές επιστήμες. Η περίοδος της γερμανικής κατοχής ήταν κάπως σκοτεινή και γέννησε αμφιβολίες για τη στάση της Ντυράς καθώς ήταν γραμματέας μιας επιτροπής προπαγάνδας η οποία ενέκρινε τη διανομή χαρτιού στους γάλλους εκδότες. Παράλληλα η Ντυράς μαζί με το σύζυγό της,  Ρομπέρ Αντέλμ, αλλά και τον εραστή της Ντιονύ Μασκολό (με τον οποίο απέκτησε και το γιο της Ζαν) οργανώθηκε στην Αντίσταση όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με το μετέπειτα Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Φρανσουά Μιτεράν. Μετά την απελευθέρωση οργανώθηκαν και οι τρεις στο Κομμουνιστικό κόμμα απ’ όπου αποχώρησε το 1950. Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1943 ενώ η ίδια ήταν 29 ετών και  μιλούσε για το μίσος που ένιωθε για το μεγάλο της αδελφό. Ακολούθησε μια σειρά από μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, το σενάριο για τη διάσημη ταινία του Αλαίν Ρεναί «Χιροσίμα αγάπη μου», η παραγωγή ταινιών. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε με το βιβλίο « Ο Εραστής» το οποίο εκδόθηκε το 1984 και τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt. Το βιβλίο γυρίστηκε ταινία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Η Ντυράς, η οποία αντιμετώπιζε για πολλά χρόνια πρόβλημα με το αλκοόλ, πέθανε το 1996.

Η ιστορία του βιβλίου, η οποία όπως έχει παραδεχτεί η ίδια η Ντυράς έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, περιγράφει την ερωτική σχέση μιας δεκαπεντάχρονης Γαλλίδας που ζει στην Ινδοκίνα με έναν κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερό της πάμπλουτο Κινέζο. Η δεκαπεντάχρονη περιγράφει τη ζωή της «Μένω σ’ ένα δημόσιο οικοτροφείο της Σαϊγκόν. Κοιμάμαι και τρώγω εκεί, αλλά τα μαθήματα του σχολείου τα παρακολουθώ έξω, στο γαλλικό λύκειο. Η μάνα μου, δασκάλα το επάγγελμα, θέλει η μικρή της κόρη να τελειώσει τη μέση εκπαίδευση». Το κορίτσι ντύνεται κάπως περίεργα για την ηλικία του. «Φορώ ένα φόρεμα από φυτικό μετάξι, είναι τριμμένο, σχεδόν διάφανο. Παλιά ήταν φόρεμα της μάνας μου… Είναι θαμπό, έτσι όπως φθείρεται το φυτικό μετάξι με την πολλή χρήση…Εκείνη την ημέρα πρέπει να φορώ το γνωστό ζευγάρι με τα ψηλά τακούνια, χρώμα χρυσαφί λαμέ… Τ’ αγόρασε η μάνα μου στις μεγάλες εκπτώσεις….Δεν είναι τα παπούτσια που προσδίδουν στην εμφάνιση της μικρής ασυνήθιστο χαρακτήρα… φοράει ένα αντρικό καπέλο με πλατύ μπορ, ένα μαλακό καπέλο σε χρώμα τριανταφυλλόξυλλου, γαρνιρισμένο με μαύρη κορδέλα.» Η δεκαπεντάχρονη μεγαλώνει σε μια δυσλειτουργική οικογένεια που περιλαμβάνει τη μητέρα της και τους δυο μεγαλύτερους αδελφούς της, μετά το θάνατο του πατέρα της. «Δεν ήταν μόνο οι γιορτές που δεν γιορτάστηκαν στην οικογένειά μας. Αλλά δεν τιμήθηκε ούτε ο θάνατος ούτε κάποια κηδεία ούτε οι αναμνήσεις.» Η σχέση με τη σχεδόν τρελή μητέρα της φτάνει στα όρια της ψύχωσης. «Βλέπω πως η μάνα μου είναι αναμφισβήτητα τρελή… Ότι δεν είδα ποτέ τη μάνα μου μέσα στην τρέλα της. Ήταν τρελή. Από γεννησιμιού της. Το είχε στο αίμα της. Δεν είχε αρρωστήσει από την τρέλα, τη βίωνε σαν υγεία.» Η μητέρα της λατρεύει το μικροαπατεώνα μεγαλύτερο αδελφό τόσο που θα «ζητήσει να ταφεί ο μεγάλος γιος δίπλα της.» Η ίδια νιώθει γι’ αυτόν μίσος ίσως και πάθος. «Δεν χορεύω ποτέ με τον μεγάλο, δεν χόρεψα ποτέ μαζί του. Πάντα μ’ αμπόδιζε ένας αδιόρατος μα ανησυχητικός φόβος, ο φόβος της κακοποιού έλξης που ασκεί πάνω μας, ο φόβος της προσέγγισης των κορμιών μας.» Αγαπά υπερβολικά το μικρότερο αδελφό της. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού της με ποταμόπλοιο στον Μεκόνγκ γνωρίζεται μ’ έναν πάμπλουτο Κινέζο. «Ένας πολύ κομψός άντρας με κοιτάει επίμονα μέσα από τη λιμουζίνα. Δεν είναι λευκός. Είναι ντυμένος ευρωπαϊκά, φορά το μεταξωτό κοστούμι των τραπεζιτών της Σαϊγκόν. Με κοιτάει.» Η γνωριμία και η σχέση της μαζί του της εξασφαλίζει μια διαφορετική ζωή. «Δεν θα ξαναταξιδέψω με λεωφορείο ιθαγενών. Στο εξής, θα έχω στη διάθεσή μου τη λιμουζίνα που θα με πηγαίνει στο λύκειο και θα με γυρνάει στο οικοτροφείο. Θα δειπνώ στα πιο φίνα εστιατόρια της πόλης.» Μαζί του γνωρίζει την ερωτική αφύπνιση, αποκτά ερωτική συνείδηση. Η σχέση τους παράξενη, από τη δική της πλευρά. «Του λέει: θα προτιμούσα να μη μ’ αγαπάτε. Αλλά ακόμα κι αν μ’ αγαπάτε, θα ήθελα να φερθείτε όπως συνηθίζετε με τις άλλες γυναίκες. Την κοιτάει εμβρόντητος, ρωτάει: αυτό θέλετε. Λέει ναι.» Εκείνος δείχνει να την αγαπά. «Λέει πως είναι μόνος, τρομαχτικά μόνος με την αγάπη του γι’ αυτήν.» Την κατηγορεί ότι δεν τον αγαπά και τον θέλει για τα χρήματά του. «Μου δείχνει συμπόνοια, την αρνούμαι, δεν είμαι για να με λυπούνται, κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα εκτός από τη μάνα μου.» Τον γνωρίζει στην οικογένειά της η οποία απολαμβάνει τα προνόμια που προκύπτουν από τη σχέση της με τον πλούσιο Κινέζο. «Οι συναντήσεις με την οικογένεια άρχισαν με τα γεύματα στη Σολέν…του λέω πως πρέπει να τους προσκαλέσει στα μεγάλα κινέζικα εστιατόρια που δεν τα γνωρίζουν, που δεν τα έχουν επισκεφτεί ποτέ…Τ’ αδέλφια μου δεν του απευθύνουν ποτέ το λόγο.» Κι ενώ φαινομενικά όλοι γνωρίζουν ποια είναι πραγματικά η σχέση που τη συνδέει με τον Κινέζο, η μάνα μέσα από την αλλοπρόσαλλη και παραληρηματική συμπεριφορά της φέρεται με βιαιότητα στο κορίτσι κάποιες φορές που συνειδητοποιεί την αλήθεια. «Όταν την πιάνει η κρίση, η μάνα πέφτει πάνω μου, με κλειδώνει στο δωμάτιο, με χτυπάει με τις γροθιές της, με χαστουκίζει, με γδύνει…Ο αδελφός απαντάει στη μάνα, της λέει πως έχει δίκιο που δέρνει το παιδί, η φωνή του είναι γλυκιά, χαϊδευτική… Η μάνα χτυπάει μ’ όλη της τη δύναμη. Ο μικρός αδελφός φωνάζει στη μάνα να αφήσει επιτέλους ήσυχη τη μικρή.» Παράλληλα η μητέρα διευκολύνει με κάθε τρόπο αυτή την τόσο χρήσιμη, για την οικογένειά της, σχέση της νεαρής κόρης της. «Θα επισκεφθεί τη διευθύντρια του οικοτροφείου και θα της ζητήσει να μ’ αφήνουν ελεύθερη τα βράδια, να μην ελέγχουν τις ώρες που επιστρέφω…» Ο πατέρας του εραστή δεν αποδέχεται αυτή τη σχέση «του επανέλαβε πως θα προτιμούσε να τον δει νεκρό» η οποία για τον Κινέζο όμως είναι πολύ σημαντική. Το κορίτσι ολοκληρώνοντας τις γυμνασιακές σπουδές της αποφασίζει να φύγει από την Ινδοκίνα και να επιστρέψει στη Γαλλία. Την ημέρα της αναχώρησής της με το υπερωκεάνειο ο Κινέζος είναι εκεί για να την αποχαιρετήσει από απόσταση. «καθόταν πίσω, μέσα στο αυτοκίνητο, μόλις που διακρινόταν, ακίνητος, νικημένος.» Ενώ εκείνη ξεκινά για μια νέα ζωή στη Γαλλία ο εραστής ακολουθώντας την επιθυμία του πατέρα του θα παντρευτεί με μια πάμπλουτη Κινέζα. «Για κάμποσο καιρό δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί μαζί της, να της χαρίσει τον κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας.» Όταν μετά από πολλά χρόνια συναντήθηκαν στο Παρίσι «της είπε πως όλα ήταν όπως πριν, την αγαπούσε ακόμα, δεν θα έπαυε ποτέ να την αγαπάει, θα την αγαπούσε ως το θάνατο.»

Η Ντυράς μέσα από το βιβλίο της αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή που σημάδεψε το ευρωπαϊκό πνεύμα, την εποχή των αποικιών ενώ παράλληλα αναδεικνύει θέματα που σχετίζονται με το ρατσισμό και τα στεγανά που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων, τον πόθο, την ερωτική αφύπνιση. Η ιστορία με τον εραστή αποτελεί τον καμβά για να παρουσιάσει, να συζητήσει και να αναδείξει η συγγραφέας το θέμα που την απασχολεί σ’ όλη τη συγγραφική της διαδρομή άμεσα ή έμμεσα και αφορά τη σχέση και την επίδραση της οικογένειας και του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ατόμου. Ο αναγνώστης διαβάζει και παρακολουθεί σε σχεδόν παράλληλες πορείες τη διήγηση της σχέσης της ηρωίδας με τον εραστή αλλά και με την οικογένειά της.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με τον ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό, αποσπασματικό τρόπο της Ντυράς καθώς καταργεί τη γραμμική αφήγηση και τη χρήση διαλόγου. Ταυτόχρονα εναλλάσσει αριστοτεχνικά την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέποντας την παρατήρηση της ηρωίδας (ή και του εαυτού της αν ταυτίζονται σε κάποια σημεία) από απόσταση. Δημιουργεί και παρακολουθεί ανώνυμους ήρωες που χαρακτηρίζονται από κάποια ιδιότητα ή σχέση τους με την ηρωίδα όπως ο Κινέζος, η μάνα, ο μικρός αδελφός.

durasΗ γλώσσα του βιβλίου είναι απλή, ωμή και κάποιες φορές κυνική χωρίς όμως να στερείται λυρικών ξεσπασμάτων. Η περιγραφή της σχέσης της ηρωίδας με τη μητέρα της αλλά και την υπόλοιπη οικογένειά της είναι σκληρή και κάποιες φορές σοκαριστική, δημιουργώντας στον αναγνώστη έντονα και δύσκολα συναισθήματα. Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί το βιβλίο χαρακτηρίστηκε εμβληματικό σε σύντομο χρονικό διάστημα από την κυκλοφορία του και η συγγραφέας έχαιρε και χαίρει μεγάλης εκτίμησης και αναγνώρισης όχι μόνο στην πατρίδα της τη Γαλλία.

Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στην Ελλάδα από διάφορους εκδοτικούς οίκους. H έκδοση στην οποία αναφέρομαι εδώ είναι από τον ΕΞΑΝΤΑ και φέρει τη μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου ενώ πρόσφατα το βιβλίο επανεκδόθηκε από το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ στη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις σε μετάφραση Έφης Κορομηλά.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.