Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΑΒΟΛΤΑ

στις

savoltaΣχεδόν τριάντα χρόνια πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου «Με τα μάτια κλειστά» ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που έγραψε συγγραφέας σε άλλη χώρα της Μεσογείου και συγκεκριμένα στην Ισπανία, έφερε ένα νέο αέρα στον τρόπο γραφής και ανάγνωσης μυθιστορημάτων στα ισπανικά γράμματα. Αν και η αλλαγή αυτή δεν έγινε άμεσα αντιληπτή, η κυκλοφορία του βιβλίου «Η αλήθεια για την υπόθεση Σαβόλτα» το οποίο αρχικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Οι στρατιώτες της Καταλονίας» αλλά απορρίφθηκε από τη λογοκρισία – σηματοδοτεί εκτός των άλλων και τη μετάβαση στη δημοκρατία μετά τη τριανταπεντάχρονη δικτατορία του Φράνκο.

Ο συγγραφέας του βιβλίου Εντουάρντο Μεντόθα με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα καταφέρνει να τιμηθεί με το Βραβείο Κριτικών της χώρας του το 1975 ενώ το πιο γνωστό ίσως έργο του «Το μυστήριο της μαγεμένης κρύπτης» σημείωσε υψηλές πωλήσεις με την κυκλοφορία του.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βαρκελώνη – η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο και η βασική ηρωίδα του βιβλίου – το χρονικό διάστημα 1917-1919, στο τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χαβιέρ Μιράντα μετακομίζει στη Βαρκελώνη από τη μητρική του Βαλιαδολίδ, με στόχο την ανεύρεση εργασίας και τη βελτίωση της κοινωνικής του κατάστασης. Αρχίζει να εργάζεται στο γραφείο του δικηγόρου Κορταμπάνιες και η ζωή του μονότονη και βαρετή, αλλάζει ριζικά όταν γνωρίζεται με τον Γάλλο Πολ-Αντρέ Λεπρένς.

«Ο γλοιώδης και οπισθόβουλος Λεπρένς, για τον οποίο λίγα ή σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό, εκτός από το ότι ήταν ένας νεαρός Γάλλος που έφτασε στην Ισπανία στα 1914…Ο κύριος Λεπρένς γρήγορα γνωρίστηκε με τους αριστοκρατικούς και οικονομικούς κύκλους της πόλης μας, και έγινε αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού…Γρήγορα αυτός ο νεοφερμένος, που αναδύθηκε στην επιφάνεια στητός και ικανοποιημένος από τη ζωή…. Τον βρίσκουμε να έχει ανώτερη διοικητική θέση στην πιο ισχυρή και φημισμένη επιχείρηση της εποχής και της πόλης: στην επιχείρηση Σαβόλτα…»

Ο Κορταμπάνιες θέτει τον Μιράντα στην υπηρεσία του Λεπρένς ώστε να τον βοηθήσει όπου τον χρειαστεί. Ο Λεπρένς επιτυγχάνει κατακόρυφη αύξηση των κερδών της επιχείρησης Σαβόλτα με την μεγάλη αύξηση της παραγωγής «με δουλειά κατά δύο και τρεις ώρες περισσότερη από την κανονική καθημερινά, με τη μη λήψη ούτε καν στοιχειωδών μέτρων ασφαλείας για τους εργαζόμενους, με κατάργηση του διαλείμματος ανάπαυσης, με θυσία των πάντων στο βωμό της επιτάχυνσης της παραγωγής.» Η κατάσταση αυτή οδήγησε τους δυστυχισμένους εργαζόμενους στην οργάνωση μιας «απαραίτητης και δίκαιης» απεργίας. Λίγες ημέρες πριν την ορισμένη ημερομηνία ένας από τους πρωτεργάτες της απεργίας ο οποίος υπερασπίζεται με σθένος τα δικαιώματά τους καθώς «έγινε αυτό που γίνεται από αμνημονεύτων χρόνων: οι πλούσιοι γίνονταν όλο και πλουσιότεροι και οι φτωχοί όλο και φτωχότεροι και όλο και πιο εξαθλιωμένοι», βρίσκεται νεκρός από γροθιές και κλωτσιές αγνώστων στο δρόμο κοντά στο σπίτι του. Οι επιθέσεις εναντίον εργατών της επιχείρησης συνεχίστηκαν ενώ περιορίστηκαν σε ξυλοδαρμούς χωρίς θανατηφόρες συνέπειες. Ο Κορταμπάνιες δίνει εντολή στο Μιράντα να εντοπίσει το συντάκτη ενός άρθρου το οποίο καταγγέλλει τις παραπάνω πρακτικές. Ο συντάκτης του άρθρου είναι ο  Παχαρίτο ντε Σότο, ένα ιδεαλιστής δημοσιογράφος της εφημερίδας «Φωνή της Δικαιοσύνης» ο οποίος εκφράζει απόψεις όπως «Θα σου εξομολογηθώ κάτι νοιάζομαι πιο πολύ για το άτομο σαν άτομο παρά για την κοινωνία σαν σύνολο», «Μερικές φορές πιστεύω ότι η πρόοδος παίρνει με το ένα χέρι ό,τι δίνει με το άλλο. Σήμερα την πληρώνουν τα άλογα, αύριο θα την πληρώσουμε εμείς» και «Ελευθερία είναι η δυνατότητα του να ζει κανείς σύμφωνα με τις συγκεκριμένες πραγματικότητες: του κάθε ατόμου, σε κάθε εποχή και σε κάθε περίσταση.» Ο ντε Σότο βρέθηκε νεκρός καθώς του συνέβη ένα δυστύχημα επιστρέφοντας σπίτι του μετά από μια συνεδρίαση στην επιχείρηση Σαβόλτα στην οποία συμμετείχε. Η υπόθεση ακολουθεί κινηματογραφική πλοκή καθώς τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο μέχρι τη χρεοκοπία της επιχείρησης. «Ο Λεπρένς είχε σκοτώσει, είχε ληστέψει, είχε προδώσει για να πάρει στην εξουσία του την επιχείρηση Σαβόλτα, μα όταν την πήρε στα χέρια του η επιχείρηση ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Το τέρμα του πολέμου έβαλε τέρμα στις εμπορικές δραστηριότητες του εργοστασίου όπλων» καθώς αυτή ήταν η όχι και τόσο γνωστή δραστηριότητα της επιχείρησης Σαβόλτα. Για να ενισχύσει περισσότερο τη θέση του στην επιχείρηση ο Λεπρένς παντρεύεται τη μοναχοκόρη του Σαβόλτα, γεγονός που του ανοίγει τις πόρτες για τα μεγάλα σαλόνια της Βαρκελώνης. Ο Μιράντα ερωτεύεται τη Μαρία Κοράλ τσιγγάνα, ακροβάτισσα και -σχεδόν μόνιμη- ερωμένη του Λεπρένς και μετά από πρόταση του Λεπρένς την παντρεύεται.

«Υπάρχουν γεγονότα που σε κάνουν ευτυχισμένο σε δεδομένη στιγμή και σου αφήνουν πίκρα ως ανάμνηση ύστερα. Υπάρχουν κι άλλα που σε ορισμένη στιγμή είναι αυτά καθαυτά χωρίς χρώμα, με το πέρασμα του καιρού όμως παίρνουν νοσταλγικό χρώμα ευτυχίας. Τα πρώτα βαστάνε όσο μια πνοή, τα δεύτερα γεμίζουν ολόκληρη τη ζωή και σε ανακουφίζουν σε ώρες δυστυχίας. Εγώ προσωπικά προτιμώ αυτά τα δεύτερα.»

Ακολουθούν δύσκολες καταστάσεις και δυσάρεστες αποκαλύψεις οι οποίες οδηγούν τελικά τον Μιράντα και τη σύζυγό του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το βιβλίο λειτουργεί πολυεπίπεδα. Κατ’ αρχήν αποτελεί μια πολύ καλογραμμένη αστυνομική ιστορία, εκφράζει έντονη κριτική με σαρκασμό και ειρωνεία για την κοινωνία, τις αξίες και τη λειτουργία της στη διάρκεια των πρώτων χρόνων μετά το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου και παράλληλα θίγει και μια σειρά από πολιτικά θέματα μεταξύ αυτών και το πάντα καυτό μέχρι τις ημέρες μας ζήτημα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας.

Ο Μεντόθα χρησιμοποιεί έναν πρωτότυπο τρόπο ανάπτυξης καθώς στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του πλέκει την ιστορία του σε δυο βασικούς αφηγηματικούς άξονες: την κατάθεση του Μιράντα σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης το 1927, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφονται παράλληλα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Μιράντα. Μ’ αυτό τον τρόπο καταφέρνει ο συγγραφέας όχι μόνο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και να τον διευκολύνει στην κατανόηση μιας ιστορίας στην οποία εμπλέκονται πολλά πρόσωπα και η οποία δίνεται με αρκετές χρονικές παλινδρομήσεις ενώ ταυτόχρονα περιορίζονται τα μεγάλα τμήματα συνεχούς  αφήγησης.

Το βιβλίο αν και σχετικά ογκώδες με περίπου πεντακόσιες σελίδες διαβάζεται χωρίς διακοπές και παραμένει ενδιαφέρον και ζωντανό μέχρι τέλους, ακολουθώντας ίσως σ΄ ένα βαθμό και τη σκέψη και πεποίθηση του συγγραφέα του πως «πάντοτε μπορεί κανείς να καταπιαστεί με τον Αριστοτέλη, αλλά υφίσταται επίσης η ανάγκη να διαβάζει κανείς και το τελευταίο βιβλίο που εκδίδεται.»

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηγιάννη από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.