Συνέχεια από το α’ μέρος
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και ίσως σκοτεινές έννοιες που υπάρχουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι αυτή των «εξαϋλώσεων» της Λίλας που αρχίζουν να συμβαίνουν μαζί με το «ξεθώριασμα των ορίων» της γειτονιάς της. Είναι αυτή η εσωτερική αλλαγή που περιγράφει η Λίλα σαν εμπειρία του δικού της σώματος αλλά και αντικειμένων και ανθρώπων που την περιβάλλουν, που επεκτείνεται για να σπάσει τα όριά της και να κατακερματιστεί. Η πρώτη φορά που συναντάμε αυτή την εμπειρία είναι στον πρώτο τόμο, λίγο καιρό πριν παντρευτεί τον πλούσιο παντοπώλη Στέφανο. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο Ρίνο, ο αδελφός της, ο Στέφανο, ο μελλοντικός της σύζυγος και τα άλλα αγόρια της γειτονιάς αποφασίζουν να ανταγωνιστούν στα πυροτεχνήματα τους αδελφούς Σολάρα, τη συμμορία της Καμόρα που λυμαίνεται την περιοχή.
«Ήταν, μου είπε, θαρρείς και μια νύχτα με πανσέληνο πάνω από τη θάλασσα, η κατάμαυρη σκιά μιας καταιγίδας προχωρούσε στον ουρανό, ρουφούσε στο διάβα της κάθε υποψία φωτός, κατέτρωγε την περιφέρεια της σφαίρας του φεγγαριού και παραμόρφωνε τον λαμπερό του δίσκο, επαναφέροντάς τον στην πραγματική του φύση, στην ακατέργαστη παράλογη ύλη. Η Λίλα φαντάστηκε, είδε, ένιωσε – λες και συνέβαινε στ’ αλήθεια – τον αδερφό της να σπάει. Ο Ρίνο, μπροστά στα μάτια της, έχασε τη γνώριμη φυσιογνωμία του, τη φυσιογνωμία του γενναιόδωρου, του τίμιου παιδιού, τα όμορφα χαρακτηριστικά του αξιόπιστου ατόμου, την αγαπημένη όψη του ανθρώπου που ανέκαθεν, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, τη διασκέδαζε, τη βοηθούσε, την προστάτευε. Εκεί, με τις σφοδρές εκρήξεις, μες στην παγωνιά, ανάμεσα στους καπνούς που τρυπούσαν τα ρουθούνια και στη διαπεραστική μυρωδιά του θειαφιού, κάτι παραβίασε την οργανική δομή του αδερφού της, ασκώντας πάνω του τόση πίεση, που συνέθλιψε το περίγραμμά του και τότε η ύλη απλώθηκε σαν μάγμα, φανερώνοντας από τι ήταν πραγματικά πλασμένη. Κάθε δευτερόλεπτο εκείνης της γιορτινής νύχτας της προκαλούσε τρόμο, είχε την αίσθηση πως όσο ο Ρίνο κινιόταν, όσο απλωνόταν ο εαυτός του ολόγυρα, κάθε περιθώριο κατέρρεε και τα δικά της περιθώρια γίνονταν όλο και πιο αγανά, σαθρά. Μετά βίας διατηρούσε τον έλεγχο, όμως τα κατάφερνε και το μαρτύριό της δεν έβγαινε καν προς τα έξω. Η αλήθεια είναι πως μέσα σ’ εκείνο τον αναβρασμό εκρήξεων και χρωμάτων δεν της έδωσα πολλή σημασία. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή, νομίζω, ήταν η ολοένα και πιο τρομοκρατημένη της έκφραση. Πρόσεξα ότι κοιτούσε με βδελυγμία τη σκιά του αδερφού της, του πιο ζωηρού, του πιο παλικαρά, εκείνου που εκστόμιζε με υπερβάλλοντα ζήλο προσβλητικές βρισιές με το βλέμμα στραμμένο στη βεράντα των Σολάρα. Φαινόταν – ποια; Εκείνη που δε φοβόταν σχεδόν τίποτα – τρομοκρατημένη. Μόνο που όλες αυτές οι αισθήσεις ήρθαν στο μυαλό μου κατόπιν εορτής. (η υπέροχη φίλη μου σελ.227-228)
Η Λίλα θα περιέλθει σ’αυτή την κατάσταση της «εξαΰλωσης» και σε άλλες περιπτώσεις. Όμως η εμπειρία αυτή γίνεται καταστροφική, όταν αργότερα στη ζωή της, μετά το χωρισμό της από τον Στέφανο, και τη διακοπή της σχέσης της με τον εραστή της τον Νίνο, καταλήγει να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο αλλαντικών για να συντηρήσει τον εαυτό της και τον γιο της. Στο εργοστάσιο η Λίλα βιώνει την εκμετάλλευση, τη σεξουαλική παρενόχληση, την ταπείνωση, την κόπωση και την αδυναμία συνδυασμού εργασίας και φροντίδας για το γιο της. Όλα αυτά μαζί με την εμπλοκή της στο φοιτητικό και εργατικό κίνημα του 1968-69 της προκαλούν μια νευρική κατάρρευση.

Το ξεθώριασμα των ορίων του κόσμου της βιώνει λοιπόν η Λίλα όταν ό,τι θεωρούσε γνωστό γίνεται άγνωστο, ό,τι θεωρούσε αληθινό γίνεται ψεύτικο, ό,τι θεωρούσε ασφαλές γίνεται επικίνδυνο. Και είναι η πρώτη ίσως φορά στη ζωή της που βιώνει τον φόβο. Είναι ο φόβος ενός κόσμου που σπάει και αλλάζει μπροστά στα μάτια της. Είναι η άρνησή της να δεχτεί την πορεία προς την εκβιομηχάνιση και τον ψεύτικο εκσυγχρονισμό που αναλαμβάνει η Ιταλία. Είναι ο πανικός της μπροστά στην κοινωνική μετάλλαξη για την οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη. Βλέπει τις παραδοσιακές αξίες να αντικαθίστανται από τις σύγχρονες, την απληστία για τα χρήματα να μεταμορφώνει τον κόσμο όπως μεταμόρφωσε και τον αδελφό της από έναν μέτριο τεχνίτη σε ένα άπληστο άτομο. Αλλά πάνω απ’ όλα, βλέπει το άσχημο πρόσωπο της ανθρωπολογικής μετάλλαξης και βιώνει τη διάσπαση του σώματός της όταν αισθάνεται ότι η πολιτική αναταραχή στο χώρο εργασίας της είναι το αποτέλεσμα της αφέλειας των φοιτητών των μεσαίων τάξεων που θέλουν να «διασώσουν» τους εργαζόμενους. Όταν όλα καταρρέουν μέσα και γύρω από αυτήν, όταν η σιωπή και η αποδοχή μοιάζουν να είναι οι πιο εύκολες επιλογές, η Λίλα αποφασίζει να πάρει το μέρος των αδύναμων και περιθωριοποιημένων μεταδίδοντάς τους τη σταθερότητα και την ακεραιότητα που είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα της.Έτσι αποφασίζει να αντιδράσει και να καταγγείλει δημόσια τις συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο μέσω της πένας της Λενού και των άρθρων της στις σελίδες της πιο σημαντικής αριστερής εφημερίδας της χώρας.Στα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητας της Λίλας στέκεται και η Λενού και αισθάνεται μπροστά της ψεύτικη και αδιαφανής.
Το θέμα των κοινωνικών αλλαγών που υπέστη η Ιταλία στη διάρκεια των ετών που διαδραματίζεται η ιστορία της Λίλας και της Λενού, διατρέχει και τα τέσσερα βιβλία, με λιγότερο σαφείς και πιο μεταφορικούς τρόπους σε ό,τι αφορά στα όρια φύλου και τάξης. Τόσο η Λενού όσο και η Λίλα μεγάλωσαν σε πατριαρχικές οικογένειες εργατικής τάξης, όπου δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπουν τους πατέρες τους να χτυπούν τις μητέρες τους ή άνδρες να χτυπάνε τις γυναίκες. Και όμως και τα δύο κορίτσια, από πολύ νωρίς, καθένα με τον δικό του τρόπο, αγωνίζονται για την ανεξαρτησία και τη χειραφέτησή τους από ένα περιβάλλον που τις καταπιέζει και που αισθάνονται ότι είναι άδικο για τις γυναίκες. Η Λίλα είναι η πρώτη που αναγνωρίζει και ονομάζει τους κώδικες της κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες. Το κάνει με το δικό της ενστικτώδη και ριζοσπαστικό τρόπο. Μετά την απογοήτευση της έντονης παράνομης σχέσης της με τον Νίνο, χωρίζει από τον αυταρχικό και ανόητο σύζυγό της και αποφασίζει να ζήσει με τον Έντσο, ένα άντρα που τη σέβεται και της μεταδίδει την ακεραιότητα και το πολιτικό του πάθος. Ως εργάτρια στο εργοστάσιο γνωρίζει ιδιαίτερα το σεξισμό και τα άλλα προβλήματα στα οποία υποβάλλονται οι εργαζόμενες γυναίκες και οι μητέρες. Η Λίλα είναι επίσης η πρώτη που καταλαβαίνει τη δύναμη, ακόμα και την ευθραυστότητα, των ορίων των φύλλων όταν ενθαρρύνει τον κουνιάδο της, τον Αλφόνσο, να αισθάνεται άνετα που είναι γκέι.
Η Λενού, από την άλλη πλευρά, ανακαλύπτει και συνειδητοποιεί αυτές τις αλλαγές μέσω των βιβλίων και των διαλεκτικών συναντήσεων που έχει στον νέο της κύκλο. Η ανακάλυψη της φεμινιστικής σκέψης γοητεύει τη Λενού κυρίως ως απόρροια του θαυμασμού που πάντα αισθανόταν για τη Λίλα. Ως επιτυχημένη συγγραφέας, μπορεί να κάνει τους αναγνώστες της να πιστεύουν ότι έχει περάσει με επιτυχία τα όρια του αρσενικού κυρίαρχου λογοτεχνικού πρωτύπου – το πρώτο βιβλίο της ήταν πρωτοπόρο ως προς τις σεξουαλικές αναφορές του – αλλά δεν μπορεί να κοροϊδέψει τον εαυτό της. Τα αισθήματα της ανασφάλειας και της έλλειψης αυθεντικότητας της Λενού όσον αφορά τα φεμινιστικά και πνευματικά της διαπιστευτήρια την οδηγούν να εγκαταλείψει το σύζυγό της ακολουθώντας τον παιδικό της έρωτα. Παρόλο που με το γάμο της ανέβηκε κοινωνικά και βρέθηκε σ’ ένα άνετο περιβάλλον της μεσαίας τάξης, αισθάνεται πάντα ξένη. Ενώ η Λίλα φοβάται την αποσύνθεση του κόσμου γύρω της, η Λενού διαλύει τα περιθώρια της ταξικής της ταυτότητας. Ενώ η Λίλα αντιμετωπίζει με ανθεκτικότητα τον σεισμό γύρω της προσπαθώντας να κρατήσει ακέραιο τον εαυτό της και το παιδί της, η Λενού αφήνει το γάμο της, τα παιδιά της και τον εαυτό της διαλυμένα.
Η Φερράντε χρησιμοποιεί την εικόνα της αυθεντικής Λίλας και της μη αυθεντικής Λενού και με τη δύναμη της αφήγησής της προβάλλει δύο γυναίκες που αρνούνται να ζήσουν στα όρια της ιεραρχίας των τάξεων και των φύλλων και προσπαθούν με κάθε τρόπο να βρουν την αλήθεια τους.
Διαβάζοντας αυτό το μοναδικό μυθιστόρημα και καθώς έτρεχα από τις περιπέτειες του μυαλού και της ζωής της μιάς στις περιπέτειες της άλλης, είχα έντονα την εντύπωση ότι η Λενού και η Λίλα δεν είναι παρά δύο πλευρές του ίδιου ατόμου, ότι η μία είναι η συμβολική προβολή της φαντασίας της άλλης. Ο εραστής των εφηβικών χρόνων της Λίλας γίνεται αργότερα ο σύντροφος της ενήλικης Λενού. Το παιδικό όνειρο της Λίλας να γίνει συγγραφέας γίνεται η πραγματικότητα της Λενού. Και η Λίλα και η Λενού γεννάνε κόρες την ίδια εποχή και η Λίλα δίνει στην κόρη της το όνομα της κούκλας της Λενού, Τίνα. Τα δύο κοριτσάκια ακολουθούν τα βήματα των μητέρων τους. Η Τίνα η κόρη της Λίλας είναι εξαιρετικά έξυπνη και …. εξαφανίζεται στο κενό, ακριβώς όπως η κούκλα της Λενού εδώ και χρόνια. Ωστόσο, αυτές οι συμπτώσεις δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα αλλά σε διαφορετικά στάδια της ζωής της Λίλας και της Λενού. Η Λενού «συνειδητοποιεί» τα όνειρα της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας της όταν είναι ενήλικη. Και είναι πια επιτυχημένη ως συγγραφέας όταν αισθάνεται ξανά το αίσθημα της κατωτερότητας προς τη Λίλα, μέσω των καθημερινών συναντήσεων της κόρης της με την πιο ταλαντούχα Τίνα.
Βήμα προς βήμα, η Φερράντε μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι η μία είναι το alter ego της άλλης. Είναι όμως μια συνειδητοποίηση που έρχεται από την ίδια την αφήγηση της Λενού που είναι στην πραγματικότητα ένα ταξίδι προς την ανακάλυψη του εαυτού της. Η Λενού της Φερράντε πρέπει να αντιμετωπίσει και να αναγνωρίσει τη Λίλα ως τον άλλο της εαυτό για να βρει τη δική της ταυτότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, μόνο στο τέλος του τέταρτου βιβλίου, με τις τελευταίες σκέψεις, αφού ανακαλύπτει μυστηριωδώς τις δύο αγνοούμενες κούκλες από την παιδική της ηλικία, η Λενού εκφράζει την σκέψη ότι θα μπορούσε να έχει ζήσει τη δική της ζωή ως προβολή ή ίσως ακόμη και ως ενσάρκωση της ζωής της Λίλας.
Η απρόσμενη ανακάλυψη των δύο κουκλών που η Λενού πίστευε πάντα ότι χάθηκαν, φωτίζει το σκοτάδι της εξαφάνισης της Λίλας. «Τώρα που η Λίλα φανερώθηκε τόσο ξεκάθαρα, πρέπει να το αποδεχτώ πως δεν θα τη δω ποτέ ξανά» (η ιστορία της χαμένης κόρης, σελ. 573), γράφει η Λενού στη συγκινητική τελευταία πρόταση του βιβλίου. Τώρα που η Λενού μπορεί τελικά να δει το αρχικό ψέμα της Λίλα, το οποίο ήταν ζωτικής σημασίας για τη διαχρονική τους φιλία, καταλαβαίνει επίσης ότι η Λίλα δεν μπορεί να επιστρέψει. Ή ίσως, οι δύο κούκλες είναι μόνο συμβολική προβολή για τη σχέση της Λενού με τη Λίλα. Τώρα που έχει ξεκαθαρίσει την ιστορία της η Λενού είναι έτοιμη να δει μαζί τις δύο παλιές κούκλες, ως τις δύο αντίθετες πλευρές της δικής της προσωπικότητας. Είναι έτοιμη να αισθανθεί σίγουρη στο παρόν της ως επιτυχημένη συγγραφέας.
Η Φερράντε δεν μας χαρίζει ένα αρκετά σαφές κλείσιμο σ’ αυτή την ιστορία της. Η Λενού είναι ο επιζών της ιστορίας ενώ η Λίλα είναι η νικήτρια και δεν μπορώ ακόμη να αποφασίσω ποια αγάπησα και με ποια ταυτίστηκα περισσότερο.
Νομίζω όμως ότι η Έλενα Γκρέκο δεν φαίνεται να βρίσκεται πολύ μακριά από τη δημιουργό της, την Έλενα Φερράντε.
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Διαβάστε επίσης :
Καθημερινή – άρθρο της Σταυρούλας Σκαλίδη
Το Βήμα – άρθρο του Γρηγόρη Μπέκου
Athens Voice – άρθρο της Αργυρώς Μαντόγλου
Reblogged this on worldtraveller70.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!