Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΟΓΚΟΛ

στις

Φέτος το χειμώνα στη Λέσχη Ανάγνωσης του Passe Partout Reading διαβάζουμε Ρώσους κλασικούς συγγραφείς.

Ξεκινήσαμε με τα έργα του Γκόγκολ. Στην πρόσφατη συνάντηση της Λέσχης συζητήσαμε εκτενώς για το «Παλτό», τον «Επιθεωρητή», το «Ημερολόγιο ενός τρελού», τις «Νεκρές Ψυχές». Αναλύσαμε τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, τις επιρροές του, την επίδραση της αρρώστιας του στα έργα του.

Αναζητώντας υλικό για τη συνάντηση της Λέσχης, είχα την τύχη να πιάσω στα χέρια μου το δίτομο βιβλίο «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας» του Ν. Καζαντζάκη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1930 από τον εκδοτικό οίκο «Ελευθερουδάκης». Στο τέλος του α’ τόμου, ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης αναφέρεται στον Γκόγκολ και στο έργο του. Προτίμησα, λοιπόν, αντί οποιασδήποτε δικής μου αναφοράς στο έργο του μεγάλου Ρώσου, να μοιραστώ μαζί σας την περιεκτική καταγραφή του έργου του από τον Ν. Καζαντζάκη:

«Μετά τον Πούσκιν , που πρώτος άνοιξε τους δύο μεγάλους γνήσια ρωσικούς, δρόμους, της ποίησης και της πρόζας, μετά το  Λέρμοντωφ, που με τόσο πάθος τραγούδησε τις αγωνίες της επαναστατημένης ρομαντικής ψυχής, ο Γκόγκολ υπήρξε ο μεγαλοφυής οραματικός της ρωσικής πραγματικότητας.

Τραγική είναι η ψυχική εξέλιξη του Γκόγκολ. πίσω από την πραγματικότητα που με τόση οξύτητα έβλεπε και με τόσο πικραμένο χιούμορ διατύπωνε, ο Γκόγκολ ζητούσε πάντα μιαν ανώτατη, βαθύτερη πραγματικότητα, λιγότερο εφήμερη και γελοία. Ο μυστικισμός που αργότερα τον κυρίεψε και τον σκότωσε, δεν ήταν απότομη μεταστροφή, μα φυσική, αναπόφευκτη συνέπεια όλης του της ζωής.

Ο Γκόγκολ δεν ήταν περιορισμένος, ικανοποιημένος ρεαλιστής, μα μυστική, ρομαντική φύση, που δεν χωρούσε στον ορατό κόσμο και διαρκώς – σατιρίζοντας, πονώντας, γελώντας – ζητούσε καταφύγιο σε κόσμον καλύτερο. Ήταν αληθινός μυστικοπαθής: πίστευε σε κόσμον ανώτερο κι’ επικοινωνούσε μαζί του.

Ανυπέρβλητη είναι η ικανότητα του Γκόγκολ να βρίσκει το κύριο χαρακτηριστικό κάθε ψυχής και να το υπερβάλλει μέχρι γελοιογραφίας. Ποτέ δεν αρκείται στην απλή απεικόνιση της πραγματικότητας. Αλλά και ποτέ δεν την παραμορφώνει επιπόλαια. πάντα ξέρει να διαλέγει – κ’ εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του Γκόγκολ – το ουσιώδες χαρακτηριστικό, κ’ έτσι η γελοιογραφία του είναι βαθύτατα αληθινή, πανανθρώπινη.

Ο Νικόλαος Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852) γεννήθηκε στη χαρούμενη, ειδυλλιακή Ουκρανία. σ’ αυτήν χρωστά την ευτράπελη και τολμηρή του φαντασία και το χιούμορ που συχνά λείπει από τον βαρύ Μεγαλορώσο. οι Ουκρανοί αγαπούν τους χορούς, τα ελαφρά, παιχνιδιάρικα τραγούδια, τα φανταχτερά χρώματα.

Το σπίτι του παππού του Γκόγκολ ήταν από τα χωριάτικα αρχοντικά σπίτια της Ρωσίας. το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο κι όσοι διαβάτες περνούσαν εφιλοξενούνταν πρόθυμα, μέρες κ’ εβδομάδες. Έτσι δόθηκε αφορμή στον μικρό Γκόγκολ να δει και ν’ ακούσει πλήθος αλλόκοτους τύπους κ’ η φαντασία του πλούτισε.

Μα γρήγορα τέλεψε η αμέριμνη ζωή της παιδικής ηλικίας. Ο Γκόγκολ αναγκάζεται, νεώτατος ακόμα, να φύγει στην Πετρούπολη και να διοριστεί γραφιάς σε κάποιο υπουργείο. Πνίγεται στη θέση αυτή, θέλει να γίνει ηθοποιός, τον αποπέμπουν κι αρχίζει τότε να γράφει.

Το πρώτο του ποίημα (1829): «Ιταλία», ήταν μίμηση του Γκαίτε: «Ξέρεις τη χώρα που ανθεί». Το πρώτο του βιβλίο ήταν ένα μέτριο έμμετρο ειδύλλιο: «Χανς Κύχελγκάρτεν»: Ο ήρωας, νεαρός Γερμανός, αφήνει την πατρίδα του και την αρραβωνιαστικιά του, ζητά ρομαντικές περιπέτειες. πηγαίνει στην Αθήνα, ονειροπολεί στα αρχαία ερείπια, υποφέρει, απογοητεύεται κ’ επιστρέφει στην αγκάλη της αγαθής του αρραβωνιαστικιάς Λουΐζας. Το κοινό υποδέχεται ψυχρότατα το πρώτο του τούτο έργο. ο Γκόγκολ, απελπισμένος, μάζεψε από τα βιβλιοπωλεία όλα τα αντίτυπα και τα ‘καψε.

Η ιδέα του έρχεται τότε να γράψει ουκρανικά διηγήματα. Στην παγωμένη Πετρούπολη, μέσα στην απελπισία και την πείνα του, ο Γκόγκολ οραματίζεται τα χαρούμενα, γαλήνια ουκρανικά τοπία.

Με φαντασία και χιούμορ, με θερμήν αγάπη, με λεπτότατα ποιητικά χρώματα περιγράφει τη μακρινή πατρίδα. Όμως ακόμα δεν αποκαλύπτεται το μεγάλο ρεαλιστικό τάλαντο του συγγραφέα. τα τοπία της Ουκρανίας καθώς και οι άνθρωποί της περιγράφουνται με ειδυλλιακό ρομαντισμό, εξιδανικεύουνται. Οι γυναίκες είναι αμετάπτωτα εύθυμες, η γη και τα νερά είναι γεμάτα φαντάσματα και νεράϊδες, το ύφος συχνά ψευτορομαντικό.

Οι φίλοι του Γκόγκολ κατόρθωσαν να διοριστεί δάσκαλος σ’ ένα παρθεναγωγείο. φιλοδοξεί να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κιέβου και σχεδιάζει να γράψει δεκάτομη, πρωτότυπη ιστορία του Μεσαίωνα. Μα γρήγορα απογοητεύεται κι αποφασίζει ν’ αφιερώσει πια τη ζωή του αποκλειστικά στη φιλολογική δημιουργία.

Εκδίδει τα «Αραβουργήματα», όπου ανάμεσα σε διάφορες ιστορικές μελέτες, υπάρχουν και τρία διηγήματα που χαρακτηρίζουν πιστά την εξέλιξη του Γκόγκολ. Στην «Εικόνα» είναι ακόμα εντελώς υπό την επίδραση του Χόφμαν – ρομαντικός που αγαπά τις απίθανες περιπέτειες. Στη «Λεωφόρο Νέφσκι» μικραίνει η επίδραση του Χόφμαν, όμως υπάρχει ακόμα η σύγχυση ονείρου και πραγματικότητας. εδώ βρίσκουμε πιά την εξαίσια περιγραφή, μισό ρεαλιστική, μισό φανταστική, της μεγάλης λεωφόρου της Πετρουπόλεως «Νέφσκι». αρχίζει να λευτερώνεται πια το δαιμόνιο του Γκόγκολ. Τέλος στο τρίτο διήγημα, το «Ημερολόγιο ενός τρελού», καθώς και στον «Μαντύα» (σημ. ο Καζαντζάκης εννοεί το «Παλτό») που έγραφε την ίδιαν εποχή, ο Γκόγκολ αναδείχνεται πια μεγαλοφυής γελοιογράφος.

Πρώτη φορά με τόση χαρακτηριστικότητα και χιούμορ και συνάμα με βαθύτατη συμπάθεια και πικρία ζωντάνεψαν στη ρωσική φιλολογία οι ταπεινές, βασανισμένες, ασήμαντες ζωές των μικρών υπαλλήλων. Πώς τρέμουν, πως μηχανοποιούνται και νεκρώνουνται οι ψυχές τους, πόσο οι επιιθυμίες τους είναι γελοίες κι ανάξιες λόγου – και συνάμα απροσπέλαστες! Οι κολασμένοι αυτοί της ταπεινής ζωής ζητούν να ξεφύγουν την κόλασή τους, ποθώντας κάτι υψηλό και δύσκολο: ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς λαχταρά ν’ αποκτήσει ένα μαντύα, ο ήρωας του «Ημερολογίου», ο Ποπρίστσιν, λαχταρά τη θυγατέρα του εξοχώτατου κυρίου Διευθυντή. πηγαίνει στο θέατρο, διαβάζει εφημερίδες, έχει ιδέες πολιτικές και φιλοσοφικές. Είναι αβάσταχτα κωμικός και συνάμα μας συγκινεί και κλαίμε – γιατί νοιώθουμε πως όλες του οι γελοιότητες, όλες του οι επιθυμίες ένα μονάχα σκοπό έχουν: ν’ ανασάνει η ψυχή που πνίγεται, να κάνει φτερά να φύγει από την άθλια πραγματική ζωή.

Όταν μαθαίνει πως η κοπέλα που ονειροπολούσε αρραβωνιάζεται μ’ έναν ευγενή αυλικό, ο καημένος ο Ποπρίστσιν γράφει στο «Ημερολόγιό» του! «Ανοησίες! Ο γάμος δεν πρέπει να γίνει! Τι θα πει πως είναι ευγενής; Η ευγένεια είναι ένας τίτλος, κάτι αόρατο που δεν μπορείς να το πιάσεις με τα χέρια σου. Κανένας ευγενής δεν έχει ένα τρίτο μάτι στο κούτελο, μήτε η μύτη του είναι χρυσή, μα απαράλλακτα σαν την δική μου, σαν τη μύτη όλων των ανθρώπων». Σιγά σιγά ο Ποπρίστσιν χάνει το μυαλό του, θαρρεί πως είναι βασιλιάς της Ισπανίας, τον βάζουν στο φρενοκομείο.

Κι ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς κατορθώνει επί τέλους ύστερα από πείνες κι αγρύπνιες, ν’ αποκτήσει τον πολυπόθητο μαντύα. του κάνουν τραπέζι οι φίλοι του για να γιορτάσουν το μεγάλο γεγονός. και την ίδια βραδιά του κλέβουν τον μαντύα. Ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς δεν θέλει πια να ζήσει. πάει, χάθηκε ο σκοπός της ζωής του.

Αμέσως μετά τα «Αραβουργήματα» ο Γκόγκολ δημοσιεύει τέσσερα άλλα ουκρανικά διηγήματα. Ο «Τάρας Μπούλμπα» αναπλάθει με δύναμη, με πλούσια χρώματα, με ηρωική επική πνοή, τη ζωή των Κοζάκων του παλιού καιρού. Οι «Παλιοί γαιοκτήμονες», «Πώς ο Ιβάν Ιβάνοβιτς εμάλωσε με τον Ιβάν Νικηφόρεβιτς», δεν έχουν πιά ειδυλλιακή ευθυμία. είναι όλο πίκρα και σάτιρα. Στην ταπεινή, τόσο ασήμαντη ζωή των ηρώων του, ο Γκόγκολ κατορθώνει να βρει το αιώνια ανθρώπινο, το σημείο που μας ενώνει με τους γελοίους ήρωές του και μας τους κάνει «αδερφούς». Η αναγνώριση των αδερφών – ιδού, στα καλύτερα έργα του Γκόγκολ, το μυστικό που μας κάνει να συγκινούμαστε και να συμπάσχουμε με ανθρώπους τόσο, φαινομενικά, διαφορετικούς από μας.

Ο Γκόγκολ συνάμα επιχειρεί να γράψει θεατρικά έργα, φιλοδοξώντας ν’ ανεβάσει στη σκηνή τη ρωσική ζωή. Γράφει την ξακουστή κωμωδία ο «Επιθεωρητής» (1834-5) και κατορθώνει να παιχτεί χάρη στην επέμβαση του τσάρου, στην Πετρούπολη. Ο ίδιος ο τσάρος παρακολουθούσε την πρώτη παράσταση με ζωηρό ενδιαφέρον και χειροκροτούσε. Στο τέλος λέγεται πως είπε : «όλους καλά μας συγύρισε και προ πάντων εμένα».

Η σάτιρα ήταν τόσο τσουχτερή και συνάμα τόσο σωστή, που πολλοί αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στους ήρωες του έργου κι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον του Γκόγκολ, να τον λεν προδότη, εχθρό της Ρωσίας, και ζητούσαν την άμεση εξορία του στη Σιβηρία.

Ο ήρωας της κωμωδίας, ο Χλιεστακώφ, επιπόλαιος λιμοκοντόρος της Πετρούπολης, γύριζε στις διακοπές στο χωριό του. μένει σ’ ένα ξενοδοχείο, δεν έχει χρήματα, περνούν δέκα μέρες χωρίς να πληρώσει. ωστόσο οι υπάλληλοι της μικρής πολιτείας ειδοποιούνται πως έρχεται από την Πετρούπολη ένας επιθεωρητής να επιθεωρήσει τις υπηρεσίες. Συνδυάζουν τις πληροφορίες αυτές με την παρουσία του καλοντυμένου νέου στο ξενοδοχείο και βγάζουν το συμπέρασμα πως ο νέος αυτός είναι ο επιθεωρητής και κρύβεται επίτηδες για να τους κατασκοπεύει πιο σίγουρα. Η παρεξήγηση αυτή δίνει αφορμή στον Γκόγκολ να δείξει με απερίγραπτη κωμικότητα τον ξεπεσμό, τις ατιμίες, τις ηλιθιότητες της ρωσικής γραφειοκρατίας. Όλοι, από τον κατώτερο ως τον ανώτερο υπάλληλο, δωροδοκούνται, παντού βασιλεύει αυθαιρεσία, δουλοφροσύνη και δεσποτισμός.

Ο Γκόγκολ γράφει ακόμα δύο κωμωδίες : «Ο γάμος», δίπρακτη, κ’ οι «Παίκτες», μονόπρακτη. Για πρώτη φορά στον «Γάμο» ανεβαίνει στη ρωσική σκηνή μια νέα τάξη – η μικροαστική, με τα παλιά, συντηρητικά της ήθη και την αγάπη της στα πάτρια.

Αλλ’ η εξέγερση που γέννησε ο «Επιθεωρητής» εξακολουθούσε ακόμα κ’ οι επίσημοι ζητούν την αυστηρή τιμωρία του συγγραφέα. Ο Γκόγκολ καταφεύγει στο εξωτερικό, όπου ελπίζει να τελειώσει ήσυχος το μέγα του έργο – τις «Νεκρές Ψυχές».

Σε όλα τα χρόνια της ξενιτιάς (1836-48) ο Γκόγκολ ήταν ολόκληρος βυθισμένος στις «Νεκρές Ψυχές» του. Ποτέ, μήτε στη ρωσική, μήτε στην παγκόσμια φιλολογία, δεν έφτασε σε τόση οξύτητα η σάτιρα του ανθρώπου.

Στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα ο γαιοκτήμονας, για όσες «ψυχές» δουλοπαροίκων είχε, πλήρωνε κεφαλικό φόρο. Τα μητρώα, όπου αναγράφουνταν οι φορολογούμενοι δουλοπάροικοι, αναθεωρούνταν κάθε δέκα χρόνια. Όσοι όμως χωρικοί πέθαιναν στο δεκάχρονο θεωρούνταν σα ζωντανοί κ’ έπρεπε ο γαιοκτήμονας να εξακολουθεί να πληρώνει και γι’αυτούς φόρο. Ο ήρωας λοιπόν των «Νεκρών Ψυχών», ο Τσίτσικωφ, κατάστρωσε σατανικό σχέδιο : αγόραζε σε γελοία τιμή από τους γαιοκτήμονες – κι έτσι τους γλίτωνε από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους – όλες τις «νεκρές ψυχές», τους δουλοπάροικους που είχαν πεθάνει, τους υποθήκευε ως ζωντανούς στην αγροτική τράπεζα κ’ έπαιρνε απέναντι χρήματα.

Ο Τσίτσικωφ ταξίδευε από πόλη σε πόλη, επισκεπτόταν πολλούς γαιοκτήμονες, κι ο Γκόγκολ βρίσκει έτσι αφορμή να περιγράψει την επαρχιακή ζωή με τους πολυποίκιλους φρικώδεις τύπους – εκμεταλλευτές, άτιμους, ανόητους, ασυνείδητους. Ο Τσίτσικωφ – κι αυτό κάνει τη σάτιρα δριμύτερη – δεν παρουσιάζεται ως εγκληματικός σπάνιος τύπος, μα πρόσχαρος. Ξέρει να φέρνεται, λέει στον καθένα ό,τι του ταιριάζει, τονίζει πάντα πως η επιχείρησή του δεν βλάπτει κανένα. Το όνειρό του είναι πολύ απλό και άγιο: να μαζέψει λίγα χρηματάκια, ν’ αγοράσει ένα σπιτάκι κ’ ήσυχα πια να μπορέσει να ζήσει με τη γυναικούλα του και ν’ αναθρέψει καθώς πρέπει τα παιδιά του. Οι επίλοιποι ήρωες είναι όπως ο Τσίτσικωφ – μονάχα που είναι λιγότερο πονηροί. Δεν έχουν τίποτα το εξαιρετικό, δεν οδηγούνται από καμιά μεγάλη καλή ή κακή ιδέα, καμία αγωνία δεν ταράζει τις ψυχές τους. Είναι βυθισμένοι στο βούρκο μιας ψυχικής ακινησίας, δεν αγαπούν, δεν μισούν, δεν υποφέρουν, δεν ζουν – είναι «νεκρές ψυχές».

«Θεέ μου, πόσο θλιβερή είναι η Ρωσία μας!», αναφώνησε ο Πούσκιν όταν διάβασε τις «Νεκρές ψυχές». Ο Γκόγκολ ανησυχεί, η συγκίνησή του αρχίζει να ταράζεται γιατί έδειξε τόσο φρικιαστικό το πρόσωπο της «Αγίας Ρωσίας». Αγωνίζεται τώρα να συμπληρώσει το έργο. Θέλει να δείξει πως δεν έχει η Ρωσία μονάχα τέτοιες «νεκρές ψυχές», έχει και καλές, γεμάτες ζωή και στο μέλλον θα γεννήσει ακόμα καλύτερες. Φιλοδοξεί να συνθέσει μιάν άρτια «ανθρώπινη εποποιΐα» και να παρουσιάσει το δεύτερο μέρος του έργου του, τις «Αφυπνιζόμενες ψυχές», στο τρίτο μέρος τις «Ξυπνημένες ψυχές». Έγραψε το πρώτο μέρος, την Κόλαση. Τώρα η ψυχή πρέπει ν’ ανεβεί από το βαθύ σκοτάδι στο αμυδρό φως του Πουργατόριου της ζωής κι από κει στο καθαρότατο φως του Θεού.

Αγωνίζεται απελπισμένα ο Γκόγκολ να συμπληρώσει το έργο του, να εμφανίσει ανθρώπους με μεγάλες αρετές, μιάν εξαίσια ηρωίδα, όλο θυσία κ’ ευγένεια, όλο τον πλούτο της Αγίας Ρωσίας. Με δεν μπορεί. Η δημιουργική δύναμη του Γκόγκολ ήταν περιορισμένη. Μεγαλοφυής όταν απεικόνιζε, βαθιά, μέχρι καρικατούρας την πραγματικότητα, ήταν ανίκανος να πλάσει υψηλούς ιδεατούς τύπους. Γράφει, ξαναγράφει το δεύτερο μέρος, το σκίζει, το ξανασκίζει. Η αγωνία του είναι μεγάλη. Αποδίδει την αποτυχία στην ατέλεια της ηθικής του. Δεν είναι αγνός, δεν πιστεύει όσο πρέπει, παραμελεί τα καθήκοντά του στο Θεό, γι’ αυτό δεν μπορεί να δημιουργήσει ανώτερους ηθικούς τύπους στο έργο του. Μετανοεί για ό,τι είχε γράψει ως τώρα, προσπαθεί να δώσει συμβολικήν αξία στον κάθε ήρωα που είχε ως τώρα δημιουργήσει, θέλοντας έτσι να δικαιολογηθεί που τον έγραψε : Ο αληθινός «Επιθεωρητής» είναι ο αιώνιος δικαστής, ο ψεύτικος επιθεωρητής ο Χλεστιάκωφ είναι η αλαφρή συνείδηση του ανθρώπου που εξαπατά, οι υπάλληλοι είναι οι κακίες και τα πάθη μας. ……

Δεν μπορεί να προχωρήσει και να συμπληρώσει τις «Νεκρές ψυχές», τις διακόπτει, μαζεύει και δημοσιεύει : «Διαλεγμένα αποσπάσματα από την αλληλογραφία με φίλους». Φανερώνεται πια η τραγική εξέλιξη που πήρε η ψυχή του Γκόγκολ : Για να σωθούμε, κηρύχνει, πρέπει να υποταχτούμε στις εντολές της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, κάθε ιδέα που έρχεται από τη Δύση είναι συνέργεια του Σατανά, κάθε νεωτερισμός είναι αμαρτία. Μας φέρνει στον σκεπτικισμό και στην αλαζονεία. Μονάχα η ορθοδοξία κ’ η απόλυτη μοναρχία θα μας σώσουν. Η δουλοπαροικία είναι θείος θεσμός και χάρη σ’ αυτόν κύριος και δούλος μπορούν να γίνουν αληθινοί χριστιανοί.

Καταπληκτική, οδυνηρότατη, υπήρξε η εντύπωση που έκαμε το σκοτεινό τούτο βιβλίο στους μορφωμένους ρωσικούς κύκλους. Όλη η νεολαία αγανάκτησε, ο Μπελίνσκι, ο μεγάλος θαυμαστής του Γκόγκολ, έγραψε βιαιότατη επιστολή στον συγγραφέα όπου τον αποκαλεί «απόστολο του κνούτου και της αμάθειας, υπερασπιστή του σκότους». Ο Γκόγκολ δεν του απάντησε. Κατρακυλά ολοένα ο νους του και χάνεται σε θρησκευτική ψυχοπάθεια. Μαζεύει όλα του τα βιβλία και τα χειρόγραφα και τα καίει. Μοιράζει τη μικρή σύνταξη που του έδινε η κυβέρνηση στους φτωχούς κι αυτός πεθαίνει της πείνας. Κινά, πηγαίνει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει (1848) κ’ επιστρέφει στη Ρωσία με ταραγμένες πιά τις φρένες. Επί τέσσερα έτη γυρίζει από πολιτεία σε πολιτεία, από σπίτι σε σπίτι, σα ζητιάνος, με μια σακούλα στους ώμους, γεμάτη χειρόγραφα.

Κάποιος σύγχρονός του μας δίνει την εικόνα του Γκόγκολ: «Ήταν κοντός, στραβοπόδης, κουρελιάρης, με τεράστια περιεργότατη μύτη, μ’ ένα μεγάλο κατσαρό στο μέτωπο». Είχε, όπως λέει ο Τουργκένιεφ, φυσιογνωμία αλεπούς.

Ο Γκόγκολ δεν έγραφε πια. Έκαψε ό,τι χειρόγραφα του απόμεναν, κυρίως το αποτελειωμένο σχεδόν δεύτερο μέρος των «Νεκρών ψυχών». Με την πρόφαση πως θέλει να προετοιμαστεί να κοινωνήσει, αρνιόταν να δεχτεί τροφή. Ο κόμης Αλέξης Τολστόϊ του είχε δώσει άσυλο στο σπίτι του στη Μόσχα. Προσπάθησαν με τη βία να τον ταΐσουν, μα ο Γκόγκολ δεν ήθελε πια να ζήσει. Μια μέρα τον βρήκαν νεκρό, εξαντλημένο από τις προσευχές και τη νηστεία, μπροστά στα ιερά εικονίσματα.

Ο «εύθυμος μελαγχολικός», όπως τον ονόμαζε ο Πούσκιν, ο μέγας σατιρικός της Ρωσίας, που ένωνε τόσο βαθιά τον λυγμό και το γέλιο, πέθανε χωρίς να μπορέσει να συμπληρώσει το κεντρικό του έργο. Μυστικοπαθής, κλεισμένος στον εαυτό του, δύσπιστος φανατικός, αποτελούσε ολικήν αντίθεση με τον γεμάτο φως, ανοιγμένο σε όλους τους πνευματικούς ανέμους, ισορροπημένο Πούσκιν.

Όμως ό,τι πρόφτασε ν’ αφήσει, παραμένει ανέγγιχτο από τον χρόνο. «Κάθε έργο του Γκόγκολ», λέει ο Μπελίνσκι, «είναι απλό κι αληθινό, το θέμα του συνηθισμένο, ασήμαντη η πλοκή του, καθημερινά τα γεγονότα – μ’ αυτά ακριβώς είναι τα γνωρίσματα του μεγάλου δημιουργού. Είναι η πραγματική ποίηση, η ποίηση της καθημερινής ζωής. Ο Γκόγκολ περιγράφει ένα απλό, συνηθισμένο άνθρωπο κι όμως στην περιγραφήν αυτή βρίσκεις όλο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας».

 

Κράτα το

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.