Το 1954, σε ηλικία 11 ετών ο Μάικλ Οντάατζε ταξίδεψε με πλοίο, μόνος του μετά το διαζύγιο των γονιών του, από τη Σρι Λάνκα στην Αγγλία. Η μητέρα του, που είχε φύγει για την Αγγλία πέντε χρόνια νωρίτερα, τον συνάντησε στο τέλος του ταξιδιού. Το ταξίδι διήρκεσε περίπου τρεις εβδομάδες και ο Οντάατζε δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από όσα συνέβησαν πάνω στο πλοίο. Ο συγγραφέας στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το τραπέζι της γάτας», βάζει στο ρόλο του αφηγητή– σαν προφανές υποκατάστατό του – ένα αγόρι που το λένε Μάικλ το οποίο όταν μεγάλωσε έγινε συγγραφέας και έζησε στον Καναδά! Παρόλες όμως τις ομοιότητες με την δική του ζωή, ο Οντάατζε επισημαίνει στην αρχή του βιβλίου του ότι όλοι οι χαρακτήρες και οι ιστορίες που αφηγείται είναι φανταστικά.
Ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Μάικλ, ένα αγόρι έντεκα ετών που – μεγάλος πιά – αφηγείται το ταξίδι που έκανε από την Σρι Λάνκα στην Αγγλία, τους φίλους που έκανε και τις εμπειρίες που είχε σ’ αυτό το ταξίδι με το υπερωκεάνιο Ορονσέυ.
«Τι ήμουν εγώ εκείνη την εποχή; Δεν ανακαλώ κανένα εξωτερικό σημάδι και γι’ αυτό δεν έχω αντίληψη του εαυτού μου. Αν έπρεπε να επινοήσω μια φωτογραφία του εαυτού μου από τα παιδικά μου χρόνια, θα ήταν ενός ξυπόλυτου παιδιού με σορτς και βαμβακερό πουκάμισο, που, περιτριγυρισμένο από μερικούς ντόπιους φίλους του, έτρεχε κατά μήκος του ρεπιασμένου τοίχου που χώριζε το σπίτι και τον κήπο στο Μποραλεσγκαμούγια από την κίνηση στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Ή θα ήταν μια φωτογραφία που θα με έδειχνε μόνο, να περιμένω τους φίλους μου, κοιτάζοντας πέρα από το σπίτι, στον σκονισμένο δρόμο.
Ποιος αντιλαμβάνεται πόσο αυτάρκη είναι τα άτακτα παιδιά; Η λαβή της οικογένειας χαλάρωνε με το που έβγαινα από την πόρτα. Ωστόσο όταν βρισκόμασταν μεταξύ μας, μάλλον προσπαθούσαμε να καταλάβουμε και να συναρμολογήσουμε τον κόσμο των ενηλίκων, διερωτώμενοι τι συνέβαινε εκεί μέσα και γιατί. Με το που σκαρφαλώσαμε όμως στη σκάλα το Ορονσέυ, για πρώτη φορά βρεθήκαμε πολύ κοντά στους μεγάλους. Δε γινόταν αλλιώς.» σελ.46
Το ταξίδι γίνεται το 1954 και ο Μάικλ της ιστορίας, κάθεται στην τραπεζαρία του πλοίου στο ‘τραπέζι της γάτας’ δηλαδή στο τραπέζι που βρίσκεται πιο μακριά από τα άλλα από το τραπέζι του καπετάνιου. Σ’αυτό, ‘το λιγότερο προνομιούχο τραπέζι’, κάθονται εκτός από τον Μάικλ και δύο ακόμη παιδιά, ο Ραμαντίν και ο Κάσιους καθώς και μερικοί από τους πιο ιδιαίτερους επιβάτες του πλοίου. Ο κύριος Ματζάππα, ένας πιανίστας που ανακοινώνει χαρούμενα (!) ότι έχει πάρει την κάτω βόλτα, ο κύριος Νέβιλ, συνταξιούχος αποσυναρμολογητής πλοίων, η μυστηριώδης δεσποινίς Λασκέτι που κυκλοφορεί με τις τσέπες γεμάτες πουλιά, ο βοτανολόγος Λάρρυ Ντάνιελς που μεταφέρει με το πλοίο έναν ολόκληρο κήπο από φυτά με αξιοσημείωτες δυνάμεις, ο κύριος Γκουνεσεκέρα, ο ράφτης που δεν μιλάει ποτέ και κρύβει με ένα κόκκινο μαντίλι μια πληγή στο λαιμό. Τα τρία παιδιά ξεπερνούν την αρχική τους επιφύλαξη και γίνονται σύντροφοι αχώριστοι στις περιπέτειες του ταξιδιού, χτίζοντας μια φιλία που θα τους ακολουθεί για χρόνια. Σαν τα ζαβολιάρικα παιδιά που κρύβονται πίσω από πόρτες και κάτω από τραπέζια για να μάθουν τα μυστικά των μεγάλων, οι τρεις φίλοι της ιστορίας παρακολουθούν τις παρέες των μεγάλων, παρατηρούν συμπεριφορές, βγάζουν συμπεράσματα, παρεμβαίνουν, δίνουν λύσεις και δημιουργούν προβλήματα. Σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με αρκετούς από τους συνταξιδιώτες τους, μαθαίνουν την ιστορία τους, εμπλέκονται στα σχέδιά τους και μυούνται στον κόσμο τους.
«Οι τρεις εβδομάδες του θαλασσινού ταξιδιού, όπως τις θυμόμουν αρχικά, ήταν γαλήνιες. Μόνο τώρα, χρόνια αργότερα, παρακινημένος από τα παιδιά μου να περιγράψω το ταξίδι, το βλέπω μέσα απ’ τα μάτια τους να μεταμορφώνεται σε περιπέτεια, και μάλιστα σ’ ένα επεισόδιο σημαντικό για τη ζωή μου.» σελ. 82
Στο πλοίο επιβαίνει και ένας κρατούμενος που μεταφέρεται στην Αγγλία για να δικαστεί. Τα παιδιά τον βλέπουν στις νυχτερινές του βόλτες και το μυστήριο που τον περιβάλλει τους δίνει μία ακόμη ευκαιρία για να γίνει το ταξίδι τους συναρπαστικό.
Ενώ το βιβλίο έχει όλα αυτά που θα το χαρακτήριζαν ιστορία ενηλικίωσης (το ταξίδι ενός παιδιού, γνωριμίες που το ακολούθησαν στη ζωή του, η εξέλιξη και οι αλλαγές του), εντούτοις το μυθιστόρημα υπερβαίνει τις προσδοκίες του αναγνώστη, παρουσιάζοντας στοιχεία ιστορίας μυστηρίου αλλά και ελεγείας για τους χαμένους φίλους.
«Το τραπέζι της γάτας» είναι μια αφήγηση για τους ανθρώπους που συναντήσαμε όταν είμασταν παιδιά και για κάποιο λόγο τους ξαναφέρνουμε στη μνήμη μας πολύ αργότερα στη ζωή μας. Ο Μάικλ ξαναζωντανεύει το ταξίδι εκείνο, σε μεγάλη ηλικία πιά, για να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί το παρελθόν και την ταυτότητά του αλλά και να ανακαλύψει ότι η πραγματικότητα πολύ συχνά είναι υποκειμενική, εύθραυστη και ως εκ τούτου απατηλή.
«Πάντα υπάρχει μια ιστορία που σε περιμένει. Στην αρχή, μόλις που υφίσταται. Μόνο σταδιακά συνδέεσαι μ’ αυτήν και την καλλιεργείς. Ανακαλύπτεις το κέλυφος που θα περιορίσει και θα ελέγξει τον χαρακτήρα σου. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκεις τον δρόμο σου στη ζωή.» σελ.259
πηγή: Wikipedia
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια και ο συγγραφέας παρεμβάλει στην περιγραφή του ταξιδιού γεγονότα που έγιναν αργότερα, δίνοντας έμφαση στις ιστορίες που έχουν σχέση με τους δύο φίλους του. Η γραφή του Οντάατζε έχει μια μουσικότητα που καταφέρνει να αποδώσει μοναδικά τη μαγεία της αθωότητας της παιδικής ηλικίας φιλτραρισμένη πια από τη μελαγχολίας της εμπειρίας του ενήλικα.
Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας